Πολύ μικρό πέος.
- Τι να γαμήσεις ρε μ' αυτό το γαριδάκι που έχεις;
Got a better definition? Add it!
α. Κωλοτρυπίδα, σούφρα, ροδέλα, σφιγκτήρας.
β. Η σφιχτή συγκεκριμένα κωλοτρυπίδα που ανοίγει δύσκολα.
Προέλευση:
Αναφέρεται στην ομοιότητα της πρωκτικής οπής με την αστεροειδή (συνήθως) ροδέλα τύπου γκρόβερ που δεν αφήνει τη βίδα να ξεσφίξει.
- Σώπα ρε μπήχτη, βρήκες κιόλας πίσω πόρτα;
- Μαλάκα μου, η γκόμενα είχε ένα γκρόβερ άλλο πράμα. Μου τον έπιασε απ' το λαιμό και κόντεψε να μου τον πνίξει.
Got a better definition? Add it!
Σκληρό σαν βράχος στήθος (κατά το βραχονησίδα).
- Καλό το γκομενάκι Νίκο...
- Καλά έχει μια βραχοβυζίδα, σκέτη Ίμια!
Got a better definition? Add it!
Μικρό σε μήκος ανδρικό πέος.
Πού πάει μ' αυτή τη δαχτυλήθρα ο τρόμπας; Εμ δεν έχει, εμ απ' όξω τον έχει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.
Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.
Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:
Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.
Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:
(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό
Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:
Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:
- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η κλειτορίδα.
Κοινώς αποκαλούμενο το γυναικείο όργανο που βρίσκεται κάτω από το σημείο στο οποίο ενώνονται οι «νύμφες» (τα μικρά χείλη του αιδοίου στα αρχαία, ενώ «άμβωνες» τα μεγάλα).
Εκτός από πηγή ηδονής, ενίοτε χρησιμεύει στο να ρίχνει και κλωτσιές -έτσι τουλάχιστον νομίζουμε ως λαός κατά τα φαινόμενα (βλ. έκφραση στο παράδειγμα 1).
Συνώνυμο: η γαργαλήθρα.
Η ανατομία στα αρχαία και το συνώνυμο είναι από το blog ΖΜΠΟΥΤΣΑΜ.
Η γνωστή έκφραση που πιθανότατα προέρχεται από φαλλικό αποκριάτικο τραγούδι: «του μουνιού σου το γλωσσίδι μου 'ριξε κλωτσιά στ' αρχίδι»
Από παρωδία ...ομηρικού έπους (πέους):
«Της τρίβει ασταμάτητα το μακρουλό γλωσσίδι
και μπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι»
«Στη συνέχεια σφυροκόπησα το μακρύ γλωσσίδι του μουνιού της και κάρφωσα την άκρη της γλώσσας μου στην σφικτή της κωλοτρυπίδα» (από εχμ.. «φόρουμ»).
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο.
1) Επειδή ρίχνεις ψήφο. 2) Επειδή κανείς δεν ξέρει τι θα βγει από την κάλπη. Το δεύτερο παίζεται στην εποχή των έξιτ poll, αλλά και των υπερηχογραφημάτων.
Με λίγη φαντασία παραπάνω και για τον κώλο για δύο παρόμοιους λόγους.
Ρίξ' την ψήφο αγόρι μου στην κάλπη! Ριξ' τη δαγκωτή, να βγάλεις αυτοδυναμία, να ολοκληρώσεις την τετραετία.
Got a better definition? Add it!
Αλλη μια ονομασία για το αιδοίο θηλυκού τύπου Λίλιαν.
Ετυμολογείται από το radix ('ρίζα') όπως το έλεγαν στο άξεστο Λάτιο (το agresti Latio του Οράτιου). Το λατινικό radix μας δίνει το αγγλικό radish και το γαλλικό radis, 'ραπανάκι'. Το σγουρό δίνει μια διεθνούς αναγνωρισιμότητας αίγλη (πιανίστας Δ.Σγούρος).
Η συλλογή του γνήσιου σγουρού ραδικιού απαιτεί «τράβηγμα», δηλαδή κόπο, ή τον αντίστοιχο του κόπου αντίκρυσμα, αν κάποιος μας το προσφέρει «στο πιάτο».
Συγγενή ανταγωνιστικά είδη το καυλοράπανο, το ήμερο ραδίκι, αλλά και το αντίδι (ανάλογα με το μικροκλίμα).
-Λίλιαν μ'έχεις λολάνει
και θα φάω μεγάλη φρίκη
αν δεν ξηγηθώ φιστίκι
στο σγουρό σου το ραδίκι.
Got a better definition? Add it!
Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.
Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.
Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!
- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!
Got a better definition? Add it!