Selected tags

Further tags

Εκμεταλλεύομαι ευκαιριακά ή συστηματικά, θεμιτά ή αθέμιτα, ηθικά ή ανήθικα μια ευνοϊκή κατάσταση που μου προσπορίζει διαφορών ειδών οφέλη ή ανταλλάγματα.

Συνώνυμη έκφραση: βρίσκω το μήνα που θρέφει τους έντεκα

- Είδες τον Πανάγο; Από τότενες που άνοιξε νταλαβέριμ' αυτήνες τσι πούστηδοι, είναι κάθε μέρα στη μπούντρα.
- Καλά ξηγιέται, βρήκε βυζί και βυζαίνει, αφού.

(από iwn, 01/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ επόψεως ευαισθησιών των σφίχτηδων, το βρώμικο δεν είναι μόνο το φαγητό με «αμφίβολη ποιότητα και καθαρότητα των συστατικών του» (δες άλλο ορισμό), αλλά κυρίως αυτό που προκαλεί βρωμιά, δηλαδή το φαγητό που περιέχει πολλά λιπαρά.

Πάσα: Jeanoir, encore.

- Ευτυχώς, με την δουλειά που έχω κάνει και την γράμμωση που έχω πετύχει, μπορώ να τρώω και κανά βρώμικο πού και πού, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερό που μέσα βράζουν τα όσπρια το όποιο απορρίπτεται όταν πάρει μια σύντομη βράση.

- Μάνα τι μαγείρεψες;
- Φασολάδα γιόκα μου.
- Γιατί ρε μανά φασολάδα; Αφού το βράδυ θα βγω με το Λενιώ! Θες να γίνω ρόμπα;
- Έννοια σου και το’ χυσα το πορδοζούμι, μην ανησυχείς.

(από perkins, 18/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο απο το δίδυμο Τσακνής και Μαχαιρίτσας, υποδηλώνει μια ειρωνική διάθεση για το ελληνικό ροκ που παίζουν μουσικοί μεγάλοι σε ηλικία που άκμασαν πολλά χρόνια πριν.

- Τι έγινε με την φοιτήτρια που γνώρισες στην πορεία για την διάσωση του ροζ μπαμπουίνου του Θιβέτ ;
- Άσ' τα, έχουμε γυρίσει όλες τις εντεχνοπουρόκ συναυλίες, έχω πήξει στους Γιαχνή και Μαγειρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός και άσχημος.

Σαν κοντοσιροπιασμένη ρέγκα είσαι ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, το sleeping-bag στα Θεσσαλονικιώτικα. Η γέμιση σε αυτή τη μπουγάτσα έχει γεύση χιλιοφορεμένης σαγιονάρας.

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το υποκοριστικό για την σαπίλα που επικρατεί στα βρωμερά πιτόγυρα και πίτσες που προκαλούν δηλητηρίαση.

- Για πες το τηλέφωνο από εκείνο το πιτογυράδικο.
- Ωωωω. Θα φάμε σαπιλίτσα σήμερα;
- Αμέεεεεεε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του γύρου, χρησιμοποιείται συχνότατα στο στρατό για αναφορά στο γνωστό και φτηνό έδεσμα.

- Ψαράδες είστε εξοδούχοι σήμερα. Θα μου φέρετε κανένα γυρόνι επιστρέφοντας;
- Έγινε! Χωρίς κρεμμύδι έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετάω σε κάποιον γιαούρτι, συνήθως στη μάπα του. Συνήθως το θύμα είναι κάποιο γνωστό πρόσωπο (π.χ. πολιτικός) που δε χωνεύει κάποιος.

Ο Ψωμιάδης γιαουρτώθηκε και μετά τραγούδησε Καζαντζίδη για να βγάλει τον πόνο του.
– Το πρώτο τραγούδι ήταν «θα κλάψω πικρά μα θα ξεχάσω με τον καιρό, καινούργια ζωή θα χαράξω να μην πονώ».
Το επόμενο ήταν «πέφτουν τ’ άστρα μες στη λασπουριά».
– Ήταν τόσο το πάθος και η συναισθηματική φόρτιση του Πανίκα, που δεν αντιλήφθηκε τις σπόντες των εσωκομματικών του αντιπάλων που αμφισβήτησαν τα ιερά και τα όσια του με το άσμα «έχεις κορμί αράπικο και μαύρα μάτια πλάνα, η μάνα που σε γέννησε θα ήτανε τσιγγάνα».

πηγή: www.epohi.gr

Κι αυτοί είχαν γιαουρτώσει κάποιον... (από krepsinis, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified