Further tags

…το Χριστό (μου, σου, του, σας, τους) ή/και την Παναγία (μου, σου, του, σας, τους):

Προσοχή, ακολουθεί σεντονάρα, διαβάζετε υπ΄ ευθύνη σας:

Με αρετή και τόλμη, (που θέλει η ελευθερία), χωρίς φόβο και πάθος, έφτασε η ώρα για τον γενναίο λημματογράφο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, να αναμετρηθεί με την ποιητικότατη, (ίσως την ποιητικότερη όλων), φράση αυτή και τα τεράστια υπαρξιακά - ανθρωπολογικά ερωτήματα που γεννά, σε φάση Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους ανεμόμυλους.

Απαραίτητες προκαταρκτικές παρατηρήσεις :

1) Πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του μυστηρίου είναι η συντακτική ανάλυση της πρότασης, που έχει ως εξής :

α) Ένα γνωστό μεταβατικό ρήμα : γαμάω.

β) Αντικείμενο του ρήματος: ο Χριστός ή/και η Παναγία

γ) Μία προσωπική κτητική αντωνυμία (-μου, -σου, -του, -σας, -τους, ποτέ -μας, αφού, όπως θα δούμε, βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας και δεν χωρούν εδώ συλλογικότητες παντός είδους). Η αντωνυμία ορίζει σε ποιόν ανήκει το αντικείμενο, δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία. Η χρήση της αντωνυμίας είναι προαιρετική, αφού η φράση συναντάται και χωρίς αυτήν.

2) Δεύτερο κλειδί για την κατανόηση της φράσης είναι η μορφή που λαμβάνει η εξύβριση των θείων σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και μόνον :

Αγγλικά : Υπάρχει το Holy shit, αγαπημένη έκφραση του Μπουκόβσκι, που ο Τέος Ρόμβος μεταφράζει ως “θεία σκατά”.

Ιταλικά : porco Dio, porco Cristo, Dio maiale, και το χειρότερο όλων, porca la Donna, δηλαδή παραλληλισμός των θείων προσώπων με γουρούνι και χοίρο.

Ισπανικά : me cago en Dios, me cago en Cristo, me cago en copon (δισκοπότηρο), me cago en la ostia (η όστια), και το χειρότερο όλων, me cago en la Virgen, δηλαδή οι φίλοι μας οι Ισπανοί, για λόγους που αυτοί ξέρουν, δεν γαμούν, αλλά χέζουν τα θεία.

Εισαγωγικό συμπέρασμα : Η εξύβριση των θείων με την άνω συντακτική μορφή που απαντάται στην ελληνική, δηλαδή το συγκεκριμένο ρήμα, το συγκεκριμένο αντικείμενο/α + (προαιρετική) προσωπική αντωνυμία, δεν απαντάται, τουλάχιστον στις άνω γλώσσες.

3) Η φράση αυτή λέγεται από κάποιον υβριστή σε κάποιον υβριζόμενο και θεωρείται από τις χειρότερες βρισιές που μπορούν να ειπωθούν στα ελληνικά. Η ένταση της στιγμής είναι μεγάλη, η ατμόσφαιρα βαριά και ασήκωτη. Δεν είναι από τις βρισιές που λέγονται για πλάκα. Κυριαρχεί και ξεχειλίζει το μέγα πάθος. Τόσο βαριά είναι η βρισιά, ώστε θεωρείται μεγάλη ύβρις (βλασφημία, αμαρτία) ακόμα και από τον ίδιο τον υβριστή, και για αυτό το λόγο έχουν εφευρεθεί και οι γνωστές παραλλαγές που βοηθούν τον υβριστή να παρακάμψει την αμαρτία που διαπράττει με το να σκεφθεί και μόνον την φράση. Βλ. γαμώ την Παναχαϊκή μου, γαμώ την πανακόλα, το χριστόφορο κολόμβο, κ.λπ. Οι ανώδυνες αυτές παραλλαγές δεν μας αφορούν εδώ. Μας αφορά μόνον η φράση όπως ακούγεται στην πληρότητά της, (ρήμα + αντικείμενο + αντωνυμία).

Όποτε λοιπόν ακούμε την φράση πλήρη, ένα καμπανάκι συναγερμού χτυπάει, ο Ρουβίκωνας είναι πια πίσω μας, τα σύνορα έχουν παραβιαστεί, γνωρίζουμε ότι μπαίνουμε στην περιοχή του αληθινού πάθους, του αληθινού θυμού, της αληθινής απόγνωσης, της αληθινής άσκησης εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, (η λεκτική βία όταν είναι πηγαία και αληθινή είναι από τις πιο έντονες και σπαρακτικές μορφές άσκησης εξουσίας, δείτε π.χ. τις ταινίες του Οικονομίδη), των αληθινών ανθρώπινων συναισθημάτων.

Είναι αδιάφορο εάν τα συναισθήματα είναι θετικά ή αρνητικά, μικροπρεπή και ταπεινά ή μεγαλόπνοα, σημασία έχει ότι είναι αφενός αληθινά, αφεδύο ανθρώπινα. Άλλωστε «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο υβριστής είναι άνθρωπος με πάθη και παθήματα, και την στιγμή που εκστομίζει την φράση, τον πνίγει το υποκειμενικό του δίκαιο, (εννοείται ότι αντικειμενικά μπορεί να έχει, και συνήθως έχει, άδικο), τα πάθη του ξεπερνούν τα όρια, δεν γνωρίζει αυτός από φτιασίδια, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς, γκρεμίζει τις συμβάσεις και επικεντρώνεται στην ουσία, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσβολή του υβριζόμενου, μέχρι εκμηδενισμού του, αν είναι δυνατόν. Μυρίζει ανθρωπίλα ένα γύρω, δεν είναι ευχάριστο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν, ο υβριστής και υβριζόμενος ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Εδώ ο υβριστής θυμωμένος αυτοοικτίρεται και αυτοεκμηδενίζεται, κυριαρχημένος από το συναίσθημα της ιερής αγανάκτησης και συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία του, (βλ. 2ο παράδειγμα), χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο ενικό πρόσωπο, – μου.

Μπαίνουμε λοιπόν στην περιοχή της απόλυτα επικίνδυνης πραγματικότητας. Στην αληθινή αλήθεια της αλήθειας που έλεγε και ο Σκαρίμπας. Από εδώ και πέρα, enter at your own risk. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλήρης φράση ακούγεται συχνά από ανθρώπους της δουλειάς, κυρίως χειρώνακτες, π.χ. από μάστορες προς νέους μαθητευόμενους για ένα λάθος τους, ή πάνω σε μία δύσκολη και έντονη στιγμή της εργασίας, όπου η αμείλικτη πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Οι σπουδαγμένοι, οι πολιτισμένοι και οι καθωσπρέπει, θα την αποφύγουν πάση θυσία, έστω και με τις άνω παραλλαγές. Θέλει πρωτογονισμό για να το πεις αυτό το πράγμα, πόσο μάλλον να το λες και να το πιστεύεις. Δεν θα το ακούσεις από χείλη φλώρου, και αν το ακούσεις, δεν θα σε πείσει.

Και ας μπούμε επιτέλους στο ζουμί. Τι εννοεί ο ποιητής, συγγνώμη, ο υβριστής;;;

α) Ο υβριστής (λέει ότι) γαμεί.

Ναι, αλλά τι είναι το γαμήσι, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Το γαμήσι είναι η επικοινωνία με τα βαθύτερα ένστικτά μας, η κραυγή του ζώου, η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα υπέροχο και συνάμα ρυπαρό ζωώδες πλάσμα, (ρυπαρό γι΄αυτό υπέροχο), η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας μας, η οποία βέβαια πάει πακέτο με την θνητότητά μας, (όλοι θα πεθάνουμε αδέρφια, γι΄ αυτό γαμάτε, γιατί χανόμαστε). Να γιατί κατά τη διάρκεια, αλλά και για λίγο μετά από κάθε γαμήσι, για λίγο πιο ανάλαφροι, για λίγο πιο χαρούμενοι, ιδρωμένοι, πασαλειμμένοι, λερωμένοι από τα σωματικά μας υγρά και τις εκκρίσεις, αισθανόμαστε λίγο πιο άνθρωποι, ή αλλιώς, το ίδιο κάνει, αισθανόμαστε έστω για λίγο θεοί, πάει να πει έστω και για λίγο αθάνατοι !!!.

β) Τι (λέει ότι) γαμεί ο υβριστής ;;;;

Ο υβριστής γαμεί και αναπόφευκτα λερώνει αυτό που η ανθρώπινη σύμβαση που λέγεται θρησκεία (εδώ χριστιανισμός, ορθοδοξία), καθορίζει ως το πιο αμόλυντο, το πιο άχραντο, το πιο σεπτό, το πιο ιερό, το πιο σεβαστό, το πιο ανέγγιχτο, το άμωμο, το πιο πνευματικό, πνευματώδες και άυλο, εν τέλει το πιο μη ανθρώπινο ον που μπορεί ποτέ να υπάρξει, δηλαδή το Χριστό ή/και την Παναγία.

Άρα ο υβριστής μέσα από το πάθος και την ένταση της στιγμής, φέρνει το θείο στα ανθρώπινα δικά του μέτρα, ο υβριστής άνθρωπος θεώνεται, ενώ το θεϊκό υπέρτατο και άυλο αντικείμενο, (ο Χριστός ή/και η Παναγία) εξανθρωπίζεται. Όλα αυτά με τρεις λέξεις. Αν δεν είναι ποίηση αυτό, τι είναι;;

Εδώ μπαίνουμε στην ουσία της ελληνικής σλανγκικής ιδιαιτερότητας. Το γεγονός ότι η εξύβριση των θείων έχει αυτή την μορφή στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να με οδηγήσει συνειρμικά σε μία μακρινή εποχή, όπου η θρησκεία, (όχι θεϊκό, αλλά πάντα ανθρώπινο δημιούργημα, μην το ξεχνάμε), μιλούσε για τσαχπίνηδες θεούς και θεές, που λιάζονταν τεμπέλικα, κόβοντας από ψηλά την κίνηση (σημαντικός ο ήλιος για να φτιαχτεί η όλη κατάσταση).

Εάν λοιπόν κόζαραν κανένα θνητό κομμάτι τούμπανο, δεν δίσταζαν να κατέβουν στα χαμηλά και να ζήσουν από κοντά την περιπέτεια του έρωτος, να μοιραστούν έστω και για λίγο την χαρούμενη αλλά και αναπόφευκτη μοίρα της θνητότητας και να εξανθρωπιστούν γαμώντας ή/και γαμούμενοι/ες.

γ) Και ποιο το νόημα της προσωπικής κτητικής αντωνυμίας;

Η αντωνυμία επιβεβαιώνει και κλειδώνει όλα τα παραπάνω. Η χρήση της σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ατομικό θεό (Χριστό, Παναγία, γουατέβερ), το δικό του προσωπικό υπέρτατο και άχραντο πνευματικό άυλο ον. Η διαφορά είναι ότι εδώ το υπέρτατο ον ανήκει αποκλειστικά και ad hoc στον υβριζόμενο.

Δηλαδή πάει να πει ότι δεν πρόκειται γενικά για τον θεό όλων των ανθρώπων, είναι συγκεκριμένα ο συγκεκριμένος αποκλειστικός θεός του υβριζομένου. Και εδώ λοιπόν έχουμε μία σημαντική ιδιαιτερότητα, δηλαδή έναν ολόκληρο αθάνατο θεό μόνον για την δική μας την θνητή πάρτη, για ατομική χρήση. Για αυτό είπα παραπάνω ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας.

Μην ξεχνάμε, ξαναλέμε, την πολύ συχνή ταύτιση υβριστή και υβριζόμενου στο ίδιο πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας - μου, όπου είναι πλέον φανερή η ύπαρξη του ατομικού θεού, μόνο για πάρτη μας, για ατομική χρήση, έναν θεό που δεν διστάζουμε να (λέμε ότι) τον γαμάμε, πάνω στα νεύρα μας.

Ο υβριστής λοιπόν, πάνω στην ένταση της στιγμής, δεν κωλώνει να κατεβάσει κάτω το αποκλειστικό υπέρτατο θεϊκό ον του υβριζόμενου, (ή και του εαυτού του), από τα ψηλά που βρίσκεται και να το εξανθρωπίσει, κατά την έννοια που πιο πάνω αναλύσαμε. Ένα είδος βίαιης αποκαθήλωσης που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του θείου. Η σχεδόν βάρβαρη και βίαιη λεκτική αντίθεση που δημιουργείται από την άμεση αντιπαράθεση μέσα στην ίδια φράση των εννοιών: α) του ιερότατου, πάνσεπτου και άυλου όντος, και β) της αδυσώπητης εξανθρώπισης του όντος αυτού, δια του γαμησιού, οδηγεί στην επίτευξη του αρχικού στόχου, δηλαδή την λεκτική εκμηδένιση του υβριζόμενου και στην δημιουργία μεγάλης έντασης και υπερβολής, ή αλλιώς ποίησης.

Υπενθυμίζεται ότι η εξύβριση των θείων τιμωρείται από τα άρθρα 198 και 199 του ελληνικού ποινικού κώδικα, με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

  1. «Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν τάχατες για μένα κλαίνε δε μ΄ απαρατάν !

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ΄ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ΄ τον γκρεμό.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη).

  1. Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό.

(Τζίμης Πανούσης, Ερωτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aν βγείτε έξω και περάσετε ένα δεκάλεπτο παρέα με Αλβανούς ή άτομα που κάνουν παρέα με Αλβανούς θα ακούσετε περίεργες λέξεις όπως «ταβέ» «πίδι» «κουρβ» και άλλα πολλά. Επειδή λοιπόν οι Ελληνικές βρισιές δε μας αρκούν είπαμε σαν λαός να κάνουμε λίγο τούτι-φρούτι το υβρεολόγιο μας προσθέτοντας βρισιές της γειτονικής χώρας. Παρακάτω αναγράφω τις ποιό δημοφιλείς βρισιές:

Ταβέ: Στο(ν) ακουμπάω (πολύ συχνά λέγεται ως απάντηση στο ναι, ε;, και;, ρε)
(Τε) Κίφσα: (Σου) γαμώ
Ροπ: Οικογένεια, το σόι
Μπιθ: ο κώλος
Κούρβ: η πουτάνα
Μότρεν: η αδερφή (προσοχή! όχι ο ομοφυλόφιλος!)
Πίτσκ(α): το μουνί
Πίδ(ι): και πάλι το μουνί
Λόκε: η πούτσα
Κοκ(ε): το κεφάλι (και οι δυο σημασίες)
Τόπε: το αρχίδι (τόπε τόπε ο παπαγάλος)
Κάρι: ο πούτσος (βάρι κάρι: κρέμασε το στο πούτσο σου: μη δίνεις σημασία)
Ταφούτ κόχι: δεν είμαι σίγουρος για την ακριβή σημασία της, πρέπει να έχει σχέση με το ταβε. Κλασσική απάντηση στο όχι (μάλλον όχι αυτό του Μεταξά.)
Μπόλε: η μπάλα, το αρχίδι
Τε ραφτ πίκα: να πέσει πάνω σου κατάρα
Τε ραφτ κανσέρι: να πάθεις καρκίνο (και όχι κασέρι)

[I]ΣΥΝΤΑΞΗ[/i]
(αφορά το τε κίφσα)
Η σύνταξη είναι πολύ απλή:
Τε κίφσα + (οτι θέλουμε να γαμήσουμε εκείνη τη στιγμή)
π.χ. - Τε κίφσα ροπ: γαμώ το σόι σου
- Τε κίφσα μπίθεν: γαμώ τον κώλο σου, κ.ο.κ

Αυτά είναι τα βασικά. Ενδέχεται να έχω κάνει αρκετά λάθη καθώς δε την ομιλώ την γλώσσα. Διορθώσεις δεκτές.

Δε χρειάζονται...

(από HODJAS, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Αυτός που αυνανίζεται. Αλλιώς παιξοπούλης ή τραβομαλακίας.

Χουφτιάρης από χουφτιάρη όμως διαφέρει. Κατηγορίες:

  • Ο χουφτιάρης από ανάγκη: έχει να δει πεϊνιρλί από τότε που είχε πάει στη Δροσιά και έφαγε. Δεν του κάθεται καμία, δεν έχει καμία επιτυχία στο άλλο φύλο, γι'αυτο καταφεύγει στην παλιά αγαπημένη. Τη χούφτα.
  • Ο χουφτιάρης από επιλογή: Έχει φάει φρίκες με γκόμενες, είναι ανώμαλος, βαριέται να βγει έξω. Για κάποιον λόγο αυτός ο τύπος χουφτιάρη προτιμά την «προπόνηση», απ' τον πραγματικό αγώνα.
  • Ο χουφτιάρης από άποψη: Θεωρεί την μαλακία στάση ζωής και ξέρει όλα τα μυστικά της. Είναι μερακλής χουφτιάρης, θα βάλει το ποτάκι του, θα κάνει το τσιγαράκι του, θα βάλει τσόντα στο dvd, θα χαμηλώσει τα φώτα και θα του δώσει να καταλάβει. Αγαπάει τη μαλακία, δεν υπάρχει καν σαν ενδεχόμενο στη ζωή του το σεξ. Γράφει ερωτικά γράμματα στη χούφτα του, της παίρνει δώρα και την πάει ταξίδια. Ένας πραγματικά ερωτευμένος χουφτιάρης, ένας ορκισμένος σολίστας, ένας επαγγελματίας μαλάκας.

-Ρε συ, δεν μου κάθεται καμία... έχω καταντήσει μεγάλος χουφτιάρης!

-Ρε, σε ποιόν γράφει το ποίημα αυτός;
-Στη χούφτα του ρε. Είναι χουφτιάρης από άποψη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας προέκυψε από το παλιό γαλλικό serpentin, αυτό από το λατινικό serpentinus (ερπετόμορφος, οφιοειδής), που προήρθε απ’ το επίσης λατινικό serpens (ερπετό, φίδι) κι αυτό απ’ το επίσης λατινικό serpere (έρπω).
Αφού υποστεί προληπτική αφομοίωση, κυκλοφορεί και με τη μορφή «σαρπαντίνα»

Πρόκειται βέβαια για την έγχρωμη, λεπτή, χάρτινη κορδέλα με το πολύ μεγάλο σχετικά με τον όγκο της μήκος, που τυλιγμένη σχηματίζει κοντό κύλινδρο. Σε αποκριάτικες, συνήθως, εκδηλώσεις (και) με ένα χαρακτηριστικότατο φύσημα στο κέντρο αυτού του κυλίνδρου, ξετυλίγεται παίρνοντας το πασίγνωστο ελικοειδές σχήμα.

Λόγω λοιπόν των ιδιοτήτων του σχήματός της, έχει δώσει το όνομά της σε διάφορα εξαρτήματα και μηχανισμούς όπως:

---τον ελικοειδή συνήθως μεταλλικό σωλήνα σε πολλές συσκευές τύπου μπόιλερ, που βρίσκεται μέσα στο χώρο όπου υπάρχει το ήδη ζεσταμένο απ’ τον λέβητα ή τον ηλιακό συλλέκτη υγρό (ή και αέριο). Το κρύο νερό (ή όποιο άλλο ρευστό) μπαίνει από τη μια μεριά του σωλήνα και βγαίνει, ζεστό πλέον, από την άλλη μεριά, έτοιμο για διάφορες χρήσεις.

Ή κι αντίστροφα: Στο σωλήνα κυκλοφορεί το ρευστό που έχει ήδη ζεσταθεί, προκειμένου να ζεστάνει το αποθηκευμένο –κρύο σε πρώτη φάση- ρευστό που θα χρησιμοποιήσουμε (βλ, 2ο μήδι),

---τον σωλήνα σε συσκευές όπως κλιματιστικά και αποστακτήρες, που βοηθά στην ψύξη του αέρα και την υγροποίηση ουσιών που βρίσκονται σε κατάσταση ατμού και

---τον μηχανισμό πίσω απ’ το τιμόνι των οχημάτων (κι όχι μόνο) που επιτρέπει να μη χάνεται η ηλεκτρική επαφή του τιμονιού καθώς αυτό στρίβει, με την κόρνα, τον αερόσακο κι όσους άλλους μηχανισμούς ενεργοποιούνται από κουμπιά πάνω στο τιμόνι (βλ 3ο και 4ο μήδι).

Συμμετέχει στις περισσότερο ή λιγότερο δημοφιλείς εκφράσεις:
---«Κάνω κάτι σερπαντίνα», που σημαίνει «το ’χω παρακάνει», «το ‘χω παραχέσει», «το ‘χω τραβήξει απ’ τα μαλλιά» και χρησιμοποιείται κυρίως όταν μακρηγορούμε.

---«Μου ‘κανε τα νεύρα σερπαντίνα», που όπως και τα σαφώς συχνότερα «Μου ‘κανε τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια» σημαίνει πως: «ίσα κι είμαι στο παρατσάκ να με πιάσουν τα διαόλια μου, οπότε μη πολλά – πολλά, μη γίνει εδώ το Κούγκι. Ά», στο πιο ευγενικό.

---«Με πάει σερπαντίνα», που σχετίζεται με δυσάρεστα επιτακτικές κωλοεκδηλώσεις διάρροιας, που σ’ αφήνουν νταντέλα, όπως εξόχως γλαφυρά ήδη περιέγραψε ο HODJAS σχεδόν δυο χρόνια πριν.

---«Τη φυσάει τη σερπαντίνα» -σαφώς συχνότερα στο γ’ πρόσωπο- που περιγράφει, σαν ένα ακόμη μέλος μιας ατελείωτης λίστας, τον έχοντα σεξουαλικές προτιμήσεις που πολλοί αντιμετωπίζουν ακόμη συμπλεγματικά, πλουτίζοντας παράλληλα τις απανταχού γλώσσες.

---Επίσης, λόγω του σχήματός της και της εικόνας που δίνει η εκτόξευσή της, περιγράφει τα φλόκια που δεν βρίσκουν τον από τη φύση καθορισμένο στόχο. Σε πολιτιστικά προϊόντα που απολαμβάνουν ακόμη και οι λιγότερο θολοκουλτουριάρηδες για προφανείς λόγους τόσο η καταμέτρηση, όσο και το μήκος τους σε slow-motion, έχει αναδείξει παγκοσμίου φήμης προσοντούχους αστέρες που με τις επιδόσεις τους προβλημάτισαν πολλούς.

1.
…Όταν βρίσκεται εγκατεστημένη η σερπαντίνα μεταφέρει νερό το οποίο ζεσταίνεται καθώς δουλεύει το τζάκι-λέβητας. Η θέρμανση αυτή του νερού γίνεται σε ειδικό δοχείο ξεχωριστά από το νερό που προορίζεται για το δίκτυο των καλοριφέρ. Η θέση αλλά και το υλικό της σερπαντίνας αυτής μεγιστοποιούν την απορρόφηση της θερμοκρασίας.

2.
…Η πορεία των υδρατμών συνεχίζεται στο κάτω μέρος της δεξαμενής σε στενότερους σωλήνες που βρίσκονται γύρω-γύρω στα τοιχώματα (σερπαντίνα) με ελαφρά κλίση για να μην κρατούντα υγρά…

3.
…Μπράβο μεγάλε. Να πεις στους κατά φαντασία «κορυφαίους υπουργούς» σου και να μεταφέρεις στο πρωθυπουργικό περιβάλλον (το οποίο βλέπεις μόνο με το τηλεσκόπιο του Κοπέρνικου) ότι καταφέρνεις να κάνεις τα νεύρα μας σερπαντίνα, κάθε φορά που κατά λάθος, πάνω στο καταραμένο ζάπινγκ, πέφτουμε πάνω στις «πληροφορίες» σου από «κορυφαίους υπουργούς» και στο υφάκι εκατό μαϊμού-καρδιναλίων! Αμάν πια! Μας έσκασες!!!

4.
Σας καλούμε στο «ΚΟΨΙΜΟ» της Πρωτοχρονιάτικης Πίτας...
Λες και όποιον φάει την πίτα θα τον πιάσει κόψιμο και θα τον πάει σερπαντίνα και εμείς είμαστε προσκεκλημένοι να το παρακολουθήσουμε.
Ή λες και θα πιάσει την ίδια την πίτα κόψιμο και θ' αρχίσει να κλάνει πριν κοπεί. Έλεος...
(σχολιάζει τη χρήση του «κόψιμο», αντί του σωστού «κοπή» σε πρόσκληση).
(διεκπεραιωτικά)

5.
Έβαλα και πλαϊνά σαμάρια από το γαϊδούρι του μπάρμπα μου του κωλοπυργιώτη γνωστός και ως Ungle AssTower! (Μπάμπης ο Καραμπίνας ένα πράμα) αλλά το κακό είναι ότι γέρνει μόνο από την μια πλευρά. Δεξιά δεν πλαγιάζει το μοτο.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ;;;
ΥΓ.1 Είναι συλλεκτικό δεν πωλείται ή ανταλλάσσεται, ΥΓ.2 USB δεν παίζει. Αυτά είναι φλωριές. Firewire μόνο. ΥΓ.3 Επόμενη μόντα: Χέστρα με επιταχυντή κλανιών για 0-319,4χαω σε 4,2 δεύτερα και κύκλωμα μετατροπής σκατού σε φυσικό αέριο για εξοικονόμηση καυσίμου. Με μια φράπα και καπάκια ένα milko, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, με το αίμα που θα με πάει πίνοντας τα, κάνεις 2 φορές πήγαινε έλα Αθήνα Βερολίνο.
ΥΓ.4 Το έχω κάνει σερπαντίνα το θέμα.

6.
-…κι όσο για τον άλλον που βρίζει με πμ, θα τον φωνάξω την άλλη φορά να κρεμάσει αυτός μπάλες και λαμπιόνια επί τέσσερις ώρες στο γαμώδεντρο. Merry kissmyass!
-Παλικάάάάάριιιιιι!! Το στολίζεις το δέντρο; Το λαμπιόνι το κρεμάάάάάς;
-Τη φυσάω τη σερπαντίνα. Το λούζομαι το κομφετί.

(όλα ως εδώ απ’ το δίχτυ)

7.
-Ρε μαλάκες! Κάνω κάτι γαμήσια τελευταία με την Κούλα, άλλο πράμα! Χθες, την πηδούσα μια ώρα, έχυσα στην κοιλιά της κι αυτή ούρλιαζε ένα τέταρτο απ’ την καύλα!
-Σιγά! Εγώ με την Σούλα χθες γαμιόμασταν δυο ώρες, την πήραν τα φλόκια στη μάπα κι αυτή ούρλιαζε μισή ώρα απ’ την καύλα!!
-Α καλά! Εγώ τις προάλλες έριξα έναν κρύο στην Τούλα, πήγανε κι οι δεκαπέντε σaρπαντίνες στην κουρτίνα κι αυτή ακόμη ουρλιάζει!!!

(κλασικό, προσαρμοσμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κατά κανόνα βρωμόσκυλο που συμμετέχει με μεγάλη χαρά σε κάθε είδους μουχαμπέτι. Είθισται να έχει ύψος άνω του 1,70, αδύνατο σώμα και έντονα χαρακτηριστικά προσώπου (σκυλί). Πολλές φορές είναι τόσο βρωμερά που δεν κάνουν ούτε για μουχαμπέτι.

- Ρε γέμισε η Θεσσαλονίκη βρωμόμουνα! Έλεος!
- Η παναγιά μαζί σας!
- Παναγία τριάς ελέησον ημάς!

Βλ. και βρωμομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκατηγορία της γενικότερης έννοιας μουνοβοσκός. Είναι ο άντρας που είναι περιτριγυρισμένος από πολλές γυναίκες αλλά τελικά μένει μόνο στα λόγια και ποτέ δεν προχωράει στα έργα. Έτσι, είναι ο καλύτερος φίλος των γυναικών και ο καλύτερος σύντροφος για τις δύσκολες ημέρες (όπως και οι σερβιέτες). Εκείνο που τον ξεχωρίζει από το μουνοβοσκό είναι η ποιότητα του εμπορεύματος η οποία ως επί το πλείστον είναι για τα μπάζα. Οπότε κατά μια άποψη καλύτερα που μένει μόνο στα λόγια.

- Κοίτα τον μαλάκα, μιλάμε για μεγάλο μπαζοβοσκό. Πάλι λιώμα είναι και κυνηγάει όποιες βρει αλλά μένει πάντα με το πουλί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified