Selected tags

Further tags

Γκάβαλο είναι τα περιττώματα των αλόγων και γαϊδουριών και μουλαριών. Όπως και η γκαβαλίνα ή καβαλίνα προέρχεται από το λατινικό caballinus (άλλοι τύποι: καβελίνα, καβαλντίνα, καβαλτίνα, γαβαλίνα). Το γκάβαλο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλες ακαθαρσίες, όπως της μύτης.

Γκάβαλος είναι ο σκατάς, ο σκατάνθρωπος, ο κουράδας, ο ηλίθιος, ο βλάκας. Αυτή η σημασία υπάρχει στη Μεσσηνία, για αλλού δεν ξέρω. Και πολλά επώνυμα προέρχονται από αυτή τη ρίζα.

Με τέτοιο γκάβαλο που έμπλεξες, και λίγα έπαθες!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published

  1. «Μια υποθετική τοπολογική ιδιότητα του χωροχρόνου που σχηματίζει ένα τούνελ που συνδέει δύο απομακρυσμένα σημεία του. Θα μπορούσε να αποτελεί ένα «κόψιμο δρόμου» δια μέσου του χωροχρόνου» (δες εδώ και εδώ για περισσότερα). Πας δηλαδή στο εξοχικό σου στη Λούτσα, κι άμα είσαι τυχερός να πέσεις πάνω σε σκουληκότρυπα, βρίσκεσαι αίφνης στην επιφάνεια του πλανήτη Άρη.

  2. Και μιλώντας για Άρη, σκουληκότρυπα ονομάζεται το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου λόγω του ότι οι οπαδοί και μέλη της ομάδας του Άρη (σκουληκι-άρη) αποκαλούνται σκουλήκια. Σχετικά συνώνυμα για το γήπεδο: σκουληκοφωλιά, σάπιο μήλο (ή σκέτο μήλο), αλλά και νταχάου

  1. α. Ταξίδια στον χώρο και τον χρόνο μέσω σκουληκότρυπας. (Εδώ).

β. Διαστημική σκουληκότρυπα-εξπρές. Μελέτη Eλληνίδας ερευνήτριας εξετάζει τη δυνατότητα ταξιδιών στο σύμπαν μέσα από χωροχρονικά τούνελ. (Εδώ).

  1. α. Ε ρε το χαριλάου μεγάλη έδρα! ... Έκανα το χειρότερό μου ματς στη σκουληκότρυπα και οι αρειανοί το καλύτερό τους και με νίκησαν. (Εδώ).

β. Δεν το φοβηθήκαμε το ματς. Αυτό θα έλειπε δηλαδή, ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΣ είμαστε! Και όταν βρεθήκαμε πίσω
δείξαμε χαρακτήρα και... πάθος, ώστε να γυρίσουμε το ματς και να φύγουμε από την σκουληκότρυπα όπως
πρέπει. Νικητές! (Εδώ).

γ. το ματς το πήγε στο Χ ο Novito που ήθελε πρόκριση στην σκουληκότρυπα. (Εδώ).

(από Khan, 09/07/13)Το γήπεδο Χαριλάου άκα σκουληκότρυπα (από Khan, 09/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο αρκαδικό ιδίωμα είναι η κοπριά ζώου, ο μικρός σωρός από ακαθαρσίες (δες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά-υβριστικά.

Πάσα (Δ.Π.): Επίκουρος.

  1. Ρε συ τι γκουβουνα ειναι αυτη μεσα στη λεκανη :o ;Ποιος την εκανε ;Ειναι ανθρωπινη :D ;Αυτος που την εκανε πως περπαταγε μετα ;Πηγε κατω με το καζανακι ; 'Η φωναξανε την ομαδα των ειδικων καταστροφων για να την εξολοθρευσει ; Περιμενω με αγωνια τις απαντησεις σου !! (Εδώ).

  2. Τα υπόλοιπα δεν ασχολούμαι, είναι σαχλαμάρες του γκουβούνα μαθητή σκατάλαβα. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.

- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γήπεδο Κλεάνθης Βικελίδης ή Χαριλάου στην Θεσσαλονίκη, μειωτικά, επειδή είναι έδρα της ομάδας του Άρη που έχει ως παρατσούκλι του το σκουλήκι ή σκουληκιάρης. Επίσης σάπιο μήλο.

Από φόρα φιλάθλων:

  1. ΚΑΙΡΟΣ ΗΤΑΝΕ ΝΑ ΞΑΝΑΜΠΟΥΝΕ ΠΑΟΚΤΣΗΔΕΣ ΣΤΗ ΣΚΟΥΛΗΚΟΦΩΛΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΑΝ ΘΑ ΞΑΝΑΜΙΛΗΣΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΥΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΜΩΑΜΕΘΑΝΟΥΣ ΟΙ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ.

  2. κουραδομαγκιες στη σκουληκοφωλια με θυμα τον χαλκια!!!

  3. Υπάρχει λόγος να ασχολούμαστε με μία ομάδα που ποτέ στην ιστορία της δεν έκανε sold out σε ένα τόσο μικρό γήπεδο όπως η σκουληκοφωλιά;

(από Khan, 09/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο ουσιών που εκκρίνεται από αδένες του ανθρώπινου οργανισμού και δημιουργεί κρούστα. Τυπική μορφή τσέπρας είναι η κυψελίδα (κερί του αυτιού), η βλέννα της μύτης (κακάδι), η συλλογή εξιδρωμάτων του οφθαλμού (τσίμπλες) και ταλιμπάν και ντέφια.

Πρόκειται περί μπαμπαδισμού. Χρησιμοποιείται και για να περιγράψει κάτι που μας προκαλεί αηδία.

Τράβα κάνε ένα ντουζάκι ρε μεγάλε, έχεις πιάσει τσέπρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρόπος διακίνησης ναρκωτικών (κυρίως ζαπρέ ή χαπιώνε), συνήθως σε φυλακές.

Το πράμα τοποθετείται σε καλά λιπασμένη καπότα, προσεκτικά δεμένη στην άκρη με σπάγκο. Το υπόθετο χώνεται στην σούφρα ή / και στην μουνότρυπα του βαπορακίου, ενώ ο σπάγκος κρέμεται απ έξω για εύκολη αφαίρεση. Αμα τη αφίξει στον προορισμό, το υπόθετο καθαρίζεται από μεζέδες και η άσπρη προωθείται στους αδημονούντες ζέους.

1. Ταξίδευε από τον Πειραιά στη Σύρο έχοντας μέσα της ένα… υπόθετο γεμάτο «σκληρά» ναρκωτικά, μια νεαρή γυναίκα που εντοπίστηκε από άνδρες της Ασφαλείας Ερμούπολης κατά την άφιξη της στο νησί με το πλοίο της γραμμής!

2. Ταξίδεψαν μαζί στην Αθήνα για να αγοράσουν ναρκωτικά οι δύο φίλοι από τον Βόλο. Για να μην τους εντοπίσουν οι αστυνομικοί, ο μεγαλύτερος τα έκρυψε σε ευαίσθητο σημείο του σώματός του ως… υπόθετο και ανέθεσε την οδήγηση στον ανήλικο φίλο του!

3. Κατά τη διάρκεια της αστυνομικής έρευνας, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι είχαν διαχωρίσει την ποσότητα ηρωίνης και την είχαν μετατρέψει σε οκτώ υπόθετα.

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995), σελ.91.

Υπόθετο με μεζέ (από σφυρίζων, 22/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified