Selected tags

Further tags

Υποδηλώνει την κατάσταση κατά την οποία ένας άνθρωπος γίνεται στουπί, λιάρδα, σκνίπα, ζάντα κλπ, δηλαδή πίνει τα πόδια του, εν ολίγης μεθάει από την υπερβολική κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Αλλά μεθάει πολύ.

Ρε 'συ! γιατί ο Γιώργος κάνει οκτάρια; τις κάλτσες του ήπιε πάλι; [face palm] δεν είναι να δει οινόπνευμα αυτό το παιδί, αφηνιάζει! πίνει δίχως αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published

Άγριο μεθύσι πολυπληθούς παρέας, μεγάλης διάρκειας (άνω των 8 ωρών). Συνήθως ξεκινά μεσημεριανές ώρες με την ατάκα «Λες να πιούμε μια μπύρα;» και καταλήγει σε διαλυμένα μαγαζιά, σπασμένα σκαμπό-καρέκλες, πεταμένα χαρτονομίσματα στη μούρη του μπάρμαν, μπουνιές, κλωτσιές, αυτόφωρα κ.ο.κ.

Οι συμμετέχοντες αποκαλούνται μακελάρηδες, ενώ αυτός που θα γίνει περισσότερο χάλια απ' όλους παίρνει τον τίτλο του αρχιμακελάρη. Στη σπάνια περίπτωση που στο μακελαρισμό συμμετέχει γυναίκα, αποκαλείται επίσης «μακελάρης», εκτός αν πρόκειται για νεαρής ηλικίας κοπέλα, οπότε χρησιμοποιείται ο όρος «μακελαρίτσα».

Απαγορεύεται αυστηρά να κανονιστεί μακελαρισμός εκ των προτέρων.

Δε θυμάμαι ούτε ποιος με πήγε σπίτι χθες. Μιλάμε για τεράστιο μακελαρισμό.

Θυμάσαι τότε που είχαμε μπλέξει από το πουθενά σε αυτό το μπαρ; Μαλάκα, τι μακελαρισμός ήταν αυτός;

Τι μακελάρης είναι αυτός ρε; Τον άφησα στις 14:30 να πίνει μπίρες και τον ξαναείδα στις 4:00 τη νύχτα σε άθλια κατάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει την αλλοπρόσαλλη και εκτός εαυτού κατάσταση που έχει παρέλθει κάποιος, κυρίως λόγω αλκοόλ και λοιπών ουσιών. Η μαγεία της κρύβεται στην μεταφορική και κυριολεκτική ερμηνεία της.

Μεταφορικά μιλώντας, η έκφραση παρομοιάζει το υποκείμενο με ένα μαινόμενο άλογο που χλιμιντρίζει πλέον, αντί να μιλάει, καλπάζει ελεύθερο δεξιά και αριστερά, δίχως ίχνος κούρασης η αντίληψης του χώρου και του χρόνου,προσπαθώντας να τερματίσει μια απροσδιόριστη διαδρομή που ούτε το ίδιο δεν γνωρίζει. Ένα ατίθασο άτι, απελευθερωμένο από τον ζυγό της βάρβαρης σοβαρότητας.

Σε κυριολεκτικό επίπεδο το νόημα βρίσκεται πίσω από την έλλειψη λογικής που διέπει κάθε πράξη του υποκειμένου, καθώς επίσης και στην ανικανότητα του να αρθρώσει μια απλή πρόταση ή/ και λέξη.

Άλογο έγινε πάλι χθες ο Βασιλάκης...Ξεκίνησε την τσέτσα από το απόγευμα και κατά τις 12 άρχισε να χλιμιντρίζει. Στο τέλος φάσωνε κάτι αγάλματα που παίζαν παραπέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

  2. Συντόμευση της καβάντζας, βλ. καβάντζα.

  1. Μωρό μου έχω πιει μια κάβα, μόνο εσύ λείπεις.

  2. - Με τη Γιάννα τι έγινε τελικά;
    - Τίποτα, την έχω για κάβα τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο ΔΘΧ (Δεν Θυμάμαι Χριστό) χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα κενά μνήμης που προκύπτουν έπειτα από μακροχρόνια (ή έντονη) κατανάλωση "μαλακών" ναρκωτικών όπως το χόρτο και το αλκοόλ. ΔΕΝ χρησιμοποιείται για να περιγράψει διαλείψεις κατά την διάρκεια μέθης ή/και μαστούρας.

- Καλά ρε δεν θυμάσαι το πάρτι της σχολής πρόπερσι? - Άστα να πάνε φίλε, μάλλον το ΔΘΧ αρχίζει να με χτυπάει άσχημα.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο νέας κοπής του παράγοντας Εδεσσαϊκού, σημαίνει δηλαδή αυτόν που μιλάει ακατανόητα, μπερδεμένα, χωρίς καλή σύνταξη και ειρμό στα λόγια του. Πιθανοί λόγοι: Είναι λιάρδα από ουσίες, και ομιλεί υπό την επήρεια της έκστασης από τη μέθη ή τη ντάγκλα. Δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα και δεν έχει ευχέρεια στη χρήση της (όπως λ.χ. ο Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για τον οποίο χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν η έκφραση στο Διαδίκτυο). Έχει εκ φύσεως μια ροπή προς το ντιριντάχτα, την εκφραστική εν γένει των Γάλλων φιλοσόφων, τη δημιουργική ασάφεια, το αποφατικό ζενεσεκουά, εν ολίγοις είναι ο τύπος που καταλήγει την ομιλία του με αατα, ενώ πριν έχει μιλήσει ως παράγοντας Εδεσσαϊκού, δηλαδή είναι κάποιος που εκ χαρακτήρος δυσκολεύεται να είναι σαφής.

Προφ η αναφορά είναι στο Google Translate, το οποίο αποτελεί μια μπανεύκολη λύση για να μεταφράσεις στα γρήγορα ένα ξενόγλωσσο κείμενο ή έστω να καταλάβεις μέσες άκρες τι εννοεί, πλην η μετάφραση γίνεται αυτοματικά και κατά λέξη με αποτέλεσμα να έχει συχνά πολύ κακή σύνταξη και να θυμίζει μάλλον ασυνάρτητους χρησμούς της Πυθίας που χρήζουν κατόπιν ερμηνείας λόγω της ασάφειάς τους. Σχετική αναφορά έχει γίνει και στο λήμμα γουγλομεταφραστής, όπου παραπέμπω για τα περαιτέρω.

Ινσέψιο: Να πω για τον γερμανό μεταφραστή ότι η έκφραση δεν είναι πολύ διαδεδομένη, αλλά νομίζω ότι είναι εκφραστική. Εξάλλου, στο σινάφι των μεταφραστών χρησιμοποιείται το μεταφράζει σαν Google Translate για να καυτηριάσει τον κακό μεταφραστή που μεταφράζει κατά λέξη χωρίς να προσέχει τη σύνταξη, με αποτέλεσμα οι μεταφράσεις του να μην βγάζουν ευρύτερο νόημα.

  1. Ήπια λίγο παραπάνω και τώρα μιλάω σαν την google translate.... (Εδώ).
  2. Ο Τσακαλωτος μιλαει σαν translate from Google. (Εδώ).
  3. Εγώ πάντως, γουστάρω Ευκλείδη με χίλια. Τι κι αν μιλάει σαν…google μετάφραση; Τι κι αν πηγαίνει στις συναντήσεις με τους συναδέλφους του φορώντας τσαλακωμένα σακάκια και πουκάμισα από τη βιοτεχνία «Βασταρούχας και υιοί, Άνω Λιόσια»; Τι κι αν τα παντελόνια του είναι γαριασμένα; Είδαμε και τον άλλο με το ένα νι, που τα έκανε…χωνί. Λες και πήγαινε εκδρομή για σκι στον Παρνασσό. Γελάκια, σακίδια, φιγούρα, παραμύθι και κόκκινες γραμμέςκόκκινες γραμμές μόνο στους… γιακάδες του πουκαμίσου. Τουλάχιστον, ο Ευκλείδης δεν κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του, ούτε βεβαίως δείχνει το… μεσαίο στους Γερμανούς. Λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ειλικρινής, ενώ φαίνεται ότι έχει κερδίσει και τη συμπάθεια των Ευρωπαίων. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μπαούλο απ' τα ξίδια ρίχνει μπατσάκια σε αρχηγούς κρατών. (Λεζάντα στο youtube, βλ. βίντεο)

Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει περιέλθει σε κατάσταση μέθης.

O Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μπαούλο απ' τα ξίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.

  2. Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.

  3. Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.

  1. Κοίτα τον! Πάλι λιώμα είναι!

  2. Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Μαρία έχει γίνει λιώμα!

  3. Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι λιώμα μετά τη εμπειρία με το φορτηγό του θείου Λάκη!

Δες και λιάρδα, κωλίδι, κόκαλο, κόκκαλο, πίτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified