τζιτζής, τζιτζού
Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.
Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!
Υπερβολικά φιλάρεσκη και λίγο κακόγουστη και "φτηνιάρικη" γυναίκα.
Αυτή όλη μέρα ντύνεται και στολίζεται: Πολύ τζιτζού!
Got a better definition? Add it!
Από αθάνατη διαφήμιση πάλι. Η σύγχρονη μάνα διαθέτει επί πλέον πολεμοφόδια για την επίτευξη γόρδιου δεσμού στον ομφάλιο λώρο του παιδιού της: δίπλα στα χάδια προστέθηκε και κρεμούλα. Δήθεν για το σύγκαμα, και καλά.
Αυτό βέβαια δεν ισχύει για όλες τις μάνες, γιατί τώρα πολλές έχουν ματσωθεί αρκετά ούτως ώστε να παραδίδουν τους καρπούς των σπλάχνων τους σε καμιά ξεσκατώστρα κι αυτές να σεργιανάνε στα μαγαζιά ή στα μπουζούκια, κάποιες άλλες δε, επειδή ζηλεύουν τις προαναφερθείσες, δεν πολυχαϊδεύουν τα μικρά τους γιατί αντικρίζοντάς τα νιώθουν ρε παιδί μου, ένα κάτι σαν πνίξιμο και στέρηση ελευθερίας... Και τελικά τα μαλώνουν.
Άρα υπάρχει στοργή και προδέρμ; Ή έχει γίνει είδος πολυτελείας; Χα.
- Τι έχει αυτός και νιαουρίζει σήμερα;
- Έχει τις μαύρες του και χρειάζεται στοργή και προδέρμ.
- Και συ τι κάνεις;
- Μάνα του είμαι; Πρόβλημά του.
Όπως βλέπουμε, κι οι γκόμενες δεν πάνε πίσω. Ο τέμπορα ο μόρες!
Got a better definition? Add it!
2.Επίσης το να χρησιμοποιείται μέικ απ και άλλα καλλυντικά μέσα ώστε να μη φαίνονται οι ρυτίδες και άλλες ατέλειες ενός προσώπου.
H Kαινούργιου είναι αντικειμενικά άσχημη γυναίκα. Εδώ με τόσο σπατουλάρισμα και δεν την συνεφέρνουν...(Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ένας εκκεντρικός συνήθως καλλιτέχνης ροκάς / μεταλλάς / γκοθάς κτλ. με θηλυπρεπή εμφάνιση, έντονο έως προκλητικά έντονο μακιγιάζ, προσεγμένη κόμη που πραγματικά μπορεί και να μην είναι ομοφυλόφιλος. Παραδείγματα τέτοια ο Marilyn Manson, ο Βrian Molko κ.α.
Ο πούστης με έντονη θηλυπρέπεια και μακιγιάζ στο πρόσωπο, αλλά ταυτόχρονα και αντιφατικά μεν με περίσσια μαγκιά συνήθως σε μια απέλπιδα προσπάθεια του να πείσει τους επικριτές του ότι τουλάχιστον είναι μάγκας, ντόμπρος και βαρύς στα λόγια και στις πράξεις κι ας είναι πούστης. Βρίσκεται σε διαρκή άρνηση και μη αποδοχή της ομοφυλοφιλίας του και καταλήγει να γίνεται διπλή ρόμπα και ξεφτίλα μιας και δεν καταφέρνει να πείσει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό ότι η καινοτομία που πάει να εισάγει (αυτή του μάγκα πούστη) θα του αποφέρει καρπούς / μερικούς πόντους για να ανέβει κατηγορία πάνω από τον κλασσικό πούστη. Στον Ελλαδικό χώρο καταξιωμένος πουδρόμαγκας είναι ο Ανδρέας Ευαγγελόπουλος a.k.a «Εθνικός Σταρ», trash είδωλο των 90's, που εισήγαγε την, τολμηρή ομολογουμένως, «μεγάλη Ιδέα» για την εποχή του μάγκα πούστη με πεταλουδέ μάτι(όπως τον έκραζε τότε ο ανταγωνιστής του και επίσης πουδρόμαγκας Μίστερ Μπούτιας σε μια διαμάχη που είχαν στην trash εκπομπή του Ερωτοδικείου).
Ο Εθνικός Σταρ σε πολλές εμφανίσεις του κρατούσε ένα κομπολόϊ από τα 90's μέχρι πρόσφατα. Σε μια του δήλωση είπε χαρακτηριστικά:
-«Εγώ χορεύω κορίτσι μου ζεϊμπέκικα, αυτό με εκφράζει εμένα. Είμαι βαρύς εγώ αγάπη μου κι ας φοράω πούδρα!»
Ο Λ.Λαζόπουλος σε εκπομπή του γκρέμισε το προφίλ/καινοτομία του πουδρόμαγκα πούστη ξεφτιλίζοντας δημοσίως τον εμπνευστή της μεγάλης αυτής Ιδέας και τότε μπήκε στο χρονοντούλαπο ο πρώτος και τελευταίος μεγάλος πουδρόμαγκας της εποχής μας...
-Είμαι βαρύς κι ας φοράω πούδρα. Ο πουδρόμαγκας...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καλομαθημένος. Αυτός που τον έχουν στα «όπα-όπα» και «την περνάει πούδρα» (= ζει μια ζωή με ανέσεις).
Συνήθως χρησιμοποιείται ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός για οποιονδήποτε απέχει από κάθε μορφή σκληραγώγησης.
- Απο το μισό μέτρο έπεσε ο μαλάκας και κατέληξε με 3 κατάγματα!!
- Πούδραααααας!
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χιουμοριστική επισήμανση τυρώδους μπίχλας που ενδημεί στην κάρα προσφιλούς (κατά τα λοιπά) προσώπου. Προέρχεται από την αλήστου μνήμης διαφήμιση της ογδοηκονταετίας: «Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις; Άσε, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα... Δοκίμασες το Ούλτρεξ; Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις»!
Την διαφήμιση αυτή έθαψε μέσα σε χάχανα η σάτιρα «Τηλεκανίβαλοι» (1987), όπου έλαβε χώρα η κατωτέρω στιχομυθία:
- Μπουλάς: Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιοκαρίνης: Άντε ρε, αλήθεια; (τινάζει τα κατσαρά μακριά μαλλιά του θάβεται μέχρι τον αφαλό μέσα σε χοντρές νιφάδες πιτυρίδας) ...Έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα!
- Μπουλάς: Δοκίμασες να λουστείς; (φτυαρίζοντας το σωρό πιτυρίδας) Λούσου με λούστρεξ και θα δεις!
Παρόμοια: Τυροκώμος / κωμοτύριο / στίβεις τα μαλλιά του και βγάζεις το λάδι της χρονιάς / τυρί για μακαρονάδα / κρέας / ψόφια έντομα, κλπ.
- Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιάννη με λένε κι έχω ξηροδερμία, τί να κάνω;
- Δοκίμασες να λουστείς;
- Τι λες ρε; Κάθε μέρα λούζομαι!
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...
Got a better definition? Add it!
Αθίγγανοι πωλητές ναρκωτικών στα Λιόσια χρησιμοποιούν την άνωθεν λέξη διά να σιγουρευτούν ότι το θύμα δεν έφαγε τόνγκα με το χόρτο που του πούλησαν. Περιγράφουν την πούδρα από το χασίς, το καλύτερο κομμάτι.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;
ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.
Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί:
-ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!
Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.
Got a better definition? Add it!
Από παλιά δυσφήμηση.
Αλλά έχει κολλήσει και στην καθημερινότητά μας.
Λέγεται όταν είμαστε αρκετά σίγουροι (όχι απόλυτοι) για κάτι που γνωρίζουμε ότι συγκριτικά με άλλα ομοειδή είναι πολύ ανώτερο.
Είμαστε τόσο σίγουροι που λαμβάνει χώρα αυτό το κάτι που όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες (δηλαδή αυτή η οδοντόκρεμα, «το κάτι», είναι καλύτερο από τις άλλες οδοντόκρεμες).
Όπως και η έκφραση ανώτερο και από τους κεφτέδες
Και είχα μια τρελή νύχτα με την Μαίρη - ξυλάγγουρο, ξεξυλάγγουρο ήταν ανώτερη και από τους κεφτέδες. Όλες οι άλλες είναι απλές οδοντόκρεμες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειρωνικά, το πολύ έντονο φτηνό ανδρικό άρωμα (το γυναικείο λέγεται πατσουλί / πατσουλιά), όπως ακριβώς το περιγράφει ο Βασίλης στην «Κάντιλακ» (...σπρέι με βαρύ αποσμητικό...).
Η έκφραση προέρχεται απο την ταπεινή κολώνια (κατ’ ευφημισμόν-καμία σχέση με το νερό βορείου αποικίας των Ρωμαίων), με την οποία ξεπλένουν τους μεταστάντες στο φέρετρο πριν την κηδεία, προκειμένου να μη βρωμάνε...
Χαρακτηριστικό της είναι η έλλειψη διακριτικότητας (σου’ ρχεται στη μάπα και σε πνίγει). Την φορούν συνήθως κάτι γερο-τζόβενα, που δεν ξέρουν να διαλέξουν ούτε τις καλές φίρμες, ούτε τα εύοσμα αρώματα-αποσμητικά, αλλοδαποί του ανατολικού μπλoκ (που έχουν ξωμείνει στο βουλγαρικό «ροδόνερο»), καθώς και τα 13-16χρονα έντονα μαλακιζόμενα μειράκια, που την βουτάνε από τους πατεράδες τους και «λούζονται» μ’ αυτά (αφού κανείς δεν τους είπε πως χρησιμοποιούνται).
Συνήθως ευτελούς ποιότητας με βαρύγδουπη λεζάντα (στη συσκευασία), θα τα βρεί κανείς σε πάγκους γύφτων στα γιουσουρούμια, κατάχαμα στρωμένες κουβέρτες μαύρων-Πακιστάνων, που πουλούν όλων των ειδών τα «ορίτζιναλ» κυριλέ προϊόντα σε παραδόξως χαμηλές τιμές, σε κεντρικές λεωφόρους (μέχρι το επόμενο σφύριγμα τσιλιαδόρου), παλιότερα στις βιτρίνες του υπόγειου ηλεκτρικού της Ομόνοιας, σε περίπτερα και εν γένει «στα καλάθια», όπως λέμε.
Συνώνυμα: Μπακουραμπάν, Μυρτώ, Περιπτερέξ, Πάρε-νάεις (Fahrenheit) κ.α.
Got a better definition? Add it!
Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.
Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...
- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified