Further tags

Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.

Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.

Got a better definition? Add it!

Published

Βούρλο ονομάζονταν παλαιότερα πριν το Β'ΠΠ και η γυναίκα ιερόδουλος η οποία θεωρούνταν πολύ χαζή. Η ονομασία συνδέονταν με το Μέγα-Πορνείο των Βούρλων που υπήρχε στον Πειραιά (Δραπετσώνα). Πιθανόν επίσης βούρλο να ονομάζονταν κόρες αυστηρών οικογενειών οι οποίες έχασαν την τιμή τους εκτός γάμου και οι "γονείς" τους τις έστειλαν να δουλέψουν στα Βούρλα. Υπάρχουν υποψίες ότι αυτό πράγματι είχε συμβεί αρκετές φορές.

.

Η έκφραση "άντε ρε βούρλο" είναι υποτιμητική και προέρχεται από τα πιοπάνω λήμματα ή ειδικότερα την τραγική κατάσταση μιας ιερόδουλης στο πορνείο των Βούρλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα, ο φοιτητής από πέμπτο έτος και πάνω, σε αντιδιαστολή με τον πρωτοετή που χαρακτηρίζεται ως μπουμπούκι.

Ε, θα 'τανε στο γραφείο κανά δυο δέντρα και τέσσερα-πέντε μπουμπούκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φοιτητικό ιδίωμα μπορεί να δηλώσει τον πρωτοετή φοιτητή, σε αντίθεση με αιώνιο φοιτητή προχωρημένου έτους, που αποκαλείται δέντρο.

Περάσαμε μια βόλτα και από τα γραφεία της ΔΑΠ να δούμε τι μπουμπούκια έχουν σκάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.α. και 1.β.
Το φρέσκο και αρυτίδωτο πρόσωπο.

Υπάρχει ένας γκρεϊπφρουτοειδής καρπός, ο οποίος γίνεται και γλυκό του κουταλιού (βλ. μήδι + παρ.1.α.), που δείχνει σαν φουσκωμένος και χρησιμεύει σαν παράδειγμα για την αφράτη όψη μας.

Όταν δηλαδή έχουμε καλοκοιμηθεί ή καλoπεράσει γενικώς, το πρόσωπό μας δεν δείχνει τις ρυτίδες του και δεν είναι κομμένο (ορισμός 2), ίσα-ίσα είναι σαν του μωρού παιδιού λέμε τώρα.

Το λέει και εδώ: Φράπα: θηλ. Τα προγούλια και μαγουλάκια, τρυφερά και τροφαντά (δες μωρό), ροζ, μαλακά και γεμάτα υγεία, δείγμα πως ο άνθρωπος αυτός κοιμάται πολύ, κοιμάται συχνά, κοιμάται ήσυχος, κοιμάται μεσημέρι.

  1. Άλλη ονομασία για τον (πραγματικό) φραπέ.

  2. Παρατσούκλι - χαριτωμενιά για τον Φρανκ Ζάπα (βτς -όχι πως ενδιαφέρει κανέναν- τον έχω γραμμένο εκεί όπου έχω τον Σαββό).

  3. Ο ορισμός της kelly εδώ μέσα στο σλανγκρ.

Νονά λημμάτου: Μες, αλλά στο αυτάκι, όχι από το ΔΠ.

1.α. Παίρνουμε 2-3 μεγάλες φράπες και τις τρίβουμε εξωτερικά να φύγει το όξινο μέρος. 2. Κόβουμε σε τετράγωνα μέτρια κομμάτια και τα ζυγίζουμε. Τα πλένουμε καλά και τα βάζουμε να βράσουν. Αλλάζουμε το νερό 2-3 φορές, στραγγίζουμε και βάζουμε σε λεκάνη με χλιαρό νερό. 3. Την επόμενη στραγγίζουμε καλά και ενώνουμε με τη ζάχαρη, βράζουμε για 5΄-10΄ και αφήνουμε στη κατσαρόλα. 4. Την επόμενη το πρωί το βράζουμε έως ότου δέσουν. Προσθέτουμε τη γλυκόζη και το λεμόνι. 5. Αφήνουμε να βράσουν 2΄-3΄ και βάζουμε σε βάζα. 6. Όταν κρυώσουν τα βάζα τα βράζουμε επί 20΄.

1.β. Άσε ρε τις πίπες που λέει, το άτομο χαλαρά την κοιμάται κανα δεκάωρο στάνταρ, δεν τον βλέπεις, φράπα είναι η μούρη του κάθε μέρα, έτσι είναι οι αϋπνίες;

1.β. Προχθές μιλούσαμε για το μπαμπιλόνι, ε να μην αφήσουμε παραπονεμένη τη φράπα. Στην Άντρο, μη βασκαθούμε, έχουμε πολλές φράπες. ( όχι μόνο στα δένδρα) Πριν χρόνια ήταν καμάρι για μια γυναίκα να τη λένε φράπα. Σήμερα μόνο όταν μας λένε: «μπράβο αδυνάτισες» χαιρόμαστε. από εδώ

  1. Δεν χτυπάς καμιά φράπα σήμερα; Βαρέθηκα τον ζεστό.

  2. Το φράπα το έχω ακούσει για τον Φράνκ Ζάπα απο φάνς του.
    Βγαίνει έτσι διότι μπερδεύονται μερικές φορές και το λένε μπερδεμένα δηλαδή Ζανκ Φράπα: «Βάλε κανα Φράπα, μας έπρηξες με τα σκυλάδικα»
    OstySan στο σχόλιο του λήμματος φράπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που τσέκαρα ότι λεγόταν στα νάιντηζ τουλάστιχον σε διάφορα Βόρεια Προάστεια της Αθήνας. Η λογική είναι περίπου η εξής:

Ο Ποπάι τρώει σπανάκι.

Η ελληνική βερσιόν του τρώει σπανακόρυζο που είναι πιο ελληνικό, περμαθουλώδες και ξενερουά.

Ergo, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο είναι ο κοντός και μικρὸς τὸ δέμας (καθώς κάμποσοι ομηρικοί ήρωες) τυπάς, που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει την φυσική του μειονεξία με το να μετατραπεί σε μπιλντέρι σφίχτερμαν. Πλην δεν πείθει κανέναν, και οι άλλοι εξακολουθούν να τον θεωρούν ως άνθρωπο-μισή μερίδα-μισή χαψιά, σπανακορύζου εν προκειμένω.

Τι να κλάσει μωρ' ο μηδέν βαθμοί, ο μισή μπουκιά σπανακόρυζο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τους φίλους, ο Σωκράτης Κόκκαλης. Όταν στο πετάξει κάποιος, είναι συνήθως γιατί θέλει να δειχτεί ότι και καλά είναι χωμένος στα σχετικά θέματα. Παίζει στα πλαίσια του προσφιλούς εδώ στο ελλαδιστάν, ευγενούς αθλήματος του name dropping (να αραδιάζεις ονόματα διάσημων δεξά κι αριστερά, προς ψάρωμα των αδαών συνομιλητών σου, που θ' αποθαυμάσουν την οικειότητα σου με τα εν λόγω σελέμπριτι. Το name dropping είναι ειδικότης του πιαριτζή, είδος που συγγενεύει στενά με τον αεριτζή. Ανοίγουμε όμως τεράστιο θέμα, οπόταν το λήγω εδώθε.

Ενδιαφέρουσα πάντως η λατινογενής κατάληξη (Crocus). Τι να ήθελε να πει ο ποιητής;

- Για θυμήσου ρε μαλάκα, πόσους προπονητές έχει αλλάξει τα τελευταία πέντε χρόνια ο γαύρος;
- Φίλε μου βάζεις δύσκολα κι είναι περασμένη ώρα... Αφού έτσι είναι, ο Κρόκους γουστάρει να τρώει προπονητές για το πρωινό του.

(από johnblack, 21/05/09)(από ironick, 13/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δήμαρχος Νικήτας Κακλαμάνης, κατά το «Ομέρ Βρυώνης», επειδή πριονίζει δέντρα. Βλ. για clopyright το λήμμα Νικηταράς ο Δενδροφάγος.

Ο Ομέρ Πριόνης πριόνισε και τον ελάχιστο πνεύμονα πρασίνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Δημάρχου Αθηναίων Νικήτα Κακλαμάνη, λόγω της απόφασής του να κόψει υπεραιωνόβια δένδρα στην Κυψέλη, για να κατασκευαστεί πάρκινγκ, δεδομένου μάλιστα ότι έχουν μείνει ελάχιστοι παρόμοιοι χώροι στο κέντρο της Αθήνας. Η απόφαση είναι «σημείον αντιλεγόμενον», δεδομένου ότι οι υποστηρικτές του λένε ότι θα ξαναφυτευτούν δένδρα ύστερα από την κατασκευή του πάρκινγκ, αλλά το παρατσούκλι έμεινε. Το λογοπαίγνιο αφορά προφανώς στον συνονόματο «Νικηταρά τον Τουρκοφάγο», οπότε δηλώνει έναν μανιασμένο θεριακλή εναντίον του πρασίνου. Επίσης, λέγεται σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι, ψαλιδοχέρης και Ομέρ Πριόνης κατά τον Ομέρ Βρυώνη. Οι όροι περιγράφουν την συμπεριφορά πολλών παρόμοιων δημάρχων, που δεν ιδρώνει το αυτί τους από τις εκκλήσεις των γκρηνιάρηδων.

Μιζάνθρωποι, συντελεστής δόνησης, Μουγγός εργολάβος, Νικηταράς ο Δενδροφάγος ...

(Από βλόγιον).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψιλοπαλιό παρατσούκλι των ΠΑΣΠιτών (παλιό, γιατί με τη γενιά της vodaphone έχουμε μπερδέψει τα μπούτια μας σ' ότι αφορά την αντιστοίχηση κώμης - κουλτούρας - πολιτικής θέσης κλπ. -....θα καταλάβετε). Το «φασολάκια» προκύπτει από το ιδιόμορφο και ομοιόμορφο της εμφάνισης των ΠΑΣΠιτών, το οποίο εθύμιζε σε ορισμένους τα συμπαθή ψυχανθή (πράσινο σώμα, όρθιο κοτσάνι). Μιλάμε για τις εποχές όπου ο ζιλές ήταν υποχρεωτικός. Από γνωστό φοιτητικό σύνθημα...(βλ. παράδειγμα).

Πράσινα μπλουζάκια, και τα μαλλιά καρφάκια
δεν είναι οι ΠΑΣΠίτες, είναι φασολάκια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified