Selected tags

Further tags

Το σλανγκ συναντάται στον χώρο τις αυτοκίνησης και συγκεκριμένα των κοντράκηδων.

Όταν ένας κάτοχος γρήγορου αυτοκινήτου αποκαλείται (ειρωνικά συνήθως) βατραχάνθρωπος ή ντύθηκε βατραχάνθρωπος, αυτό αυτόματα παραπέμπει στο γεγονός ότι το αμάξι του φέρει εξοπλισμό υπέρ-εύφλεκτου μίγματος Νίτρο! (ΝΟS)

Η σύνδεση του όρου πηγάζει από την μορφή που έχουν οι συγκεκριμένες μπουκάλες που είναι πανομοιότυπες με αυτές που φορούν οι βατραχάνθρωποι!

- Ο Μήτσος θέλει να τα πατήσετε και λέει κιόλας ότι σε παίρνει.
- Με το Μήτσο ρε μαλάκα θα βάλω κόντρα; Αυτός φαίνεται από χιλιόμετρα ότι ντύθηκε βατραχάνθρωπος!

NOS (από tractioner, 02/04/11)(από tractioner, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τμήμα του αμαξώματος που βρίσκεται κάτω από τις πόρτες του αυτοκινήτου και χρησιμεύει για να πατά κανείς το πόδι του καθώς μπαίνει και βγαίνει. Στις μοτοσυκλέτες λέγεται η προεξοχή όπου οι επιβάτες στηρίζουν τα πόδια τους. Από το γαλλικό marche pied. Απαντάται συνήθως ως ουδέτερο, αλλά δεν είναι σπάνιος και ο ελληνοποιημένος τύπος, ο μαρσπιές.

- Κι εκεί που παίρνω τη στροφή φουλαριστός φέτα με το Χαγιαμπούσα, βρίσκουν κάτω οι μαρσπιέδες και βγάζουν σπίθες!
- Τί λε ρε φίλε; Και μετά ξύπνησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμέγεθες και πολυτελές ΣΟΥΒ (SUV, στα ελληνικά τζιπ) μεγάλου κυβισμού, που πίνει τον κώλο του σε βενζίνη (μπεκρής) και δυσκολεύεται να στρίψει στα στενά δρομάκια της Αθήνας, με αποτέλεσμα να γαμάει την ψυχολογία όσων περιμένουν από πίσω.

Συνώνυμο: τζιπούρα (αυτονομημένο εκ του γνωστού βραχέος ανεκδότου).

Χρειάζεται προσοχή όταν, ως αγανακτισμένοι οδηγοί, εκτοξεύουμε μπινελίκια κατά του οδηγού προπορευομένης νταλίκας. Τέτοιου είδους ενεργοβόρα και κραυγαλέα μέχρι σημείου χυδαιότητας οχήματα, αποτελούν αγαπημένα toys μπράβων, ναρκεμπόρων, νονών και άλλων γαμιάδων, που δεν το 'χουν σε τίποτα να κατέβουν και να σου ρίξουν μερικές φιλικές μπάτσες (στην καλύτερη περίπτωση), έτσι για να τους θυμάσαι. Αν την νταλίκα οδηγεί γυναίκα, βρίζουμε ελεύθερα.

  1. Πού πας μωρή σάπια με την νταλίκα, αφού δεν το 'χεις με το άθλημα, κάτσε σπίτι πλύνε κάνα πιάτο.

  2. Πού να στρίψει ρε ο μαλάκας με τη νταλίκα, ούτε του αγίου πούτσου ανήμερα. Καβάλα πεζοδρόμιο κι έφυγες.

βλ. και μαούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι ένα 4 επί 4 στο βυθό;
- Μια τζιπούρα.

- Πώς λέγεται το ψάρι με 4 τροχούς;
- Τζιπούρα.

Τέτοιου είδους σύντομα ανεκδοτάκια-ερωταπαντήσεις (ανήκοντα σε έναν τύπο που μεσουράνησε για κάποιο διάστημα πριν καμιά δεκαετία, βλ. π.χ. καρχαρίνι) δημιούργησαν το μύθο της τζιπούρας.

Η τζιπούρα άρεσε κι επομένως αυτονομήθηκε από το ανεκδοτάκι, αντικαθιστώντας σε αρκετές περιπτώσεις το πολυχρησιμοποιημένο τζιπάρα (κοίτα μια τζιπάρα!).

Εικάζουμε οτι πρωτοχρησιμοποιήθηκε με διάθεση σκωπτική από μη κατόχους τετρακίνητου, αλλά, όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, οι κάτοχοι τζιπούρας (τζιπάτοι) πανηγύρισαν το χαρακτηρισμό και τον έκαναν παντιέρα τους, ακυρώνοντας έμπρακτα το όποιο αρχικό μειωτικό περιεχόμενό του.

Συγκεκριμένα τώρα, η τζιπούρα δεν είναι ένα οποιοδήποτε τετρακίνητο (π.χ. Lada Niva), αλλά το ευμέγεθες και πολυτελές τζιπ, με κινητήρα αρκετών χιλιάδων κυβικόπουλων (από τρίλιτρο βασικά και άνω), που ακτινοβολεί χλιδή και πιστοποιεί την οικονομική επιφάνεια του κατόχου, που ακούμπησε στο δρόμο λεφτά που σήμερα αγοράζουν άνετα πεντάρι στα Πατήσια.

Υπάρχει μια τεράστια φιλολογία περί τζιπάτων, για τη σχέση τους με το αντικείμενο του πόθου τους, την επιδειξιομανία τους και χλιδαμπουριά τους, τον κωλοπαιδισμό τους, τις μυκονιάτικες και αραχωβίτικες «αποδράσεις» τους, όλα χρονολογούμενα απ' τη χρυσή εποχή του κωστοπουλισμού / λαμογίστικου νεοπλουτισμού-οικονομισμού / ύστερου παπανδρεϊσμού και πρώιμου σημιτισμού, εκεί στις αρχές των ενενήντα. Αντιστεκόμεθα στον πειρασμό να επεκταθούμε, υπάρχει άλλωστε το οικείο λήμμα για όποιον επιθυμεί να συνεισφέρει στη σχετική φαινομενολογία.

Πριν σκάσουν μύτη στα καθ' ημάς τα θηριώδη Hummer (απ' τα οποία μόνο το πολυβόλο λείπει για να πας να πολεμήσεις στο Ιράκ) η υπέρτατη τζιπούρα ήταν το πορσικό Καγιέν, το οποίο πλέον απαντά συχνά ως Κουγιέν, εκ της σύνδεσής του με τον γνωστό πιθηκότροπο ποινικολόγο.

  1. Ειναι πολυ σπαστικο οταν γυριζεις απο την εκδρομη να εισαι σε μια καθαροαιμη τζιπουρα που ειτε μουγκρίζει ανυποφορα μετα τις 1000 στροφες (grand vitara- εχω και γω και θελω να το πουλησω) ειται κουνιέται σα βάρκα( LC, Pajero κλπ δυναμεις) ωστε να σε πιανει ναυτια αν δεν θες να σε περνανε τα 206 στο δρομο.
    (φόρουμ 4 τροχοί)

  2. ΤΣΟΥΠ… ρίχνουμε τα τέλη κυκλοφορίας για να τονωθεί η αγορά… και ως γνωστόν ο έλληνας με το πάθος και το φετίχ με τις ΤΖΙΠΟΥΡΕΣ πάει και αγοράζει το κάρο.
    (μουρμουρ.γρ)

  3. χθες σταματησε μια τζιπουρα και μου λεει ενας πολλα βαρυς αντρας απο μεσα....
    θηλυκια ειναι;
    Ναι
    Μου τη δινεις για ζευγαρωμα; (σκυλο-φόρουμ)

  4. και ξαφνικά στρίβει ένα τζιπ με φόρα από το φανάρι και φρενάρει απότομα στην πλατεία. Τζιπ. Τι τζιπ! Τζιπούρα!! Τανκς που θαρρείς γαμούσε κι έδερνε το οδόστρωμα. Και κατεβαίνει κύριος κοντός, χοντρός, με γυαλί με χρυσό σκελετό που άστραφτε και βρόνταγε και μπλούζα με άλογο τεράστιο σαν χλαπάτσα στο στήθος.
    (προταγκον.γρ)

  5. Ο,τι λογο εχει ο αυτοκινητιστης πολης να κυκλοφορει με την 4x4 τζιπουρα εχει και ο μηχανοβιος να κυκλοφορει με την γουρουνα
    (νοιζ.γρ)

Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)Hint: οδηγεί τζιπούρα Κουγιέν (από Vrastaman, 10/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακουμπάω ή χτυπάω με το όχημά μου κάποιο άλλο όχημα είτε σε παρκάρισμα είτε σε τρακάρισμα αντίστοιχα.

Το λήμμα φανερώνει μια πιο ερωτική διάθεση απέναντι στην επαφή δυο οχημάτων αποφορτίζοντας, κάποιες φορές, την όλη κατάσταση.

Πιο συχνή είναι η χρήση του τρίτου πληθυντικού και κυρίως σε αόριστο χρόνο, χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί κανόνα.

  1. - Φιλαράκο, ήθελα να σου πω ότι τώρα που έκανα όπισθεν δεν τα υπολόγισα καλά και, ξέρεις, σε φίλησα λίγο..
    - Μισό λεπτό να δω...[βλέπει] Πωωω! Μου έβαλες όλη τη μούρη μέσα ρε φίλε! εσύ δε με φίλησες, με γάμησες!

  2. - Ωπ! Τι μπαμ ήταν αυτό;!
    - Να ρε, εκεί! Φιλήθηκαν στη διασταύρωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και χωρίς να έχει εντεροδιαρροϊκές διαταραχές.

Η τσιμούχα χαλάρωσε ως προς τους σφιγκτήρες της και εξαιτίας αυτού του γεγονότου υπάρχει διαρροή υγρού, αέρος ή δεγκζερωγώ τι άλλο.

Η παρομοίωση είναι κουτουτουμουγού εύγλωττος διότι ανασύρει στην μνήμη δι' ανακλήσεως, πρωκτόν όστις πέρδεται μετα ζουμίων τε και μεζεδακίων ενίοτε.

- Βρούμ - βρουυυυυυυυυυυυυυμμ
- Κανε ρε παπάρα ένα έντο.
- Χλωμό, έχει κλάσει η δεξιά τσιμούχα του μπροστινού και θα αγοράσω οικοπεδιά.

(από perkins, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αράζων στην πλατεία.

Το λήμμα αναφέρεται στην κατηγορία ανθρώπων που αράζουν στις κεντρικές πλατείες των δήμων πέραν του κέντρου των Αθηνών και είναι απασχολημένοι με το τρίπολο μπάλα-ξύλο-αμάξια, με το μουνί να παρεισφρέει ενίοτε στις συζητήσεις τους. Κοζάρουν όλα τα διερχόμενα αμάξια σχολιάζοντας τον ήχο που κάνει ο κόφτης στην 4η, αλληλοφλομώνονται στο ψέμα για καγκουρίστικα η ξυλίστικα σκηνικά με εμβρίθεια και φαντασία που θα ζήλευε και ο Βαρόνος Μυνχάουζεν. Έχουν τελειώσει με το ζόρι τεχνικό, ή, στην καλύτερη, Γενικό Λύκειο και παρ' όλα αυτά συζητούν περί μηχανολογικών του κινητού τους καγκουροστάσιου με σαφήνεια και εμπειρία που θα ζήλευαν και καθηγητές του Μετσόβειου.

Απλά ανυπόφοροι.

- Τι λέει ρε αυνάνα, αράζεις ακόμα με τον Άγγελο;
- Όχι φίλε, έχει γίνει φουλ πλατεΐτης και συζητάει πλέον μόνο για την ροπή των subaru και το τρέξιμο που ρίξαν οι παλιοί στους παγκρατιώτες. Για τον πέοντα.

(από doodoon, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θρυλικό Volkswagen Beetle (το ορίτζιναλ προπολεμικό, όχι αυτή η σαχλαμάρα που βγάλανε το 1998), άλλως γνωστό και ως σκαραβαίος ή σκαθάρι.

Σκαραβαίος είναι ο πιο επίσημος όρος και σκαθάρι είναι η πιο ακριβής μετάφραση, αλλά «κατσαριδάκι» είναι ο πιο συναισθηματικός και γούτσου-γούτσου τρόπος να αναφερθείς σ' αυτό το γλυκύτατο αυτοκίνητο. Είναι επίσης και ο συχνότερος (άλλωστε, η ταινία της Disney «Herbie the Love Bug», με τα κάμποσα sequel, μεταφράστηκε «Κατσαριδάκι, αγάπη μου»).

Η λέξη «κατσαριδάκι» βγαίνει απ' την κατσαρίδα (λόγω σχήματος, και καλά), και αυτό αμέσως-αμέσως συνεπάγεται: «ρε, δε σε παίρνει κανείς στα σοβαρά». Έχει όμως την κατάληξη -άκι, που είναι το κατεξοχήν χαϊδευτικό. Και όλο μαζί καταλήγει σε ένα σημαίνον που συμπίπτει εντυπωσιακά με το σημαινόμενο: κάτι που είναι σαράβαλο, αλλά το αγαπάς.

Βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά:

Πισωκούνα, άνετο τιμόνι αναλογικά (τεράστιο γαρ), sui generis κιβώτιο (η όπισθεν είναι πατητή και πίσω δεξιά), χαμηλό αμάξωμα που βρίσκει στους πετρόδρομους, μεγάλο ύψος για να σε παίρνει ο αέρας όταν φυσάνε τα μποφόρια κάθετα, αερόψυκτο, κάπου 1000-1500 κυβικά, χαρακτηριστικός ήχος (γρρρρρρούμπουγκρούμπουγκρούμπου), καίει τα κέρατά του, τα πάντα είναι απλές και γερές κατασκευές που όμως ενδέχεται να σου μείνουν στο χέρι λόγω παλαιότητας... Και πάλι, μιλάμε για ένα αμάξι-σκυλί, που τσουλάει και σε πάει εκεί που θες, ακόμα κι αν έχει κλείσει τα 50. Μακάρι κι εμείς στα χρόνια του έτσι...

Για ιστορική αναδρομή και τεχνικότερα χαρακτηριστικά (μηχανές, μοντέλα, εργοστάσια, πειράγματα, φτιαξίματα, βαψίματα, μηχανές Πόρσε, σκορ στο Παρίσι-Ντακάρ κλπ), ανοίχτε καμιά Wikipedia.

[όλα τα παραδείγματα βγαλμένα απ' τη ζωή]

  1. - Χτες το κατσαριδάκι μου μ' έκανε περήφανη! (σνιφ)
    - Τι έκανε;
    - Έσπασε όλα τα ρεκόρ ταχύτητας, και έκανα και διπλή προσπέραση στην εθνική!
    - Τι ταχύτητα δηλαδή;
    - 115 χιλιόμετρα την ώρα!
    - ...
    - Υπενθυμίζω ότι το κοντέρ τερματίζει στα 120. Και το κοντέρ είναι κυριολεκτικά μια οδοντογλυφίδα μπροστά από ένα χαρτονάκι, έτσι;
    - Και η προσπέραση;
    - Ήταν ένα φορτηγό που σερνότανε, κι από πίσω ένα Ραλλί κωλοφτιαγμένο που όλο πήγαινε να προσπεράσει κι όλο κώλωνε ο χέστης. Εγώ λοιπόν έρχομαι από πίσω με ευνοϊκό άνεμο, κατηφόρα, επιτάχυνση, και δυο-τρία χιλιόμετρα φόρα επειδή είχε άπλα ο δρόμος. Και σανιδώνω που λες, και προσπερνάω το Ραλλί που πήγαινε να προσπεράσει το φορτηγό!
    - Εύγε...
    - Βέβαια, αυτά δεν ξαναγίνονται, ήταν υπό ιδανικές συνθήκες. Επίσης, μετά απ' όλ' αυτά, πάλι με άφησε, ένα τετράγωνο πριν το σπίτι μου.
    - Αχ το καημένο το κατσαριδάκι τι τραβάει....

  2. Ρε συ, αυτά τα καινούργια αμάξα, πολύ περίπλοκα πράματα, δε βρίσκω τίποτα μες στη μηχανή. Ενώ το κατσαριδάκι ήταν σαν παιχνίδι. Όλα φάτσα φόρα. Για να ρυθμίσεις το ρελαντί, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να ρυθμίσεις κατά πού κοιτάνε τα φώτα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να καθαρίσεις φίλτρα, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αλλάξεις πλατίνες, ήθελες ένα κατσαβίδι. Για να αδειάσεις λάδια, ήθελες ένα κατσαβίδι. Το ίδιο κατσαβίδι!

  3. - Ναι χαίρετε, ΕΛΠΑ εκεί;
    - Μάστα.
    - Ξέρετε, είμαι συνδρομήτρια, και...
    - Α, το άσπρο κατσαριδάκι! Πάλι έμεινε;
    - Ε, ναι... Μα πού το ξέρατε ότι ήμουν εγώ; Δεν πρόλαβα να σας δώσω ούτε στοιχεία ούτε τίποτα!

(όταν οι ΕΛΠΑτζήδες -που είναι και πολλές βάρδιες οι άνθρωποι, δεν είναι ένας νύχτα-μέρ - σε αναγνωρίζουν κατ' ευθείαν απ' τη φωνή, κάτι κάνεις λάθος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της τζιπούρας Porsche Cayenne και του μεγαλοδικηγόρου Αλέξη Κούγια. Χαρακτηρίζει το εν λόγω όχημα ως το κατ' εξοχήν σύμβολο νεοπλουτισμού της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Σχετικές αναφορές έχουν γίνει στα λήμματα μουαγέν, τζιπούρα, το χάσαμε το κορμί πατριώτη και βλαχοκυριλέ. Εννοείται ότι η τζιπούρα αποκτήθηκε με κουγιές, και εφόσον συνδυάζεται με μοντελοπνίξιμο είναι ακόμη πιο επιλήψιμη. Η έκφραση λέγεται με μελαγχολία ότι τα μουνιά και τα μοτέρια βρίσκονται σε λάθος χέρια.

Πάσα: John Black.

- Πού το κουβάλησε το κουγιέν στο στενοσόκακο ο μαχλέπας! Μας φράκαρε τον δρόμο!

Porsche Cayenne. (από Khan, 19/04/11)Το χάσαμε το Καγιέν πατριώτη! (από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση από τον Auto χώρο. Σημαίνει ότι κάποιος είναι τόσο πολύ ευχαριστημένος με ένα αυτοκίνητο ή άλλο όχημα, που ακόμη κι αν αναγκαζόταν να το αλλάξει θα ξανάπαιρνε την ίδια μάρκα / μοντέλο. Το καθιέρωσε ο Χάρρυ Κλυνν σε διαφήμιση, όπου παραλληλίζει τα Φουντούνια με αυτοκίνητο και λέει «κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι φουντούνια θά 'παιρνα». Έκτοτε η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει ο,τιδήποτε είναι πάρα πολύ καλό και αξίζει, και είμαστε απόλυτα ικανοποιημένοι μαζί του.

  1. κι αν ποτέ τ ' άλλαζα , πάλι sorlin θα ' παιρνα !!! (paokmania.gr).

  2. Μαζί με τον WinRAR και 1-2 άλλα είναι από τις εφαρμογές που πλήρωσα για τη χρήση τους. Κι αν ποτέ τ'άλλαζα, πάλι το ίδιο θα'παιρνα :p (Εδώ).

  3. - Τρομερές γυναίκες οι Δανέζες που κατεβαίνουν το καυλοκαίρι στο νησί. Κι αν ποτέ τ' άλλαζα, πάλι Δανέζα θά 'παιρνα...

(από Khan, 19/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified