Selected tags

Συντόμευση λέξης με παράλειψη τμήματός της (π.χ. προκατασκευασμένο --> προκάτ)

Further tags

Στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, είναι συνθηματικό με σλανγκική αποκοπή (που λέω κι εγώ) για το ακάποτο, το σεξ χωρίς προφυλακτικό. Ακά βασικά είναι το ακάποτο στοματικό σεξ που είναι και το συνηθέστερο, οι μερακλήδες που προχωρούν σε περαιτέρω σεξ χωρίς προφυλάξεις επιζητώντας τη δόξα ή την ανέλιξη στη στρατιωτική ιεραρχία συνήθως το διευκρινίζουν, λ.χ. "ακά γαμήσι" κ.ο.κ.

Την ρώτησα αν ισχύει το ακά στοματικό/τελειωτικό.....απάντησε ναι και ξεκινήσαμε... Άρχισε να μου γλύφει το στήθος και έπαιζε με την πούτσα μου, που έγινε "κάγκελο".... Σηκώθηκα όρθιος και άρχισε να μου παίρνει ακά πίπα.. (Από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανθυπασπιστής στον στρατό. Είναι ο βαθμός που παίρνουν οι καραβανάδες προτού γίνουν αξιωματικοί.

- Ήρθε καινούργιος ανθύπας σήμερα, από την φάτσα καλός φαίνεται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατιωτικό ιδίωμα, ο ανθυπασπιστής λέγεται συχνότατα ανθύπας (με σλανγκική αποκοπή). Από εκεί, με μια ηχηροποίηση του θήτα γίνεται αντύπας, ώστε να θυμίζει τον ομώνυμο λαϊκό τραγουδιστή. (Ή, αναλόγως με τα προσωπικά γούστα, και τον ήρωα Διγενή Αντύπα του Χάρρυ Κλυνν που έμεινε διάσημος για την ατάκα ημίθεος και βάλε, ή τον Αντύπα που χαιρέτησε ο Σαββόπουλος αφήνοντας πίσω του μια τρύπα).

Πάσα: Χότζας.

  1. - Μας έχει τύχει ένας αντύπας πολύ στριμένος! Μες στη γκρίνια όλη μέρα!

  2. - Άσ' τα, είχε κέφια πρωϊνιάτικα ο αντύπας και μας τραγούδησε...

(από Khan, 02/02/12)(από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταλαβέρια. Χρησιμοποιείται κυρίως για ναρκωτικά.

Ρε φίλε, θέλω φταλέ για να πάρω εκείνο το μηχανάκι... μου φαίνεται ότι θα αρχίσω τα βέρια... πάω να βρω κάνα κιλό βρομά να το σπρώξω...

Επιστροφη στην φύση (από Vrastaman, 21/01/09)

Σχετικά λήμματα: βέρι, νταραβερτζής, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και μουσικό όργανο, είναι και λουλούδι, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει ως βρισιά, προερχόμενη με αποκοπή από το μαλακοβιόλα ή πιο σεμνά από το χαζοβιόλα. Στα συν του ως βρισιά το ότι ομοιοκαταληκτεί με το καριόλα.

  1. Είστε όλες ένα τσούρμο βιόλες, άλλες πουτάνες, κι άλλες καριόλες! (Ανδρική θυμο-σοφία με ρίμα).

  2. Γύρευε με ποια ξενέρωτη βιόλα τριγυρνάει.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 06/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμοσλανγκοπροθήμα βλαχο- προσδίδει σε σχεδόν οποιαδήποτε λέξη μια ουρδεσάνς χυδαίου και νεοπλουτίστικου. Σιγουράκι. Στα πλαίσια αυτά, βλαχοφιλελέδες αποκαλούνται τα πρηξαρχίδια που παπαγαλίζουν καμαρωτά χυδαίες φιλελέ ή νεοφιλελέ κασέτες, συχνά χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε.

Το εν λόγω μπινελίκι εξαπολύεται, inter alia:

Πάσα από το δουπού και πρώτο μήδι: ΜηΧεΣω.

1.Οι μόνες επιχειρήσεις που όταν κλείνουν συγκινούν τους βλαχοφιλελέδες είναι αυτές του ΚΚΕ Βλ.

2.ΠΟΙΟΣ ΠΟΥΣΤΗΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΕΣ ΕΜΑΘΕ ΤΟ TWITTER ΣΤΟΥΣ ΒΛΑΧΟΦΙΛΕΛΕ; ΚΑΛΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΣΤΟ FB; (Φωνακλάς, εδώ.)

3.αμα αρχίσουν οι βλαχοφιλελε τις ντοπιολαλιες γαμα τα Βλ.

4.Crash-test κλασικών φιλελέδων vs. βλαχοφιλελέδων: συγκρίνατε την αισθητική των μετεκλογικών δηλώσεων Στέφανου Μάνου και Θάνου Τζήμερου:

«Ελπίζω οι δυνάμεις που αναδείχθηκαν να μπορέσουν να συνεργαστούν να φτιαχτεί μια κυβέρνηση για να κυβερνηθεί η χώρα. Με τις δυνάμεις που διαθέτουμε θα βοηθήσουμε, γιατί κινδυνεύει να διαλυθεί ο τόπος» (Στ. Μάνος)

«...αναγνωρίζω πως είμαι προδότης, προδότης, προδότης (μπορείτε να το συνεχίσετε εσαεί), δοσίλογος, γερμανοτσολιάς, σκουλήκι που έκλεψε την ψήφο σας για δικό του όφελος, αλήτης, χαμερπής, κάθαρμα, μικροτσούτσουνη κομπλεξάρα (...) Εν τω μεταξύ, όλοι εσείς που πέσατε να κατασπαράξετε με λύσσα το πρώτο κόμμα που έγινε από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, επειδή δεν τα έκανε όλα ακριβώς όπως τα είχατε στο μυαλό σας, να χαίρεστε την ανανέωση του πολιτικού σκηνικού που προέκυψε με την ψήφο σας ή με την αποχή σας.» (Θ. Τζήμερος)

@πορδοσάλτε (από σφυρίζων, 22/11/13) Το πέρασμα του Νίκου Ορφανού από τον ρόλο του Κίτσου στη βουλευτική έδρα με το φιλελέφτ Ποτάμι συνιστά μία κομβική στιγμή για τον ελληνικό βλαχοφιλελευθερισμό. (από Khan, 15/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η τηλεόραση δεν έχει τίποτα ενδιαφέρον, προσπαθείς να αποφασίσεις τι θα δεις και χρησιμοποιώντας το τηλεχειριστήριο κάνεις γρήγορη αλλαγή καναλιών σχεδόν μηχανικά. Δηλαδή το γρήγορο ζάπινγκ.

Δώσε το τηλεχειριστήριο να κάνω ένα γρήζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς να το καταλαβάινει, λες στον άλλο ότι είναι για το πέος / πούτσο.

Ο «Αχιλλέας» βγαίνει από το ονοματεπώνυμο ενός παλιού πρόεδρου του πανιωνίου, τον Αχιλλέα Μπέο... Οπότε... Αχιλλέας Μπέος > Πέος > Πούτσος

- Ρε συ, τι λάθος έκανες πάλι... Είσαι για τον Αχιλλέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκμετάλλευση στα κομμέ, -δεν ξέρω αν είναι αυθεντικό κομμέ, είναι περισσότερο κάτι σαν το ψυχανάλα, θεωρείται κάπως πιο μαγκίτικο να κόψεις αυτή την κατάληξη που καθιστά τη λέξη κάπως λόγια.

Το βρίσκουμε ήδη (1954) στο άζμα σε στίχους Χρήστου Γιαννακόπουλου και μουσική Μιχάλη Σουγιούλ "Σβήστε με απ' τον χάρτη".

Σβήστε μ’ απ’ το χάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
μια γυναίκα αγάπησα και μου βγήκε σκάρτη
Είμαι για κρεμάλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
για φιγούρα μ’ ήθελε και για εκμετάλλα
Είμαι για κρεμάλα

Μιχάλης Σουγιούλ

Ασφαλώς έχει και πολιτικοοικονομική διάσταση "εκμετάλλα αθρώπου από άθρωπο" κτλ. Γενικά είναι μεν παλαιός μαγκίτικος σχηματισμός, αλλά λέγεται και σήμερα για να αποφορτίσει μια συζήτηση μαγκίτικα να μη φανεί ότι χρησιμοποιούμε υπερβολικά τεχνικούς όρους ξέρωγω.

  1. Kαι έρχομαι εις το θέμα αποκομιδή σκουπιδιών. Kαλά, εδώ είναι που πέφτει η χοντρή η εκμετάλλα, καθότι το σκουπίδι, σκουπίδι είναι και ως σκουπίδι να πούμε, η ευαισθησία μεγαλύτερη, όπερ κι η εκμετάλλα μεγαλύτερη. Eκμετάλλα και παραπληροφόρησις. (Χάρρυ Κλυνν σλανγιωτατίζων εδώ).
  2. Δύσκολο πράμα να το καταλάβει ο εργατάκος, και ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει ότι στο σύστημα που ζούμε πέφτει εκμετάλλα. (Από Κομμουνιστικό Ιστολόγιο Ενημέρωσης).
  3. Με τους καταδότες και τους ψευτόμαγκες, τους γιαλαντζί αρσενικούς αγαπητικούς, τους μπασκίνες, τα χασίσια, τη βρομιά, την εκμετάλλα. (Ιστορία της Τρούμπας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified