Further tags

Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.

Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να καταγράψω εδώ την ιδιότυπη χρήση που φαίνεται να είχε η λέξη φασισμός στις τάξεις των ανταρτών κατά τον Εμφύλιο 1946-49. Από τα παραδείγματα προκύπτει ότι με τη λέξη περιγραφόταν από τους μαχητές του ΔΣΕ, τόσο ο τακτικός στρατός, όσο και οι ένστολοι που τον στελέχωναν.

Ενδιαφέρον είναι, ότι ο Ρουμελιώτης χωριάτης καπαπίτης του πρώτου παραδείγματος χρησιμοποιεί και τη λέξη μπασκίνια για να περιγράψει τον εχθρό (τους ΜΑΥδες ίσως?). Την ψυχωμένη Βελίκα την κόβω για Μακεδόνισσα.

Στην αρχή είπαμε πως θάναι οι δικοί μας [...]. Μα όταν φανερώθηκαν πάνω στο ύψωμα καμιά εικοσαριά, κατάλαβα από τα ρούχα πως ήταν φασισμός. [...] Περί ώραν εννέα βλέπομεν τον φασισμό να συντάσσεται, και ξεκίνησαν κατεύθυνση προς Καλάνια. [...] Τότε ο Αργύρης ήλθε κοντά μου και μου είπε: - Μπάρμπα, καμιά σαρανταπενταριά μπασκίνια πάνε απάνω προς την Πέτρα, έχουν και δυό μεταγωγικά [...].

Η πηγή εδώ, προσοχή στις ενέδρες.

Με πείσμα και παλληκαριά αντιμετώπιζε μόνη τα καταιγιστικά πυρά ενός εχθρικού λόχου[...] Κάποια στιγμή ένας με ζωστήρα και πιστόλι προχωράει[...]Βλέπει τη Βελίκα και θυμωμένα λέει στους φαντάρους: Ντροπή μας, μια γυναίκα μάς πολεμάει. Επάνω της να τη πιάσουμε ζωντανή. Ορμούν μα η Βελίκα σημαδεύει ατάραχη[...] Ο φασισμός πέφτει και δίπλα του άλλοι τρεις»

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σήκω (ή ξύπνα) λεβέντη μου τσολιά: στιχάκι από το εγερτήριο σάλπισμα του Ελληνικoύ Στρατού.

♪♫ Σήκω λεβέντη μου τσολιά κι αρχίζουν οι μάχες στα βουνά ♪♫

Το άκουσμα αυτό κάποτε εμψύχωνε και ελληνοκαύλωνε τον μέσο Έλληνα, τώρα όμως πιάνει μόνο σε περιορισμένους κύκλους. Αλλαξε φεῦ ο καιρός, να βροχές, να κεραυνοί, πάν’ και τα κοτσυφόπουλα. Οι λεβέντες έγιναν λεβέντες, οι λεβέντες-τσολιάδες λεβεντοτσολιάδες, ακόμα και το μουνί έγινε μουνί. Το στιχάκι πλέον δίνει έναυσμα κυρίως για εθνοφαυλιστικές ατάκες και λολοπαίγνια:

  • Την πιο διαδεδομένη την λέγαμε πάθε πρωί στο στρατό, όσοι υπηρετήσαμε: ♪♫ Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε την πούτσα απ' τα μαλλιά! ♪♫

Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά, πιάσε την πούτσα απ' τα μαλλιά! Παρατηρώντας τη γενναία στάση των ευζώνων μας –που δεν εγκατέλειψαν το μνημείο όταν έσκασε η βόμβα- σκέφτηκα πως μπορεί η γενναιότητα των ευζώνων να οφείλεται στο συμβολισμό που έχει η στολή του τσολιά (εδώ)

  • Και πάρα πολλές άλλες, όπως πιχί:

Ξυπνα λεβεντη μου τσολια, ελα και πιαστο μας γερά (εκεί)

Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά και πιάσε τον δάσκαλο από τα μαλλιά! (παραδίπλα)

Χημικές ουρές? Δεν υπάρχουν ? Είναι μουφα? Είναι απλά τα καυσαέρια? Ξύπνα λεβέντη μου τσολιά!! (παραπέρα)

Σήκω, λεβέντη μου, τσολιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωμική παραφθορά (με την λέξη «σαλάμι») του «θαλαμάρχης», του πιο ηλικιωμένου φαντάρου που υποχρεούται να εκτελεί χρέη αρχηγού ενός θαλάμου.

- Πού έχει χαθεί ο σαλαμάρχης μας ρε παιδιά; Έχουμε αναφορά στις εφτάμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Λοχίας Υπηρεσίας, υπαξιωματικός ή απλός φαντάρος που βοηθάει εθελοντικά τους υπαξιωματικούς. Φοράει μπλε ή κίτρινο περιβραχιώνιο με τα αρχικά «ΛΥ».

- Πού είναι το όργανο;
- Μόλις τον έστειλα στο ιατρείο με μερικούς κωλυόμενους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ταμπελάκι με το επώνυμο και το πρώτο γράμμα του ονόματος που φορούν οι φαντάροι.

- Μας έδωσαν και τους ρουφιάνους μας, τώρα θα τρώμε καμπάνα σε χρόνο dt.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική ανάκρισης. Ο Ε και ο Φ ανακρίνουν τον Χ· ο Ε υιοθετεί εχθρική στάση απέναντι στον Χ ενώ ο Φ φιλική, με απώτερο στόχο ο Χ να εμπιστευθεί τον Φ αντιδρώντας στην πίεση του Ε. Ευνόητα, ο Φ είναι ο Καλογιάννης και ο Ε ο Κακογιάννης.

Η τεχνική είναι ψιλοπασίγνωστη χάρη στην αστυνομική λογοτεχνία και, κυρίως, φιλμογραφία. Δε γνωρίζω αν η κουβέντα όντως ακούγεται στην πιάτσα, ή αν πρόκειται απλώς για ευφάνταστη επινόηση του Πέτρου Μάρκαρη (βλέπε παράδειγμα)· με μία πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο συμπεραίνουμε μάλλον το δεύτερο, αλλά όποιος ξέρει θετικά ας μας πει. Πρόκειται πάντως για μία εκδοχή του καλός μπάτσος - κακός μπάτσος που ακούγεται ενδεχομένως ομαλότερα στο αφτί ως απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού και είπα να το θέσω υπόψιν των υποτιτλιστών ανάμεσά μας.

«[...] δέν κρατούσε λεφτά στα χέρια του. Δέν κρατούσε τίποτα. Τώρα, άν υπήρχαν λεφτά μέσα στο αυτοκίνητο, τί να σας πώ. Μπορεί και να υπήρχαν, αλλα θα τα πήραν οι δικοί σας, της Αντιτρομοκρατικής.»

«Τί λές ρε κάθαρμα;» φωνάζει ο Βλασόπουλος και πετάγεται πάνω. «Λές οτι τα παιδιά της Αντιτρομοκρατικής πήραν τα λεφτά και τα φορτώνουμε τώρα σ' εσένα, για να τους ξελασπώσουμε

«Ήρεμα, Σωτήρη.» Πιάνω τον Βλασόπουλο απο το μπράτσο και τον καθίζω πάλι στη θέση του. «Μήν τον πιέζεις. Θα μας τα πεί με την ησυχία του, το παλικάρι.»

Το παλιό κόλπο των μπάτσων. Ο Καλογιάννης και ο Κακογιάννης.

(Πέτρος Μάρκαρης, «Άμυνα ζώνης», Γαβριηλίδης 2001)

Σε άλλες γλώσσες: good cop/bad cop (αγγλικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ματούρ φάση 45-50+, χήρα ή ζωντοχήρα, συναντάται στην επαρχία και ευδοκιμεί ιδίως στις παραμεθόριες περιοχές όπου υπάρχουν στρατόπεδα, τρελαίνεται για φαντάρους και οι φαντάροι τρελαίνονται γι' αυτήν, δεν το κάνει για χρήματα το κάνει γιατί γουστάρει τα χοντράδια, ίσως η μοναδική περίπτωση σύγχρονης Ελληνίδας που γουστάρει με τρέλα τα φαντάρια εκεί που οι υπόλοιπες τα απαξιώνουν

Οι φανταρομάνες δεν έχουν την αποδοχή της κλειστής κοινωνίας όπου ζούνε αφού οι συντοπίτες τους τις θεωρούνε πουτάνες, ίσως έτσι μπαίνουν και αναπόφευκτα -τρόπον τινά- στο τριπάκι της συχνής συναναστροφής με φαντάρους καθώς αυτοί είναι περαστικοί και ακομπλεξάριστοι, ενώ ο περίγυρος ουσιαστικά τις έχει απομονώσει (κοινωνιολογική ανάλυση του φαινομένου).

Ως επί το πλείστον τις φανταρομάνες ανακαλύπτουν και καπαρώνουν τα επόπια και τις κρατάνε έξω από τα φώτα της δημοσιότητας και σε στενό κύκλο καθ'ότι μοναχοφάηδες.

(διάλογος ΕΠΟΠ-φαντάρου)

- Απόψε έχω διανυκτέρευση.
- Πού θα πας, θα κάτσεις σπίτι;
- Όχι ρε θα πάω στη Σούλα να ξεφορτώσω.
- Ποια Σούλα;
- Δεν την ξέρεις, μια φανταρομάνα από δω.
- Θα μου την γνωρίσεις και μένα;
- Όχι.
- 143 και σήμερα ρε
- Σκάσε.
- Δε σε χάλασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό του Ε.Σ. χαρακτηρίζει τον ανώτερο αξιωματικό (κυρίως με πόστο δίκα/υπόδικα) που φροντίζει τους φαντάρους της μονάδας του (τάγματος/συντάγματος κλπ) παρέχοντάς τους εξαιρετικά προνόμια όπως λ.χ. τιμητικές, άγραφες τα σου/κου, έξτρα ώρες ύπνου κλπ.

Σε αντιστάθμισμα της καλοσύνης του τις περισσότερες φορές ο φανταροπατέρας εμφανίζει ένα ιδιαίτερα σκληρό και αυστηρό πρόσωπο απέναντι στους φαντάρους, είναι λάτρης της πειθαρχίας και καμπανιάζει αβέρτα, δίχως όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν νοιάζεται, άλλωστε το κάνει για το δικό τους καλό όπως θα έπραττε και ένας πατέρας για τα παιδιά του.

(Τον όρο μου είχε μεταφέρει όταν υπηρετούσα στην βασική εκπαίδευση κάποιος λοχίας αναφερόμενος στον δίκα του κέντρου)

- Λοχία μας έχει αλλάξει τα φώτα ο διοικητής, φόβος και τρόμος.
- Πάτε καλά ρε; Ο άνθρωπος είναι φανταροπατέρας! Αλλά πού να καταλάβετε, είστε νέοι ακόμα... Περιμένετε να πάτε στις μονάδες...
- Εγώ τα έχω κανονίσει θα πάω ΓΕΣ με τη μία.
- Στρατηγός ή πολιτικός;
- Μητροπολίτης
- Αυτά είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified