Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Ειδικότερα, άτομο μιας κάποιας ηλικίας που γουστάρει να πηδάει νεαρά αγόρια.

Τέτοιοι τύποι ασφαλώς και δεν ήταν άγνωστοι στους κλασικούς χρόνους (βλ. παράδειγμα 1). Ίσως και γι' αυτό οι συνδηλώσεις της λέξης δεν είναι απολύτως αρνητικές (βλ. παράδειγμα 2). Βασικά, ο Έλληνας δυσκολεύεται να αποφασίσει αν ο κολομπαράς είναι μερακλής ή απλώς πούστης. Σε ορισμένες χρήσεις, το κολομπαριλίκι αναφέρεται ως επιβεβαίωση ανδρισμού και περικλείει και μια αίσθηση απειλής (βλ. παράδειγμα 3). Περιορισμένη χρήση της λέξης γίνεται και από την γκέι κοινότητα, ως μια πιο αυθάδης εκδοχή του τοπ (βλ. παράδειγμα 4). Η λέξη χρησιμοποιείται και μη κυριολεκτικά ως βρισιά παντός καιρού και έτσι σημαίνει: αλήτης, κωλοπαίδι, τεμπέλης, ξεδιάντροπος (βλ. παράδειγμα 5).

Μια σημείωση για την προέλευση της λέξης. Η ετυμολογία από το κώλος + μπάρα μπορεί να είναι προφανής, μπορεί να είναι ευρηματική, αλλά είναι και λάθος. Η λέξη προέρχεται από το τούρκικο kulampara= ομοφυλόφιλος, παιδεραστής το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το πέρσικο gulampare, μια παλιά ποιητική λέξη που σημαίνει αυτός-που-αγαπάει-αγόρια. Με δεδομένη αυτή την ετυμολογία, η σωστή γραφή είναι κολομπαράς, με -ο- και όχι με -ω-, στη βάση του κανόνα ότι η μετεγγραφή ξένων λέξεων γίνεται με τον απλούστερο τρόπο. Παρόλ' αυτά, γράφεται πολύ και κωλομπαράς.

Σχετικά λήμματα: κωλομπαράς, κωλόμπα, βερς, αγριόπουστας.

  1. Ο ποιητής Τυρταίος, κωλομπαράς σπουδαίος πήγε εις τον Σόλων, με όρθιον τον ψώλον
    «Σόλων Σόλων, πώς τον θες, μισόν η όλον;»
    Κι απήντησε ο Σόλων, σοφότερος εξ όλων:
    «Τυρταίε, μη φείδου ψώλον, έλα και χώστον όλον!» (μαθητική ρίμα)

  2. Active gay men (κωλομπαράδες) are much more tolerated (and at times respected) than passive gay men (κίναιδοι, πούστηδες, πουστάκια). (από μελέτη της ΕΕ για την ομοφοβία και τις διακρίσεις κατά των ΛΟΑΤ στην Ελλάδα, Φεβρουάριος 2007)

  3. Πιάσανε προχ8ές καμιά 100στη μπάσταρδους, αν μπαγλαρόνανε και αυτούς τους 200 που κάνανε διαμαρτυρία έξω από τα δικαστήρια, τότε θάχανε στο μπαλαούρο όλους τους γνωστούς-άγνωστους. Αν, λέω αν, τους κάνανε να ξεράσουν το γάλα πού ήπιαν απο την μαμά του, τους χρέωναν τις ζημιές, ρίχνανε και μεσα στη φυλακή για συγρατούμενους καμια-δυο ντουζίνες κολομπαράδες -με τα γνωστά επακόλουθα- τότε θα σου έλεγα εγώ αν για μια 10ετία κουνιόταν φύλο. (από συζήτηση σε forum στο www.insomnia.g με θέμα Ε.Λ.Α.Σ. Τα ...ρεζιλίκια σου !!!!)

  4. Γράφω ότι είμαι Τοπ 100%, και μπήχτης και κολομπαράς γιατί απλά θέλω να πείσω τον εαυτό μου ότι έτσι δεν είμαι τελείως «ανώμαλος», γιατί απλά δεν έχω τα κότσια να δοκιμάσω κάτι (που σιγά το πράγμα δηλαδή), γιατί έτσι θα γλυκαθώ και θα μ' αρέσει. (από το www.e-gay.gr)

  5. Εμένα αυτό που μου τη δίνει είναι που επαγγέλματα όπως στο προκείμενο αυτό του καθηγητή πληρώνονται βαριά-βαριά 1000 ευρώ με αντίξοες συνθήκες εργασίας, και κάτι άλλα κωλοεπαγγέλματα που τα κάνουν κάτι άχρηστοι κωλομπαράδες τεμπελχανάδες που ποτέ στην ζωή τους δεν άνοιξαν βιβλίο βγάζουν πάνω από χιλιάρικο και βάλε κάνοντας τί; Σε κλαμπ και σε μπαράκια και το παίζουν και μάγκες κιόλας. (από donemo.blogspot.com)

Fudgepacker στα αγγλικά. (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Μπάμπης μας πληροφορεί ότι η πουτάνα ετυμολογείται εκ του λατινικού putidus, τουτέστιν: σάπιος, ρυπαρός και δύσοσμος.

Πριν όμως οι Λατίνοι ανακαλύψουν τις μαράκες, στα μέρη μας η εταίρα Φρύνη προσέφερε δωρεάν φραπέ στο Διογένη επειδή θαύμαζε το μυαλό του, η δε ιερόδουλη Διοτίμα έδινε τον απόλυτο ορισμό του έρωτα στο κάθε άλλο παρά πλατωνικό Συμπόσιο.

Βρωμιάρες λοιπόν ή καθαρές, αγαπάμε πουτανίτσες και ξέρουμε και να τις στολίζουμε:

  1. αδερφή του ελέους
  2. αδήλωτη
  3. ακουσμένη
  4. ακριβοπουτάνα
  5. αλανιάρα
  6. αλητόμουνο
  7. αμαρτωλή
  8. αμαρτωλό
  9. ἀνασεισίφαλλος
  10. απ’ αυτές
  11. αρτίστα
  12. αρχιπουτάνα
  13. αρχιπουτανάρα
  14. αρχιπούτανος
  15. ατιμασμένη
  16. αὐλητρὶς
  17. αχλαδομουνοπατσαβούρα
  18. βακέττα
  19. βιζιτού
  20. γεβεντισμένη
  21. γελασμένη
  22. γιαουρτομούνα
  23. γκαζοχωρίτισσα
  24. γκομενοφάση
  25. γκουφουέ
  26. γκοντώστρα
  27. γυναίκα της περιπατητικής σχολής
  28. γυναίκα του δρόμου
  29. γυναίκα του ημίκοσμου
  30. δηλωμένη
  31. δημόσια
  32. δημόσιο
  33. διαβολογητεύτρα
  34. δρομάς
  35. εκδιδόμενη
  36. ελευθεριάζουσα
  37. ελευθέρων ηθών
  38. επαγγελματίας
  39. επιλήψιμου διαγωγής
  40. έπιπλο
  41. e-πούτανος
  42. εργαζόμουνα
  43. έσκορτ
  44. εσκορτίδιο
  45. εταίρα
  46. ζιγκολέτ
  47. η Άντα που κάνει τα πάντα
  48. η Λόλα που τα κάνει όλα
  49. ημιπαρθένος
  50. Θαΐς
  51. ιερόδουλος
  52. ἱπποπόρνος
  53. καθαρή
  54. καλοπλυμένη
  55. καλντεριμιτζού
  56. καλντερίμω
  57. καλτάκα
  58. καμπαρετζού
  59. καρακαλτάκα
  60. καρακαχπές
  61. καραμουτζού
  62. καραμπιτσαριώ
  63. καραπουτάνα
  64. καραπουτανάρα
  65. καραπουταναριό
  66. καραπούτανος
  67. καραρουσπού
  68. καριόλα
  69. καριολάϊν
  70. καριολίνα
  71. καριολοτσιμπουκογλείφτρα
  72. κασαλβάς
  73. κασσωρίς
  74. καταπιοσπερμιόλα
  75. καχπές
  76. κικαρού
  77. κοινή
  78. κοκότα
  79. κομμώτρια
  80. κοντοπούτανος
  81. κορίτσι
  82. κορίτσι της χαράς
  83. κορίτσι για σπίτι
  84. κότα
  85. κουβεντιασμένη
  86. κουνίστρα
  87. κουρκουλετζού
  88. κουρτεζάνα
  89. κόφα
  90. κούρβα
  91. κουφάλα
  92. κρυφή
  93. κρυφοπουτάνα
  94. κρυφοπούτανος
  95. κυρία Καριολίδου
  96. κωλοκουνίστρα
  97. κωλοπετσωμένη
  98. Λαΐς
  99. Λάουρα
  100. λεγάμενη
  101. λεγόμενη
  102. λεωφόρος
  103. λικνιτζού
  104. λινάτσα
  105. λουλούδα
  106. Λυδία
  107. Μαγδαληνή
  108. μαντενούδα
  109. μαντετούτα
  110. μαντινούδα
  111. μαντιτούτα
  112. μαντονέτα
  113. μεγαλοκυρά
  114. μεσσαλίνα
  115. μετρέσα
  116. μιαμόρ
  117. μιξοπαρθένα
  118. μισοπαρθένα
  119. μισότριβη
  120. μοντέλο
  121. μορόζα
  122. μουνόσκυλο
  123. νανά
  124. νίτσα
  125. ντάνα
  126. ντροπιασμένη
  127. νυχτολουλούδα
  128. νυχτοπόρτισα
  129. ξεβγαλμένη
  130. ξεκωλιάρα
  131. ξέκωλο
  132. ξεκωλοπουτανόμουνο
  133. ξελόντζα
  134. ξεμπούρδελο
  135. ξεπατωμένη
  136. ξεσκισμένη
  137. ξετσίπωτη
  138. ξεψώλι
  139. όργανο ηδονής
  140. παλιογύναικο
  141. παλιοθήλυκο
  142. παλιοκόριτσο
  143. παλιοσκρόφα
  144. παλλακίδα
  145. παλλακίς
  146. πάνδημος
  147. παξιμάδα
  148. παξιμαδοκλέφτρα
  149. παπαδοξηλώτρα
  150. παξιμάδω
  151. παραστρατημένη
  152. παρδαλή
  153. πασιπόρνη
  154. παστρικιά
  155. πατσαβούρα
  156. πεταλούδα
  157. πεταλούδα της νύχτας
  158. πηδιόλα
  159. πινεζοπούτανο
  160. πλανεμένη
  161. πλύμα
  162. πολιτική
  163. πολιτικιά
  164. πομπεμένη
  165. πόπη
  166. πόρνη
  167. πόρνη πολυτελείας
  168. πορνίδιο
  169. ποττάνα
  170. πουλημένη
  171. πουσουέ
  172. πουτανάκι
  173. πουταναριό
  174. πουτανέλι
  175. πουτανίδιον
  176. πουτανικός
  177. πουτανίτσα
  178. πουτάννα
  179. πουτανοθήλυκο
  180. πουτανοθήλυκο του ανέμου
  181. πούτανος
  182. πουτανογκαβλιάρα
  183. πουτανόθρεμμα
  184. πουτολένη
  185. πουτσαρπάχτρα
  186. πουτσοπόρνη
  187. πουττάνα
  188. putz Frau
  189. πτωχελένη
  190. πωροπούτανο
  191. ρουσπού
  192. ρουφιάνα
  193. σιφιλιάρα
  194. σκεύος ηδονής
  195. σκρόφα
  196. σκύλα
  197. σκύλλη
  198. σοκακού
  199. σουρλουλού
  200. σουρτούκω
  201. σπιτικιά
  202. σπιτωμένη
  203. συνοδός
  204. τάνα
  205. την έχει καπατμά
  206. της αρέσουν τα ξινά
  207. του γλυκού νερού
  208. του δρόμου
  209. τουρίστρια
  210. τραμπαλέτα
  211. τροτέζα
  212. τρύπερ
  213. τσαπερδόνα
  214. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα
  215. τσούλα
  216. τσουλάκι
  217. τσουλί
  218. φακλάνα
  219. φθηνή γυναίκα
  220. φραπεδιάρα
  221. Φρύνη
  222. φτηνή πουτάνα
  223. φτηνοπουτάνα
  224. χαζοπουτάνα
  225. χαμαιτύπη
  226. χαμούρα
  227. χανιώλα
  228. χαλκιδῖτις
  229. χαρχάλα
  230. χορεύτρια
  231. χορηγούμενη
  232. χωνί
  233. ψυχικάρα
  234. ψυχοπουτάνα
  235. ψωλαρπάχτρα
  236. ψωλομαζεύτρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε συνέχεια της προσπάθειάς μας να ορίσουμε το κωλαράκι, επεκτεινόμαστε τώρα και στο κωλάκι. Πρόκειται για άλλο ένα υποκοριστικό του κώλος (νταξ το κωλαράκι θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως υποκοριστικό του κωλάρα, μα μην το κοσκινίζουμε πολύ). Αλλά:

  1. Στην κυριολεκτική του σημασία, ήτοι ζουμερός, πεταχτός, σφριγηλός, τουρλωτός κ.τ.ό. πρωκτίσκος είναι πολύ πολύ πιο σπάνιο από το συνώνυμο κωλαράκι, όπως φαίνεται κι από μια βόλτα στον γούγλη. Λέγεται πάντως και αποτελεί την κυρίως σημασία του όρου. Συνήθως στον πληθυντικό κωλάκια και ως αντικείμενο ρημάτων γαμεύσεως σημαντικών όπως τα (ξε)σκίζω, σφαλιαρίζω κ.τ.ό. Για άλλα υποκοριστικά βλ. κωλί, κωλίτσα, κωλίδι.

  2. Αντιθέτως προς το κωλαράκι, χρησιμοποιείται επίσης και μεταφορικώς ως χαρακτηρισμός προσώπου. Σύσσλανγκος είχε προσφυώς ορίσει ότι η κατάσταση κώλος είναι η κατάσταση που είναι εντελώς τελείως μουνί. Μπορούμε να πούμε παρομοίως ότι κωλάκι είναι το άτομο που είναι εντελώς τελείως μουνάκι. Πρόκειται δηλαδή για κάποιον που η καθ' υπερβολήν κυριολεκτική ή μεταφορική πρωκτογάμευσις ή πρωκτολειχία τον έχει καταστήσει μουνάκι με την κακή έννοια, πούστη με τη σεξιστική έννοια, δηλαδή γατάκι, πονηρό, ύπουλο, εκθηλυμένο, αναξιόπιστο πλην αξιόπουστο, ανάξιο λόγου, μηδαμινό κ.ά.

  3. Ελεμένταρι το ότι όπως ακριβώς και το κωλαράκι, το κωλάκι μπορεί να σημάνει συνεκδοχικώς όλη την εύκωλη γκόμενα ή γκόμενο.

1.α. Γιατί ξέρει ότι όταν θα γίνει η Μilan, πχ, το πιθανότερο είναι να γαμήσει κωλάκια στο ΤσουΛου.

β. Δώστε του ενα γαμάτο μηχανάκι να σκίσει μερικά κωλάκια!!

γ. Μπρος, συνέλληνες, πάρτε τις παντόφλες κι αρχίστε να μελανιάζετε φεμινιστικά κωλάκια.

2.α. Πώς γίνεται κύριε Ράμφο όντας χριστιανός να είσαι και με το Μνημόνιο; Ή βγαίνει το άλλο το κωλάκι στο Σκάι και λέει «αναγκαστικά, πρέπει να τα πληρώσουμε». Να τα πληρώσουμε από πού ρε μαν; Αφού δεν υπάρχει μία. Πλήρωσέ τα εσύ που τα 'χεις. Και τα βγάζεις τόσα χρόνια ξύνοντας τα παπάρια σου και γράφοντας βιβλία κύριε Τσιτσόπουλε Τσατσόπουλε Τσουτσόπουλε. (Τοποθέτηση των Χατζηφραγκέτα για την κρίση εδώ).

β. μην υποβάλλετε τον εαυτό σας σε τέτοια ασχήμια...πρέπει να ζήσουμε πολλά χρόνια, μη μας θάψουν τα κωλάκια αυτού του κόσμου. (Από το Τουίτερ).

γ. Ολυμπιακό δεν σχολιάζω, αφού είναι ΤΟΣΟ κωλάκια πια.

δ. Κωλάκια σχιστομάτηδες!

ε. Αμερικανοκίνητα κωλάκια πουτανάκια του Νιξον. (Σχόλιο στο συσιφόνι σε έκθεση του Πατακού για το πώς προσέφερε αστακομακαρονάδες στους Αμερικανούς, ενώ οι κρατούμενοι στη Γυάρο «ας πέφτανε στη θάλασσα να κολυμπήσουν να πιάνουν αστακούς μόνοι τους»)

  1. Θα φέρω και δυο τρία κωλάκια για χαβαλέ. (Από σόσιαλ μήντια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πλέον έχει ξεπεράσει προ πολλού τα σεξουαλικά ταμπού και συνουσιάζεται ιδιαίτερα συχνά για τα τοπικά δεδομένα. Το αποτέλεσμα των πράξεών της είναι η απώλεια σεβασμού από τους άνδρες.

- Είδα πριν μέρες την Μαρία παιδιά και έμαθα ότι μετά τον Παύλο έγινε χυσαποθήκη.
- Κρίμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά εκ του αγγλικού post-op, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από σύντμηση του post-operation, δηλαδή μετά την εχγείρηση. Όπου βέβαια «εγχείρηση» δεν είναι ούτε σκωληκοειδής απόφυση, ούτε αμυγδαλές, αλλά η αφαίρεση του κάτω συστήματος, της οικογένειας ολόκληρης, μπαργαλάτσου και αρχιδόμπαλων συμπεριλαμβανομένων. Στην θέση τους προφανώς προστίθεται ψωλότσεπη, η επονομαζόμενη και χοάνη, για τους μη μυημένους μουνί.

Το τραβέλι που έχει κάνει το μεγάλο βήμα είναι πλέον ποστόπι, ενώ οι άλλες οι κραγμένες είναι απλά pre-op και άρα έχουν ακόμη ένα στάδιο μέχρι να χαρακτηρισθούν εντελώς τελειωμένες.

Η έκφραση χρησιμοποιείται τόσο για να περιγράψει κυριολεκτικά άτομο της κατηγορίας Αναΐς από το Παναής, όσο και για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά κάποιον που είναι εντελώς φλωρόκουπας και συμπεριφέρεται σαν να μην έχει αρχίδια και τσαγανό.

Το ποστόπι μόνο καταχρηστικά μπορεί πλέον να χρησιμοποιεί εκφράσεις όπως ζμπούτσαμ, στον πούτσο μου λουλούδια και θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια, μπορεί όμως θαυμάσια να λέει στο μουνί μου το ιδιότροπο και, αν είναι της περιοχής, μουνί απ' τα Καλάβρυτα.

Απαντάται ενίοτε και στην εισέτι υποτιμητικότερη εκδοχή η ποστόπα, οπότε και συντάσσεται αποκλειστικά με το «ου μωρή».

Προσοχή: Να μη συγχέεται με το τυφλοκόπι. Καμμία σχέση...

  1. - Τι θεόμουνο είναι αυτή η Τζίλντα ρε μεγάλε...
    - Νννναι... Τώρα που είναι ποστόπι εννοείς, διότι πριν από λίγο καιρό ήταν ψωλαρέος με βυζιά.
    - Τι λες τώρα;!!

  2. - Και πώς να της το πω δηλαδή; Θα πάω έτσι εκεί και θα της το ξεφουρνίσω; Θα με πάρει με τις πέτρες. Πώς να το κάνω; Φοβάμαι...
    - Πω πω ρ' αδερφάκι μου, τι ποστόπι είσαι 'συ; Grow some balls ρε μαλάκα! Κι άμα σου πει και τίποτα, ρίξε και κανά δυό ψιλές να κουλάρει το μουνί της λάσπης και του αγρού...

  3. - Σιγά μην πάω να του κάνω θέμα του κυρίου Σκορδοπούτσογλου. Δεκαπέντε τοις εκατό μείωση μισθού δεν είναι και τόσο άσχημα υπό αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και...
    - Ου μωρή ποστόπα! Ου ρε! Χεζμεντέν έτσι; Νταξ ρε μαλάκα, θα πάω μόνος μου να καθαρίσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμαν μουνότρυπα έχει τουλάστιχον τρεις καταγεγραμμένες εφαρμογές:

Εναλλακτικά: μουνοτρυπίδα, μουνοτρυπίδι.

Εφαρμογή Α'

- Η μουνότρυπά της ήταν τεράστια και η ίδια χαρισματική.

- Υπαρχει και το σχετικο φαλλοκρατικο / κακο / αναχρονιστικο / απολιτιστο / βαρβαρο και πολυ αστειο ανεκδοτο:
Ερωτηση: Τι ειναι η γυναικα; Απαντηση: Το αχρηστο κρεας γυρω απο τη μουνοτρυπα.
(ατσεγκέ, εκεί)

Εφαρμογή Β'

- ΡΕ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΕ ΣΟΥ ΓΑΜΙΕΤΕ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΡΕ ΑΛΒΑΝΙΚΗ ΚΟΛΟΤΡΙΠΙΔΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΕΣΥ ΡΕ! ΑΡΧΙΔΙ Ι ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΟΥΤΑΝΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΙΤΗ! ΓΙΑ ΑΦΤΟ ΚΑΙ ΕΣΕΝΑ ΣΕ ΣΤΥΡΙΖΕΙ Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΓΙΑΤΙ ΣΕ ΓΑΜΑΓΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΣΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΣΟΥ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΓΑΜΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΣΟΥ! ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΓΕΝΝΙΘΗΚΕΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΓΙΟΣ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΡΕ ΜΟΥΝΟΤΡΥΠΑ!
(μπιλελίκωμα τ. χρησοί αβγύ)

- μωρη μουνοτρυπα σου γαμω πουστη αρχιδι

Εφαρμογή Γ'

- Το πιο διασκεδαστικό σεξοπαιχνίδι που έχω παίξει ποτέ μου σε συγκεντρώσεις ηδονιστών είναι η «μουνότρυπα». Από την ονομασία του και μόνο οι παίκτες, άνδρες και γυναίκες, τρελαίνονται και βάζουν τα δυνατά τους να φτάσουν πρώτοι στον τελικό προορισμό, που είναι το μουνί!

- «Φέραμε και το νέο παιχνίδι, τη «μουνότρυπα». Ο Φράνιο επεμβαίνει, «άσε τη μουνότρυπα για άλλη μέρα». Για να παίξεις μουνότρυπα πρέπει ...

Ανοιχτοί και σας περιμένουμε (από σφυρίζων, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες συνομοταξίες νοικοκυροπουτανώνε:

1. (Ο Ηλίας Πετρόπουλος) άφησε πίσω του, εκτός από τα 80 του βιβλία, πολλά άρθρα σε περιοδικά και άφθονα χαρακτηριστικά, αιχμηρά επίθετα, με τα οποία του άρεσε να «στολίζει» πρόσωπα γνωστά, απ' την επικαιρότητα και την ιστορία: «ειδεχθής» λοιπόν η Μπουμπουλίνα, «νοικοκυροπουτάνα» η Μαντώ Μαυρογένους, «τράγος» ο Π.Πατρών Γερμανός και «πουστόμαγκας» ο Βελουχιώτης. Δεν άφησε απ'έξω όμως ούτε τους σύγχρονούς του, τον Ελύτη (αστοιχείωτος), τον Σαββόπουλο (τσογλάνι της ορθοδοξίας), τον Βέλτσο (καραγκιόζης), μέχρι και τον Κώστα Σημίτη (τιποτένιο ανθρωπάριο)…

2. Στη Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ το γυναικείο αιδοίο αποκαλείται οντάς (στο δίστιχο: «μες στσ’ Αγγέλας τον οντά / μαύρος ντούμπανος βροντά»), κλαπαρχίδω και ψωλοσακατεύτρα ονομάζεται η ερωτική γυναίκα. Βρίσκουμε ακόμα την κατάρα «να στραβοψωλιάσεις!», τους χαρακτηρισμούς σεμνής γυναίκας: «χριστιανομούνα, αγαθομούνα, νοικοκυρο-πουτάνα», τα παρωνύμια γυναικά: Μουνοκαίσαρας, μουνοβοσκός, τη φράση «έπεσε μουνοθύελλα»= ήρθε πλήθος γυναικών.

3. Ηταν ένα πολύ κλειστό κύκλωμα από αεροσυνοδούς, ψιλομοντέλες, ελληνίδες και ξένες, κανά δυό νοικοκυροπουτάνες είχε μια γαλλίδα, μια αυστριακιά, κανα δυό αγγλίδες..μία ιρλανδέζα, μία απίστευτη Μαροκινή και μια αμερικάνα ( η μόνη που έκανε και μασάζ κλπ. Φαινομενικά αν θυμάμαικαλά νοικιάζανε κότερα ή κάτι τουριστικό κάνανε.. επί της ουσίας ακονίζανε «κατάρτια» lol

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Γυναίκα του Ξανθού. Και εξηγούμαι πάραυτα - για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι. Στη Θεσσαλονίκη, πριν από κάποια χρόνια (όχι δα και τόσο πολλά) τραγουδιόταν από τα (μπασκετικά) παόκια το ακόλουθο αριστουργηματικό στιχούργημα, απαύγασμα πρωτόφαντης καλλιτεχνικής εμπνεύσεως:

Είναι ψωλού η γυναίκα του Ξανθού
και δε μπορεί να κάνει ένα παιδί
γι' αυτό Ξανθέ άνοιξέ της (ή την) καμπαρέ
να τη γαμάει όλο το Παλέ.

Ο Ξανθός εννοείται συφιλιαζόταν με το ως άνω σύνθημα, ενώ τα μουμουέ, αναμασώντας ωσάν τα γίδια τα ίδια κλισέ, αναφέρονταν σε αυτό ως ''εμετικό'' χωρίς να το αναπαράγουν (έτσι για να μας έχουν στην καψούρα).

Ο Ξανθός σκεφτόταν μηνύσεις και τα σχετικά, τελικά δεν ξέρω τι έγινε (αν θυμάται κανείς ας μας διαφωτίσει). Εν τέλει η Γυναίκα του Ξανθού έκανε ένα Παιδί και ο τρισμέγιστος Ξανθός πήρε την εκδίκησή του από την άσπλαχνη εξέδρα, αφιερώνοντας το Θείο Βρέφος ''σε όλους αυτούς που όλα αυτά τα χρόνια μας έβριζαν χυδαία'' (ή κάπως έτσι). Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Λέμε τώρα.

Υ.Γ. Εξυπακούεται άλλο να σας το γράφω εδώ κι άλλο να το ακούς στο Αλεξάνδρειο από 5000 τρελαμένα παόκια. Εμπειρία ζωής.

Τι παράδειγμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψώλα, η καριόλα, η χαρχάλα γυναίκα. Προφέρεται και «πατσαούρα». χωρίς «β».
Μεταφορική χρήση της «πατσαβούρας», του πανιού που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό πατωμάτων: κάτι βρώμικο και χαμερπές δηλαδή.

- Μωρή πατσαούρα, με την αγαπημένη μου ποδοσφαιρική ομάδα!

Στα δεξιά ο Πατσιαβούρας (1988) (από PUNKELISD, 27/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published