Further tags

Παρουσιαστής talk show ή κοινωνικού περιεχομένου εκπομπής με τάση να μην αφήνει τους καλεσμένους του να μιλήσουν, να τα ξέρει όλα πριν του τα πει κανένας, να διακόπτει για διαφημίσεις όποτε δεν τον συμφέρει ο διάλογος και γενικά να διαμορφώνει απόψεις σε ανθρώπους κατώτερης πνευματικής ικανότητας και να προκαλεί την σιχαμάρα στους υπόλοιπους.

-Ή κλείσε την τηλεόραση, ή βάλε κανένα dvd γιατί δεν την παλεύω με όλους τους Τηλευαγγελομικρουτσικαυτιάδες που μας δουλεύουν όλη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(επίρρημα)
1. για να εκφράσει αποστροφή / απαξία μεταξύ φίλων
2. για να εκφράσει έκπληξη

  1. -Μπάρα-μπούρα μας ζάλισες με τη πάρλα σου τόση ώρα! Βάλε τάπα!
    -Ασταδιάλα ρε!

  2. -Ρε άνιωθε ο Μήτσος δεν είναι Ελλάδα τι τον παίρνεις τηλέφωνο; Την Τρίτη έρχεται από Λονδίνο...
    -Ασταδιάλα!

Βερσιόν Λεβέντη (από Khan, 12/01/12)

βλ. και άσταδγιάλα, ασσστεεάαααλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δημοσιογράφος που τρέφεται με τον θάνατο των συνανθρώπων του.

Λύσσαξαν όλοι οι τηλεκανίβαλοι με τον μικρό Άλεξ. Και τι απέγινε; Τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...

Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το υποκοριστικό για την σαπίλα που επικρατεί στα βρωμερά πιτόγυρα και πίτσες που προκαλούν δηλητηρίαση.

- Για πες το τηλέφωνο από εκείνο το πιτογυράδικο.
- Ωωωω. Θα φάμε σαπιλίτσα σήμερα;
- Αμέεεεεεε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδομαλακία που ακούνε τα παιδάκια όταν πάνε να κάνουν ή να πιάσουν ή να φάνε κάτι βλαβερό ή σιχαμερό ή βρώμικο. Από το φτού + κακά...

Κατ' επέκτασιν: το οτιδήποτε είναι προς αποφυγή ή προς ξόρκισμα.

  1. - Πω ρε πστ!, ντερλίκωσα για τα καλά, με βλέπω να με πηγαίνουν τέσσερις απόψε στο κρεβάτι μου...
    - Φτούκακα! Τι λες παιδάκι μου τώρα!!! Για ρομαντικό δείπνο με έβγαλες και μου λες τέτοια πράγματα;;;

  2. - Ωραίος τύπος ο Αντρέας, νο;
    - Ο Αντρέας; Μακριά!!! Φτούκακα!!! Το άτομο είναι βουτηγμένο στα σκατά ρε, δε βλέπεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει έντονη απαξίωση ή αίσθημα παραίτησης λόγω αδυναμίας αντιμετώπισης μιας κατάστασης.

Συνοδεύεται συχνά από έκφραση αηδίας ή ξινίλας.

Μπορούμε επίσης να ενισχύσουμε τη φράση προσθέτοντας ένα απλό «A... Καλά... Εντάξει...» πριν από αυτή...
Φαινόμαστε πιο cool και ατάραχοι έτσι...

Τι έκανε λέει;; Μόλις μπήκες για μπάνιο;;; A... Καλά... Χεστήκαμε που κλάναμε... Δεν θα προλάβουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατά πολλούς απεχθέστερη φάρα πασόκων, οι παλαιοπασόκοι οπαδοί της Αυριανής, εφημερίδας του Γ. Κουρή, η οποία είχε υπερασπιστεί κάποτε τον πάλαι ποτέ διευθυντή του ΟΤΕ Θ. Τόμπρα, παρά τα σκάνδαλαπερί υποκλοπών που τον αφορούσαν και για τα οποία είχε γίνει ντόρος.

  1. Μετά τη γενναία (παρότι έμμεση) παραδοχή του Μαιτρ ότι είναι Αυριανιστής (μήπως Αυριανοτομπριστής;), δεν ντρέπομαι πλέον να αποκαλύψω ότι ...

  2. (για τους αριστεροδέξιους) Η ιδεολογική τους προέλευση ποικίλει. Πολλοί στηρίζουν τα κόμματα της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) αλλά δεν λείπουν και οι απόγονοι αυτών που το 89 αποκαλούσαμε «Αυριανοτομπριστές» αλλά και πρώην (;) Δεξιοί.

  3. Την επομένη των εκλογών της 18ης Ιουνίου 1989 εκδηλώθηκε κρίση εντός του ΠΑΣΟΚ. Πολλά στελέχη του κόμματος ζήτησαν κάθαρση από τους «αυριανοτομπριστές».

  4. ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΟΣΤΑΛΓΟΙ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ, ΟΙ ΑΥΡΙΑΝΟΤΟΜΠΡΙΣΤΕΣ, ΟΙ ΨΕΥΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ ΤΟΥ 80, ΟΙ ΞΕΒΡΑΚΩΤΟΙ ΠΟΥ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΜΕ ΒΙΛΕΣ ΚΑΙ ΚΟΤΕΡΑ, ...

όλα από το δίχτυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified