Selected tags

Further tags

Οι σφαλιάρες, οι φάπες. Παλιά έκφραση, μάγκικη, που την χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο μέγας Τσιφόρος.

Μία από τις κατώτερες μορφές ξύλου, καμμία σχέση με το κλωτσομπουνίδι, το βαράτε, το βρωμόξυλο, το σάτα κιούτα.

Με τις ψιλές δεν κάνεις γκάιντα κανέναν, αλλά του σπας τον τσαμπουκά και τον κάνεις ξεφτίλα στον περίγυρο για να μην παίρνουν θάρρητα κι άλλοι. Έχει δηλαδή μία δόση υποτίμησης προς τον αποδέκτη, εννοώντας ότι δεν είναι και για παραπάνω, είναι για μισό μπουκέτο το πολύ.

Α, οι ψιλές συνήθως πέφτουν.

- Σιλάνς.
- Γιατί ρε, τι θα μου κάνεις; Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια.
- Σιλάνς για θα πέσουν ψιλές λέμε.
- Σιγά τ' αυγ...
- [Φαπ]
- ...ά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαχή καλτ φιγούρας ελληνικού πορνό σινεμά. Συνήθης σύνταξη με το τροπικό ΕΕΕΕΕΤΣΙ....

Χρήση: ποικίλλει από συνθήκες σεξ μέχρι την παρουσία του Ολυμπιακού στην Ευρώπη. Και όλα τα ενδιάμεσα.

ΠΕΝΤΑΡΑ ΠΑΛΙ;;;;;ΕΕΕΕΕΕΕΕΕΤΣΙ ΒΕΝΤΟΥΖΑ ΒΕΝΤΟΥΖΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των πουτσοσκάμπιλο, πουτσοχάστουκο, ψωλοχάστουκο, ψωλοσκάμπιλο, προς τιμήν του δημάρχου του Βόλου Αχιλλέα Μπέου που έδωσε χαστούκι σε ψηφοφόρο του.

Έρωτας απ' το πρώτο μπεοχάστουκο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

  1. κάνω download, βλ. και κατεβαστήρι. Αντίθετο: ανεβάζω.
    Από τις λίγες μεταφράσεις ξένων όρων της τεχνολογίας, οι οποίες έγιναν αβίαστα και προτιμήθηκαν από τις ξένες ή τεσπα χρησιμοποιούνται εξίσου.

  2. πίνω / τρώω τον άμπακο, χλαπακιάζω.

  3. χώνω μπουνιά: κατεβάζω / μου κατεβάζουν ένα μπουκέτο

  4. ρήμα πασπαρτού ως πρώτο συνθετικό εκφράσεων: κατεβάζω μούτρα, κατεβάζω ασφάλειες, γατοκέφαλα, καντήλια, παροχή, ρολά, τη μάπα κάποιου, τον γενικό.

  1. Τι θα γίνει ρε Στέλιο, κόφ' το να κατεβάζεις, σέρνεται το γαμίδι, δε μπορώ να κάνω τη δουλειά μου.

  2. - Τόφαλος έγινε πάλι ο Νώντας.
    - Εμ δεν είδε χθες τι κατέβασε το άτομο; Αν τρώει κάθε μέρα έτσι...

  3. Μουνάς, γελάκι; Θα σου κατεβάσω καμία και θα δούμε αν θα γελάς μετά.

(από Khan, 14/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουκάλι, κυρίως με την έννοια της βόμβας μολότοφ. Ποδανά: καλιαμπού. Να μην συγχέεται με την ινδική θεότητα Kali.

Ασίστ: Beth.

Ήταν όλα καλά στην διαδήλωση, ώσπου κάποιοι κουκουλοφλώροι άρχισαν να πετάνε κάλια στους μπάτσους.

Η θεά Κάλι, γνωστή για το ότι μπορούσε να σερβίρει τέσσερεις φραπέδες ταυτοχρόνως. (από Khan, 19/10/09)

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «sax and violins», το οποίο αποτελεί λογοπαίγνιο του επίσης αγγλικού «sex and violence» (ήτοι «σεξ και βία», το οποίο χρησιμοποιείται και στη γλώσσα μας).

Λέγεται σε περιπτώσεις όπου θέλουμε να αναφερθούμε σε μια ανάλογη της έκφρασης κατάσταση, ή να απειλήσουμε κάποιον, αλλά υφίσταται ανάγκη κωδικοποιημένης διατύπωσης λόγου.

Λέγεται ότι ειπώθηκε για πρώτη φορά από τον David Byrne των Talking Heads στο ομώνυμο τραγούδι (βλ. μήδι).

- Ιεροκλή, ακόμα μου χρωστάς εκείνα τα εκατό. Θες να σε αρχίσω στο σαξόφωνο και τα βιολιά δηλαδή;

(από Jonas, 25/05/09)(από jesus, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαλλοκρατική ρητορική ερώτηση, άμα περνάει όμορφη προκλητική γυναίκα. Είναι σαν τους μπάτσους, που ξυλοφορτώνουν Αλβανούς και μετά ο κοσμάκης λέει: «κι αυτοί ήταν προκλητικοί!».

Μπαίνει ο Πέρι κουνάμενος λυγάμενος.
Βάγγελας: - Μετά φταίει ο βιαστής;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και κωλοφεράτζα. Τροπικό επίρρημα που συντάσσεται με ρήματα κίνησης (πάω, φέρνω κλπ.) και υποδηλώνει τη συντριπτική υπεροχή δια της βίας έναντι του άλλου.

- Τι έγινε ρε μπήχτη; Πλακώθηκες με το Μίμη στο Σύνταγμα;
- Ναι τον πούστη! Αλλά τον πήγα κωλοφεράντζα μέχρι το Μοναστηράκι για να στανιάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι ο εμπρησμός αυτοκινήτων και τραπεζών, χρησιμοποιώντας γκαζάκια και βάζοντας τους φωτιά
Σχετικά λήμματα: μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Βγήκαν χτες το βράδυ κάποιοι γκαζάκηδες και κάψαν 4 αυτοκίνητα και 3 τράπεζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified