Selected tags

Further tags

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλάμε για ειδική κατηγορία σπαζαρχίδη, σπαζαρχίδη όμως, που όλο του το μένος το βγάζει από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι την ώρα που θα πιει καφέ, όπου με την κυκλοφορία της καφεΐνης στο αίμα, θα μπορέσει να αποκατασταθεί μέσω coffee therapy procedure, η νευρική διαταραχή του. Φυσικά αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να συμβεί και στην περίπτωση που αυτός αργήσει να πιει καφέ.

Άρα μιλάμε για κάποιον που στο θέμα αυτό λειτουργεί ως Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάϊντ.

Αν το διάστημα που μεσολαβεί από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι να πάει στη δουλειά και να πιει εκεί καφέ είναι μεγάλο και στο μεταξύ κάποιος τον σκουντήξει στη στάση του λεωφορείου, ή του πει κάτι που έτσι σε φάση shut down που είναι αυτός, του φανεί περίεργο, τότε αυτός είναι ικανός να τη δει Κόναν ο βάρβαρος) και να κάνει...τη φασαρία.

Τον βλέπουμε π.χ. να φτάνει στη δουλειά και πριν πιει καφέ να 'χει προκύψει μια επείγουσα κοπιαστική δουλεία, ή κάποιος να γελάει δυνατά. Αυτά τα στοιχεία είναι ικανά να τον κάνουν μαινόμενο ταύρο σε υαλοπωλείο.

Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση που θα μπορούσε να αναφερθεί σχετίζεται με την περίοδο των διακοπών του. Κάνοντας παρέα με άλλους ανθρώπους, μοιραία αλλάζει το πρόγραμμα του κι έτσι αργεί να πιει καφέ μ' αποτέλεσμα να ναι μέσ' τα νεύρα και στην κατήφεια. Θεωρεί πως οι άλλοι φταίνε για την καθυστέρηση, επειδή δε σέβονται την συνήθεια του. Οι άλλοι παράλληλα τον αποκαλούν εξαρτημένο. Συνεννόηση κλαρίνοπου πολλές φορές φέρνει τον τσακωμό.

Ενδόμυχα και ετσιθελικά θεωρεί πως οι άλλοι, είτε τον ξέρουν, είτε όχι (πιστεύει πως θα 'πρεπε να αναγνωρίσουν την περίπτωση) θα πρέπει να τον κατανοήσουν. Αλλιώς είναι ιδιότροποι και επειδή η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση, θα πρέπει να τους σπάσει τα νεύρα (Για να τους δείξει και καλά πόσο κακό είναι να σου σπάνε τα νεύρα) Απ' τη σκοπιά των άλλων βέβαια η οπτική είναι διαφορετική. Αυτοί πιστεύουν πως θα πρέπει να 'χουν γαϊδουρινή υπομονή για να αντέξουν τα νεύρα και τις ιδιοτροπίες του.

Τελικά η κατάσταση χρήζει γιαλομοθεραπείας. Είναι εξαρτημένος;
Οι ειδικοί δέχονται μεν τασυμπτώματα στέρησης(αίσθημα κόπωσης, υπνηλία, πονοκέφαλο, εκνευρισμό) αλλά 12 - 14 ώρες μετά το τελευταίο φλιτζάνι. Ως ένα βαθμό δηλαδή, μπορεί να μιλάμε για εξάρτηση, αλλά από ‘κει και πέρα μπαίνει ο σπαζαρχιδισμός του.

Γι’ αυτό το σπαζαρχιδισμό φταίει και το οικείο περιβάλλον, που δείχνοντας μεγάλη ανοχή σ' αυτή την κατάσταση οδηγεί τον τύπο στο να επικαλείται βιολογικά ρολόγια. Έτσι αυτός, μη δεχόμενος ναξεκολλήσειαπό το μύθο του και χωρίς να είναι διατεθειμένος να δείξει ευελιξία και να εξελιχθεί νικώντας τις ιδιοτροπίες του, υιοθετεί την άποψη «Είμαι έτσι κι όποιος αντέξει» και την άποψη «Σ' όποιον αρέσουμε για τους άλλους δε θα μπορέσουμε». Αν βέβαια, από γκαντεμιά, του συμβεί μια δυσμενής συγκυρία που έχει επίδραση στη ζωή του (π.χ.: αν τσακωθεί με τον προϊστάμενο πριν πιει καφέ), τότε ο τύπος το φυσάει και δεν κρυώνει.

Και για να 'μαστε δίκαιοι θα πρέπει να αναφέρουμε πως στη θεωρία περί βιολογικού ρολογιού, επιδρά κατά κάποιον τρόπο και το σχετικό πλαίσιο της ελληνικής κοινωνίας, στο οποίο ο καφές έχει στάνταρ θέση μέσα στο ελληνικό breakfast. Άρα, εναρμονιζόμενος αυτός σε αυτή την κατάσταση, σταθμίζει αντιστοίχως και το βιολογικό ρολόι του.

-Ρε τον μαλάκα το Μήτσο. Μόλις μπαίνει στη δουλειά, δε μιλάει σε κανένα. Είναι μόνιμα βαρύ πεπόνι και τζόρας του κερατά. Κι όταν αργότερα πιει, γίνεται συνεργάσιμος και έξω καρδιά. Λίγα λεπτά φτάνουν για να γίνει ο άγριος πολιτισμένος. Και μ' αρέσει που μιλάει για παν μέτρον άριστον ο μαλάκας.
-Καφαρχίδης κανονικός…

Τώρα ήπια καφέ (από GATZMAN, 13/02/09)Τζέκιλ-Χαϊντ (από GATZMAN, 13/02/09)Κόναν ο Βάρβαρος (από GATZMAN, 13/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό speed και κατ' επέκταση από το «σπιντάκι» (άλλως: μεθαμφεταμίνη): η κεκτημένη ταχύτητα, η υπερβολική ενέργεια που μας ξεπερνά για κάποιον λόγο -ο οποίος λόγος κάλλιστα μπορεί να είναι εσωτερική ένταση. Το ρήμα είναι σπιντάρω. Το λέμε και για αυτοκίνητα και γενικότερα με οτιδήποτε σχετίζεται με ταχύτητα.

Προφέρεται σπίdα και όχι σπίntα.
Γράφεται και με -η-.

Σήμερα το πρωί δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου... και ξαφνικά μ' έπιασε μια σπίντα άλλο πράμα, πέταγα, ούτε ξέρω πώς τα έκανα όλα μέσα σε χρόνο dt... και τώρα είμαι κομμάτια...

(από Vrastaman, 19/02/09)

βλ. και σπινταριστός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ενημέρωση που προσφέρουν τα περισσότερα κανάλια, ιδίως σε δελτία ειδήσεων με πολλά παραθύρια και παραθυρομουρμούρα, όπου ο ένας ξεχέζει τον άλλο μέχρι τελικής πτώσεως.

- Ευχαριστούμε που απόψε προτιμήσατε εμάς για την εναγρίωσή σας...

(από Βασίλης-7, 02/05/09)(από Βασίλης-7, 02/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αυτή, όπως και τα πρωΐ-πρωΐ, μεσημεριάτικα, απογευματιάτικα, βραδιάτικα και νυχτιάτικα, που στη Λευκάδα τουλάστιχον απαντούν και λήγουσες σε -ο αντί για το του επιρρήματος, είναι πέρα για πέρα δόκιμες, επιδέχονται, όμως μιας ιδιότυπα αδόκιμης χρήσης σε προτάσεις που δηλώνουν ενόχληση, πχ «άντε και γαμήσου ρε, πρωϊνιάτικα».

Παρ' ότι η συντακτική λειτουργία είναι αυτή του χρονικού προσδιορισμού, η νοηματική λειτουργία είναι εντελώς διαφορετική. Δεν στέλνεις κάποιον να γαμηθεί το πρωΐ, δηλώνεις ότι τον στέλνεις να γαμηθεί επειδή σου σπάει τ' αρχίδια πρωϊνιάτικα, αλλά στην τελική ούτε και αυτό, αφού και απόγευμα να ήταν, απλά θα άλλαζε η λέξη.

Η λειτουργία της λέξης στην πρόταση, τελικά, είναι απλά να δείξει τον εκνευρισμό και συμπληρώνει το μπινελίκι ή την όποια έκφραση αγανάκτησης.

Ευχαριστώ την μπαζόλα που μου σπάει τα αρχίδια στο γραφείο, που με έκανε να θέλω να τη βρίσω πρωΐ-πρωΐ και να αναρωτιέμαι πώς αποδίδεις το «ξεσκότα μου το μπούτσο πρωϊνιάτικο» στα γαλλικά.

βλέπε μήδι.

(από jesus, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση με πολύ βαρύ νόημα, και με καταβολές παλιές όσο η ανθρωπότητα. Χρησιμοποιείται όταν κάτι πάει σκατά και ειδικότερα όταν μία γκόμενα ευθύνεται που κάτι πάει σκατά. Αν δεν ήταν η Εύα θα ήμασταν ακόμα στον παράδεισο, άλλωστε!

Σήμερα χώρισα με τη γκόμενά μου επειδή ανακάλυψα ότι μου τα φόραγε εδώ και δύο μήνες, έφαγα κλήση για παρκάρισμα στην Σταδίου και έχασε και η ΑΕΚ! Α μωρή πουτάνα Εύα εσύ φταις για όλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί έκφραση υπερθετικού βαθμού του ξανά μανά. Προφέρεται ως μια λέξη και πολλές φορές εκφράζει την τσαντίλα κάποιου με τον συνομιλητή του.

Σε άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται για να εισάγει αναφορά σε θέμα που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενη φάση μιας συζήτησης, αλλά επανερχόμαστε είτε για να δώσουμε έμφαση είτε γιατί ο συνομιλητής δεν κατάλαβε.

Σε πολλές περιπτώσεις συνδυάζεται με το «μπράβο» ως εμφατικό.

  1. - Θα με παντρευτείς Μιχαλάκη μου;
    - Άντε ξαναματαπάλι η ίδια μαλακισμένη συζήτηση!

  2. ...(sic) και ξαναματαπάλι υποκλινόμενος σε αναβιβάζω σε μεγάλη γάτα, αμέσως αντελείφθεις τον ιδικόν...
    (www.filosofia.gr)

  3. Kαι θα ξανασυμβεί και πάλι και πάλι και ξαναματαπάλι ... (σε διάφορα forums)

  4. Μπράβο, μπράβο και ξαναματαπάλι μπράβο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κόπρανα του αιθέριου και μυθικού όντος της νεράιδας, σπάνια μεν, αλλά ανάλογα δε με τον κατά τόπο πληθυσμό των, χαρακτηριστικό εχόντων την φοβερή μεταστροφή της διαθέσεως του ακουσίως πατήσαντος αυτά. Ως γνωστόν η επαφή και θέα της νεράιδος προκαλεί πληθώρα έντονων και παράλογων εκδηλώσεων στους ανυποψίαστους κοινούς θνητούς («του κόπηκε η μιλιά», «του πήρε τα μυαλά» και άλλα πολλά). Δεν θα μπορούσε να μην συμβαίνει το ίδιο με τα περιττώματά της, τα οποία -μην παύοντας να είναι σκατά- έχουν έναν λόγο παραπάνω να προκαλούν αφόρητο εκνευρισμό.

- Ξέρεις, δεν θα ρθω τελικά. Δεν γουστάρω να δω κανέναν.
- Καλά τι έπαθες; Εσύ δεν μου λεγες το μεσημέρι καλή φάση να βρεθούμε όλοι μαζί...; Νεραϊδόσκατα πάτησες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified