Further tags

Παλαίμαχος κροάτης φορ ο οποίος μύριζε το γκολ. Χαρακτηρίζει μια κατηγορία γυναικών με ανάλογες ικανότητες. Φαινομενικά δεν τις παίρνει ούτε ο χάρος και είναι ποιο άσχημες απ' το χρέος αλλά πάντα τα κουτσοβολεύουν. Συναντιώνται σε διάφορα bar μετά τις 4 το βράδυ και έχουν ως έμφυτο ταλέντο να μυρίζονται ποιοι άντρες έχουν πιεί αρκετά ώστε να μην καταλαβαίνουν με τι έχουν να κάνουν και το κυριότερο τι παν να κάνουν, αλλά το αλκοόλ δεν τους έχει φτάσει ακόμα στο σημείο που η στύση γι' αυτους θα ήταν κάτι ακατόρθωτο. Φέρονται δε ως η κύρια αιτία των τραγικών/αλησμόνητων αντρικών πρωινών ξυπνημάτων.

- Τι έπαθες ρε μαλάκα γιατι είσαι άσπρος;
- Άσε ρε μαλάκα βγήκα χθες και ήπια και το πρωί ξύπνησα μ' ένα Σούκερ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσομοίωση σεξουαλικής πράξης. Ο κουμπαράς παρομοιάζεται με αιδοίο λόγω της σχισμής, όπου μπαίνουν τα κέρματα.

- Πρέπει να κάνω αποταμίευση γιατί περνάω δύσκολα. Πρέπει να βάλω τη δραχμή στον κουμπαρά της Κικίτσας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικά, ο πρωκτός είναι η απόληξης του εντέρου. Αυτός λοιπόν που βάλει τον πρωκτόν, με το πέος, του ονομάζεται εντερογάμης. Χρησιμοποιείται, όμως, υποτιμητικά και χλευαστικά γι’ αυτόν που καυχιέται συνέχεια ότι τις πηδάει όλες από τον κώλο.

-Μάγκες, πολύ εύκολη ήταν η Όλγα, την πήρα και αυτήν από πίσω όπως όλες τις υπόλοιπες!
-Άσε μας ρε Θωμά, μαλάκα, εντερογάμη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κάρφωμα ή ξεκώλιασμα ωραίου και νεαρού μουνέτου, συνήθως ενός φιλέ μινιόν, καθ' όλα λεπτεπίλεπτου πιπινιού.

  2. Επίσης η ακατανόμαστη πράξη αυτή καθεαυτή. Ακόμα και το αντικείμενο του πόθου.

  1. Πω-πω για σουβλάκι που είναι αυτό το πιπίνι...

  2. Πέρασε ένα σουβλάκι πριν από λίγο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χώρος του μπίχτινγκ, σπορ κατά το οποίο απαιτείται υλικοτεχνικός εξοπλισμός, λίγα φράγκα και άφθονος χρόνος.

Τα εργαλεία που χρειάζονται συνήθως είναι

  • ντύσιμο ιταλικής προέλευσης,
  • 2λιτρο υπερτροφοδοτούμενο γερμανικής κατασκευής, και
  • ιδιωτικός χώρος για να μπει το χειρουργικό τραπέζι.

    Κύριοι στόχοι είναι νεανίδες από τον χώρο του μόντελινγκ, tραγουδιστριάκια, wannabe ηθοποιοί, χορεύτριες κ.ο.κ., καθώς επίσης και noname μουνάκια, αρκεί να έχουν σασί διαστημικό.

Οι μαιτρ του είδους καταφέρνουν να πλήξουν στρατηγικούς στόχους με ελάχιστα μέσα.

- Χτες πήγα εκείνο το μοντελάκι που σου έλεγα στο σπίτι και το χειρούργησα.
- Άξιος! Άξιος! Άρχοντα του μπίχτινγκ!

Παραπονιέται, ότι αυτός που τραβιολογιέται, της κάνει νερά και 'γω της είπα «άμα δεν γουστάρεις τέτοια, να μην ψωνίζεις από τον χώρο του μπίχτινγκ».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του τσιμπουκόστομα, κυρίως χρησιμοποιείται ως βρισιά, προκειμένου να υποχρεώσουμε τον υβριζόμενο αντίπαλο στη σιωπή, αφού θεωρείται ότι το στόμα του έχει ως μοναδική χρηστική αξία το να παίρνει πίπες, οπότε δεν θα πρέπει να το χρησιμοποιεί επιπλέον και για να μιλάει/ εκφέρει τη γνώμη του/ πιάνει σε αυτό πράγματα και πρόσωπα που τον υπερβαίνουν και τα λερώνει αναφέροντάς τα λεκτικώς κ.ο.κ. Μικρή διαφορά από το απλό τσιμπουκόστομα είναι ότι το πουτανόστομα παίρνει πίπες επί πληρωμή, οπότε είναι ακόμη μεγαλύτερη ξευτίλα.

  1. Καλα να παθεις κωλομπουτσουρα να γαμας ολα οσα σου συμβαινουν κωλοαπογονε του χιτλερ που τροει χουμους και ψοφαει απο βαλλιστικη επιθεση κωλοκαριολη παλιολεσβια πούστη σαμαρα ο κασιδιαρης σας γαμαει μεσα στο σπτι σου γαμο το κωλοκερατο της πουτάνας και του πουστη που σε γαμησε ανθρωπο και μαλακισμενο κατασκευασμα φατη στον κωλο σου μπασταρδοποιημενο ανανδρο τσογλανι πολιτικος φτωχος ξυλο απελεκητο καριολη κωλοπαιδι κωλογιδοβοσκε κερατα γαμωπουστα που πιανεις στο πουτανοστομα σου τις ανακριτριες τσογλαναραιε της κορινθιας αλβανομεταναστη βλακα τωρα στη φυλακη ευχομαι να μπεις μαλακισμενο σκατοτσογλανακι κωλοπαιδο (Το βρισίδι συνεχίζεται αρκετά ακόμη εδώ).
  2. re shiloputane an me ksana piasis mes t putanostoma sou pou mono pipes kseri na kami kales ena s spasw tha s aniksw ti kele s orkizume s to tha se skotosw (Από Ασκ, μάλλον για κυπριακό ιδίωμα πρόκειται).
  3. Που να τα βγάλεις πέρα με το πουτανόστομα τους! Και πάλι οι γυναίκες από πάνω! (Σχέσεις).

Σπανιότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε σαδομαζοχιστικές φαντασιώσεις με θετικό πρόσημο, ή, μάλλον, με αρνητικό πρόσημο με την κα(υ)λή έννοια, για να περιγράψει κάπως πιο κυριολεκτικά κάποιον που όντως έχει διαπρέψει στην πεολειχία.

  1. Η Καίτη με έπιασε από το αυτί και με έφερε μπροστά στα δύο πέη αναγκάζοντάς με να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής το ένα. - Έλα καριόλα! Άνοιξε το πουτανόστομα σου να πιπώσεις το γαμιά μου! Είπε επιτακτικά η Καίτη. (Από κίνκι μπλογοτέχνημα).
  2. -Και τώρα οι δυο μας βρωμότσουλο! Άνοιξε το χυμένο σου πουτανόστομα και άρχισε να μιλάς. Κλαίγοντας με λυγμούς , άρχισα να διηγούμαι την ιστορία μου. Όλα ξεκίνησαν όταν γνώρισα την Κυρία Βάνα η οποία μετακόμισε στο διπλανό διαμέρισμα όπου κατοικούσα ως φοιτητής. Φυσικά η Κυρία Βάνα ήταν μια Γυναίκα που δεν μπορούσε να αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. (Από μπλογοτέχνημα που χρησιμοποιεί την αφηγηματική τεχνική in media res).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified