Further tags

Αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος ποτέ και με τίποτα. Δεν χάνει ευκαιρία να γκρινιάξει, να κλαφτεί και να κατηγορήσει την μοίρα του για ό,τι συμβαίνει.

- Θα πάω για καφέ με τον Τάκη θα 'ρθεις; - Με αυτόν τον κλαψομούνη; Θα αρχίσει πάλι πως δεν έχει γκόμενα, λεφτά, όρεξη, πως δεν του αρέσει ο καιρός, η δουλειά του, ο καφές και ο κόσμος στην καφετέρια! Άσε προτιμώ να κάτσω μόνος μου καλύτερα.

(από Khan, 05/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία ορμόνη η οποία εκκρίνεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προκαλεί σύνδρομο ακατάπαυστης ομιλίας μετά γκρίνιας και ποικίλων σχολίων. Επιστήμονες πιστεύουν ότι αν βρεθεί τρόπος περιορισμού της μουρμουρόνης, ο μέσος όρος ζωής των ανδρών θα αυξηθεί άμεσα κατά 15-20 χρόνια.

Αμάν ρε Τασία, πάλι μουρμουρόνη τρέχει στο αίμα σου;;; άσε τη γκρίνια να φάω σαν άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας ο χτυπημένος από τη ζωή και τις κακουχίες της που παίζει μπουζούκι για να παρηγορηθεί.

Ο όρος έχει βγεί από τον μεγάλο ηθοποιό του έθνους Νίκο Ξανθόπουλο, από την ομώνυμη ταινία Γιακουμής - μια Ρωμαίικη καρδιά.

Συνήθως χρησιμοποιείται για αυτούς οι οποίοι κλαίγονται συνεχώς για την πάρτη τους, με απώτερο σκοπό να τους λυπηθείς και να τους καβατζώσεις (κυρίως οικονομικά). Συνηθίζεται η έναρξη της κλάψας να γίνεται με την λέξη: «Μάνααα...», αφού συνήθως κλαίγονται στη μάνα τους για λύπηση και χαρτζιλίκι.

Υπάρχει φυσικά και η δεύτερη και σημαντικότερη χρήση, η οποία αναφέρεται σε υπερβολικά πλούσια ή νεόπλουτα άτομα, με απαραίτητη προϋπόθεση την κατοχή σκάφους ως μουνοπαγίδα. Συνήθως κυκλοφορούν με πουλοβεράκι στους ώμους και σορτσάκι Nautica και κόβουν βόλτες στις μαρίνες σε ακτίνα κοντινή στο σκάφος. Μιλάνε στο κινητό μεγαλόφωνα και κανονίζουνε το επόμενο μπακουροπάρτυ στο σκάφος. (Ο Γιακουμής της ταινίας κοιμότανε σε βάρκα και όλο το story έπαιζε γύρω από αυτό).

Η χρήση αυτή του όρου γίνεται με εντελώς αντίστροφη λογική από αυτήν του αγαπητού παιδιού του λαού! Σε αντίθεση με τον Ξανθόπουλο - που ήταν χαμάλης στο καρνάγιο - τα άτομα αυτά συνήθως δεν δουλεύουν.

  1. Τάσος: - Ρε συ Πάμπο, πού να σου λέω τι έπαθα... Πάνω που ερχόμουνα με πιάνει λάστιχο, παίρνω λεωφορείο και μου κλέβουνε το πορτοφόλι, με πιάνει εισπράκτορας και τρώω πρόστιμο, το κινητό δεν έχει μονάδες και δεν έχω και τηλεκάρτα! Έχεις κάνα ψιλό για δανεικά; και θα στα φέρω αύριο...
    Πάμπος: - Πού 'σαι Γιακουμή; Το μπουζουκάκι σου και σ' άλλη παραλία...

  2. - Μαλάκα, τι σκάφος είναι αυτό που έχει το πουρέιντζερ;;;;
    - Ναι, ναι... Γιακουμής ο δικός σου...!

(από GATZMAN, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο φειδωλό, που αρνείται να ξοδέψει χρήματα για να αποκτήσει κάτι, ακόμα κι αν αυτό είναι πολύ φτηνό. Δαπανά χρήματα μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ποτέ δε χάνει την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι όταν του προσφέρεται δωρεάν.

-Ρε Μιχάλη, γιατί να πάρεις αυτό το κοστούμι με 900 ευρώ, όταν έχουν αύτά τα 2 προσφορά και δίνουν και 1 δώρο μόνο με 30 ευρώ!
-Και τι είμαι εγώ ρε, τσικιρικιτζής σαν εσένα;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρωδία του ψευδώνυμου «Κώστας Μύρης» του κριτικού τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το «Μύρης» προέρχεται από ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για έφηβο μυρωμένο με μύρα, το οποίο έχει πολλούς συμβολισμούς. Πάντως το ψευδώνυμο του γνωστού θεατροκριτικού παραφράζεται σλανγκικώς σε «καλομύρη» ή «κακομύρη», ανάλογα με τα γούστα του καθενός, αν του αρέσει η όχι το ιδιάζον ύφος του εν λόγω κριτικού.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον του όρου είναι ότι με αφορμή τον Μύρη, ο όρος κακομύρης κατέληξε να χαρακτηρίζει όλους τους κριτικούς σινεμά και θεάτρου και γενικά δημοσιογράφους, οι οποίοι κακομυ(οι)ριάζουν, από την υπερβολική κουλτούρα τους μιζερεύουν και θάβουν ανελέητα και υπερβολικά τα έργα που μας αρέσουν, ενώ χρησιμοποιούν την εξεζητημένη εκφραστική τους δεινότητα για να επιτίθενται ανελέητα σε πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή για έναν γνωστό τύπο κριτικού που συνηθίζεται στην Ελλάδα. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί και για κάθε κριτικό του κώλου.

Ο όρος «καλομύρης» τώρα. Τακτική του Μύρη ήταν ότι, αφού καθιερώθηκε γράφοντας πολύ δριμείες και αυστηρές κριτικές, στην ωριμότητά του άρχισε τα γλυκόλογα και τις γεροντοκαψούρες. Και ιδίως προς θεατρικά έργα συγκεκριμένων σκηνοθετών (λ.χ. για τον Ευαγγελάτο τον έχουν χτυπήσει πολύ). Οπότε ο όρος «καλομύρης», με αφορμή μόνο τον Μύρη, αναφέρεται σε κριτικούς που επαινούν υπερβολικά. Μια ιδιαίτερη εκδοχή είναι οι κουλτουριάρηδες κριτικοί που επαινούν και έργα της ποπ κουλτούρας για να το παίξουν υπεράνω και άνετοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έπαινοι ορισμένων κριτικών για την ερμηνεία της Καλομοίρας στο Ηρώδειο, όπου προσκλήθηκε από τον φίλο του Μύρη, Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε ο όρος «καλομύρης» ήρθε κι έδεσε με την Καλομοίρα. Προς τιμήν πάντως του Σαββόπουλου, είπε μια υπέροχη ατάκα: «Είδατε; Εμένα μου πήρε σαράντα χρόνια να με δεχτούν στο Ηρώδειο, ενώ της Καλομοίρας της πήρε λίγους μήνες»...

- Πάμε να δούμε το «Ο Χάρρυ Πόττερυ και το πήλινο δοχείο νυκτός»;
- Α πα πα! Τό 'θαψε ο κριτικός του Βήματος!
- Άσε μας μωρέ με τον Κακομύρη! Για να τό 'θαψε αυτός, πάει να πει πως είναι καλή η ταινία!

Ο Κώστας Μύρης, "καλομύρης" ή "κακομύρης", ανάλογα με τα γούστα σας... (από Hank, 10/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικαιολογία του κώλου, όταν θέλουμε να αποφύγουμε τις εξηγήσεις, η απλά θέλουμε να βγάλουμε γέλιο. Κάτι σαν το Άντε γαμηθείτε μαντάμ!. Η ατάκα από γνωστή διαφήμιση κάποιου 118-ογδόντατόσο, όπου ένας τύπος σε στύλ Γιακουμής, σαν άλλος Νίκος Ξανθόπουλος, μιλάει με Γιακουμίστικο ύφος και πάντα βρίσκει τρόπο να πετάξει την ατάκα για τη φουκαριάρα τη μάνα του. Τρελό γέλιο.

(Μεταξύ φίλων)
- Καλά ρε μαλάκα 5 η ώρα μαζεύτηκες εχθές πάλι; Πότε θα σοβαρευτείς;
- Δεν το 'κανα για μένα ρε Σταύρο...
- Για ποιόν τό 'κανες ρε νούμερο;
- Για τη φουκαριάρα τη μάνα μου το 'κανα να μη με δεί πιωμένο και στενοχωρηθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Λάκη Λαζόπουλου από τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Το έλεγε ως χορεύτρια.

Γενικά το λένε χορεύτριες, αλλά και ο οποιοσδήποτε κλαψομούνης, για οποιαδήποτε δυσκολία- αναποδιά.

Όταν το λέει χορεύτρια, η απάντηση στο «τι τραβάμε» είναι εύκολη.

  1. -Δύσκολοι καιροί για επενδυτές! Άτυχη η γενιά μας ! Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!

  2. -Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες μ' αυτήν την γενιά!
    -Θα σού 'λεγα τι τραβάτε, αλλά έχε χάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέμε για δύο άτομα ότι «κάνουν σαν τους δυο γέρους στο μάπετ σόου», παρομοιάζοντάς τους δηλαδή με τους δύο γνωστούς παππούδες του γνωστού σόου, σε μία ή και τις δύο από τις παρακάτω περιπτώσεις:

  1. Τα έχουν βρει τέλεια μεταξύ τους, θαυμάζουν ο ένας τον άλλο, κάνουν τέλεια παρέα μεταξύ τους, αλλά ΜΟΝΟ μεταξύ τους, είναι δηλαδή περιθωριακοί. Λένε φοβερά αστεία, αλλά που τα καταλαβαίνουν μόνο οι ίδιοι, δηλαδή inside jokes.

  2. Θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα ή μάλλον την υποχρέωση να κρίνουν τους πάντες και τα πάντα. Λειτουργούν ως αυτόκλητη κριτική επιτροπή. Επειδή είναι επαΐοντες επί παντός επιστητού.

Να μην συγχέεται με το μάπετ σόου.

Από τα σχόλια στο λήμμα: πρέκια (Μιλάμε για 2η έννοια εδώ).

Mes: Κάτι δεν πάει καλά. «Θα σου γαμήσω τα πρέκια» θα πει «θα σου γαμήσω τους όρχεις»;

GATZMAN: Ναι mes. Καλά το παρατήρησες.Τι παίζει άραγε;

Ironick: φοβερό! όλα τα λεφτά! καλά και σεις οι δύο πια... σαν τους παππούδες του μάπετ σόου... δεν παίζεστε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά της φυλής μας, είναι η γκρίνια και η μουρτζουφλοσύνη. Γενικά παρότι ζούμε σε έναν παράδεισο (για το κλίμα λέω), είμαστε λίγο στραβοί.

Κάποιοι αυτό το χαρακτηριστικό το βρίσκουν αντιεπαγγελματικό, αντιτουριστικό κλπ. Αλλά έχει και την ομορφιά του. Στο κλίμα αυτής της μουρτζουφλοσύνης, εντάσσεται και η παραπάνω έκφραση. Δηλαδή, είμαστε λίγο τσατισμένοι, και πριν (ή κατά την διάρκεια) από τα μπινελίκια, κολλάμε το «...μέρες που 'ναι...». Και δεν θα ήταν σλανγκ, αν λεγόταν μόνο το δεκαπενταύγουστο, ή το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Έλα όμως που το κολλάμε και κάτι τσαγκαροδευτέρες...

- Ρε Μάστρο-Νίκο, θα βγεις να ρίξεις μια ματιά στο αυτοκίνητο
- Χθες στο παρέδωσα και ήταν ΟΚ!!
- Κάτι ακούγεται από τη μηχανή.
- (μουρμουρίζοντας) Θα μου ζαλίσεις τ' αρχίδια ρε μπινέ, μέρες που ναι...

- Έλα Γιώργο, έφυγε η παραγγελία για Καρδίτσα;
- Το 'παμε και χθες Μαράκι. Με κούριερ.
- Γαμώτη, κι ήθελα να προσθέσεις κάτι φλάντζες για το Κασκάϊ.
- Σου είχα πει να περιμένεις, αλλά δεν ήθελες. - Ναι, αλλά μέρες που 'ναι, παρασύρθηκα η χριστιανή (το Μαράκι είναι τόσο τριβίδι, που δουλεύει μηχανικάτζα σε συνεργείο αυτοκινήτων).
-Δεν μου λες, τι μέρες είναι ρε Μαράκι; - Δύσκολες.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλαψομουνιά. Το λέμε παραπονούμενοι που μας άφησαν απ' έξω λες και έχουμε κάτι το διαφορετικό από τους άλλους. Σημαίνει πως όσο και να δείχνουμε αλλιώτικοι, αξίζουμε ίση μεταχείριση καθότι μάνα μας έχει γεννήσει όλους.

Δεν είναι τυχαίο ότι την κλαψομουνιά αυτή την έκανε τραγούδι ο Καζαντζό.

Το λέμε όμως και όταν λυπόμαστε κάποιον άλλον που υφίσταται τον αποκλεισμό μιας παρέας, ομάδας, κλίκας, κλπ.

Προσοχή: η έκφραση είναι συγγενής του σε πηγάδι κατούρησα;, έχει τον κώλο πίσω; κλπ και δεν έχει καμία σχέση με το μία μάνα τους έχει γεννήσει, όπου μιλάμε για την ίδια και καλά μάνα.

  1. thelo kai ego ena iphone....kai mena mana me gennise...!!!!!!
    (από το δίχτυ)

  2. Βρε παιδιά, γιατί δεν τον κάνετε παρέα τον Σάκη, μάνα τον γέννησε και αυτόν...

(από ironick, 25/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified