Selected tags

Further tags

  1. Στην ιατρική αργκό, είναι ο ασθενής που πάσχει από κυάνωση και την έχει στρουμφίσει, δηλαδή έχει φτάσει σε αυτό που οι επιστήμονες αποκαλούν σημείο στρουμφ.

  2. Στην κλασική αργκό, βέβαια, στρουμφάκι είναι ο αστυνομικός λόγω της μπλε στολής. Πρβλ. στρουμφάκια, παπαστρούμφ, στρουμφίτα, στρουμφοχωριό.

  1. - Πώς πήγε το απόγευμά σου γιατρέ μου;
    - Καλά πήγαινε μέχρι που έσκασε μύτη ένα στρουμφάκι.
    - Μη συνεχίζεις γιατρέ μου, κατάλαβα. Πούτσες μπλε! Ένας Δρακουμέλ μας χρειάζεται...

  2. Social time ακρως ικανοποιητικο,καμια σχεση με τις τουρίστριες..... Βέβαια τα στρουμφάκια έπιασαν αυτή ενώ άλλες ανατολικές αλωνίζουν.
    (εδώ)

Νεογνό πάσχον από σύνδρομο Στρουμφ (από Khan, 28/09/10)(από Khan, 04/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχετυπικό 70s-80s gay bar, όπως έγινε διάσημο από την ατελείωτη σειρά ταινιών «Η μεγάλη των μπάτσων σχολή» (Police Academy) που από το 1984 ως το 1994 αρίθμησε 6 συνέχειες της αρχικής ταινίας.

Μέσα στο μπαρ Blue Oyster (Μπλε Στρείδι, αλλά και κατά μια άλλη ελληνικότερη μεταγλώτισση Μπλε Σύκο) βρίσκονται σκληρά αν και ευαίσθητα αγόρια με μουστάκλες και δερμάτινες στολές, που έχουν τον τρόπο να μαλακώσουν ακόμα και τον πιο κακό μπάτσο και μάλιστα να τον χορέψουν και ένα ταγκό στον ρυθμό του gay ύμνου El Bimbo (που διασκεύασε και ο Πάριος χωρίς gay πρόθεση με τίτλο «Ποτέ δεν σε ξεχνώ»).

  1. (από ανάλυση του «Relax» από Frankie Goes To Hollywood)
    «Το βίντεο ξεκινά δυναμικά. Ο Holly Johnson καταφθάνει με ταξί τύπου man-slave σε ένα γκέι S&M den, όπου όλοι είναι ντυμένοι σαν τους θαμώνες του Μπλε Στρειδιού της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Εκεί, υπό το άγρυπνο βλέμμα ενός χοντρού «bear» με στολή Ρωμαίου αυτοκράτορα, ο τραγουδιστής μπλέκει σε κάτι που μοιάζει με καυγά αλλά δεν είναι και «αναγκάζεται» να μπουσουλήσει στα τέσσερα, face to face με μια τίγρη.»

  2. Άσε τα μούσια!») «Σκέφτομαι να αφήσω μούσι, αλλά δεν ξέρω ποιο στυλ αρέσει στις γυναίκες.
    Μάνος, με e-mail

Ευτυχώς που σε πρόλαβα πριν κάνεις καμιά τρέλα. Οι γυναίκες, κατά πλειονότητα, προτιμούν ένα καθαρό, ξυρισμένο πρόσωπο. Εχουμε και λέμε λοιπόν. Μουστάκια: Blast from the past. Εν τω μεταξύ, υποψιάζομαι πως το έσκασες από το κλαμπ «Μπλε Στρείδι» της Μεγάλης των Μπάτσων Σχολής. Μούσι: «Είμαι ακαμάτης και μ' αρέσει». Γένια: Αν δεν είσαι ο Κάρατζιτς και πρέπει να κρυφτείς από τις μυστικές υπηρεσίες, δεν έχεις λόγο να το κάνεις.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που βάφει τα μαλλιά του.

Συνήθως συνδυάζει δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά: α) Είναι κομψευόμενος και γόης. β) Είναι μεγάλης ηλικίας, ergo αρσενικό παλαιάς κοπής και πασέ. Ο συνδυασμός των δύο στοιχείων τον καθιστά συχνά γελοίο, αφού μπορεί να συνδυάσει την καραμπογιά με μύστακα παλαιάς κοπής και με τέτοια «προσόντα» να την πέφτει σε πιπινέζες. Τέτοιος τύπος είναι ο (νεκρός) ήρωας της ταινίας 4 Μαύρα Κοστούμια, για τον οποίο ο Γιάννης Ζουγανέλης εξαπολύει την κορυφαία ατάκα: «Καλύτερα ξέφωτο, παρά βαψομαλλιάς». Επίσης, μπορεί να είναι ο καθηγητής που τον κοροϊδεύουν τα παιδάκια, ο καθηγητής Πανεπιστημίου που την έχει δει βελτσίων του Βέλτσου, ή ο επίδοξος εραστής της κομμώτριας. Είναι και το ότι οι άντρες είναι συνήθως λιγότερο προσεκτικοί και διαθέτουν λιγότερο χρόνο από τις γυναίκες σε αυτά τα θέματα, οπότε δεν τo 'χουν.

Ωστόσο, τουλάστιχον τις τελευταίες δεκαετίες πολλοί αστέρες της σόου μπιζ αποφάσισαν να εξασκήσουν το άθλημα. Πολλοί γελοιοποιούνται με καραμπογιές και βαψίματα χρώματος κομοδινί. Μερικοί, όμως, επιδίδονται και σε ψαγμενιές, όπως: Ο εξηντάρης βάφει τα μαλλιά του σε χρώμα γκρι του πενηντάρη, ή ο πενηντάρης σε χρώμα γκρι του σαραντάρη. Επίσης, διάφορες άλλες σπρετσατούρες, οι οποίες συνήθως δεν βγαίνουν και τους γελοιοποιούν έτι περισσότερο.

Γενικώς, η αυτονόητη κατηγορία για έναν βαψομαλλιά είναι ότι το βάφει το μαλλί, καθιστάμενος έτσι όψιμος πουστοσέξουαλ. Πλην καθώς διάγουμε κατά Baudrillard την εποχή της διασεξουαλικότητας και του τραβεστί του πολιτικού (le travesti du politique), παρόμοιες κατηγορίες είναι αναχρονιστικές και καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού. Εξάλλου οι γνώμες διίστανται: Ο βαψομαλλιάς παρακάμπτει την ανησυχία άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα στην ψωλή. Στερείται όμως και την απόλαυση να περηφανευτεί μαλλί βαμβάκι, ψωλή φαρμάκι. Αμφότερα και τα δύο είναι κοινωνικές/ γλωσσικές κατασκευές. Απλώς το πρόβλημα είναι τι γίνεται όταν έχεις ήδη αρχίσει να γκριζάρεις και μετά σκας μύτη, αίφνης, ως καραμπογιάς. Γι' αυτό έχω να προτείνω το εξής: Αν τύχει να έχουν βγει ήδη κάμποσες άσπρες τρίχες μέχρι να σκεφτείς το βάψιμο, τα βάφεις σε ένα τιραμισουρεαλιστικό χρώμα, όπως μπλε, φούξια ή ξανθά αν είσαι μελαχροινός, για να το παίξεις φρικιό, τρελό αλτέρνι κι έτσι. Και σε χρόνο ανύποπτο, όταν όλοι το έχουν ξεχάσει, το γυρίζεις σε κανά κομοδινί της αρεσκείας σου. Ήταν μια κοινωνική προσφορά του Χάνου της Χρυσής Ορδής για το σλανγκρ.

Υπάρχει και ειδικό βλόγιον, το www.vapsomalliades.blogspot.com, το οποίο κράζει τεκμηριωμένα τους απανταχού βαψομαλλιάδες και το συνιστώ εκθύμως για να περάσετε μερικές ώρες απολαυστικού κραξίματος, τώρα μάλιστα που το σλανγκρ βρίσκεται σε ύφεση. Από εκεί αρυόμαστε τις παρακάτω πληροφορίες:

Επιφανείς βαψομαλλιάδες είναι και οι χαβαλεδιάρηδες τραγουδιστές:

Πέτρος Κωστόπουλος: Βλαχοκυριλέ κομοδινί βάψιμο με εμφύτευση. Ceci n'est pas Μέγας Πέτρος!

Γιώργος Τράγκας: Μαλλί- τηγάνι, ήτοι μαύρο βάψιμο που επικάθηται σαν τηγάνι πάνω στο γκρι του πενηντάρη (ενώ ο Τράγκας είναι 65άρης) που διατηρεί στους κροτάφους. Ceci n'est pas σπρετσατούρα!

Λευτέρης Ζαγορίτης: Πρόχειρο κατάμαυρο με λευκές ρίζες.

Τόλης Βοσκόπουλος: Ερωτιάρικο καφέ θυσανωτό.

Άρης Σπηλιωτόπουλος: Κατάμαυρη ιφιγένεια, αν και ο ίδιος είχε δηλώσει παλιότερα ότι γκρίζαρε από το άγχος και τις ευθύνες...

Παύλος Τσίμας: «Εμφάνιση δημοδιδασκάλου, μύσταξ ιεροψάλτου, ύφος σεμνοπρεπές» για τον τρομπαδούρο του σοσιαλισμού, που με το κομιλφό βάψιμο προσπαθεί να αλώσει το σύστημα από τα μέσα σύμφωνα με την τακτική του «εισοδισμού» (βλ. το απολαυστικό άρθρο στο μπλογκ).

Πάνος Παναγιωτόπουλος: Αυτάρεσκος βαψομαλλιάς και προσθετάκιας, ξυρίζει τις φαβορίτες για να μην φαίνονται οι εκεί άσπρες τρίχες.

Αλέξης Κούγιας: Μια από τις πολλές κουγιές του μοντελοπνίχτη είναι η απελπισμένη καραμπογιά του.

Άδωνις Γεωργιάδης: Είναι συμβατή η βαψομαλλίαση με τα ελληνικά ιδεώδη;

Γιώργος Καρατζαφύρερ: Σκούρο καφέ έως έντονο καφεκόκκινο που ζαλίζει και τα περιστέρια.

Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης: Κάνει και ανταύγειες και το παραδέχεται! Εύγε για την ανδρεία!

Αλέξης Παπαχελάς: Εγγράμματο, σικ βάψιμο.

Ανδρέας Μικρούτσικος: Ένα βαψιματάκι τοσοδά μικρούτσικο.

Κίμων Κουλούρης: Όχι μόνο τα μαλλιά (ατημελήτως βαμμένα με άσπρους θύλακες), αλλά και τα φρύδια και τις βλεφαρίδες, του Άι Λάινερ δεηθώμεν! Κιμωνό ξεκούμπωτο με λίγο από thespian. Πάντως, συνάδει με την όλη θεατρική σκηνική του παρουσία.

Ron Jeremy: The Porn-Star Experience of βαψομαλλιάς. Ναι, ο άνθρωπος, που μπορούσε να κάνει αυτό για το οποίο ζηλεύουμε τους σκύλους, τα βάφει.

Ύστερα και από αυτό το τελευταίο παράδειγμα, πρέπει να το σκεφτούμε σοβαρά μήπως όντως είναι μαγκιά το να είσαι βαψομαλλιάς. Αν δεν πειστήκατε ακόμα, σκεφτείτε ότι βαψομαλλιάς είναι και ο Ρεχάγκελ.

Trivium: Όπως αναφέρεται εδώ, στις τελευταίες αμερικλάνικες εκλογές για κλανητάρχη, οι Ρεμπουπλικάνοι κατηγόρησαν τον Ομπάμα ότι βάφει τα μαλλιά του, και κατέβηκαν με το σύνθημα: «Πώς μπορείτε να εμπιστευτείτε έναν βαψομαλλιά;». Πλην ο Ομπάμας, ομπάμιας μπορεί να είναι, αλλά βαψομαλλιάς ποτέ! Απέδειξε με αδιάσειστα τεκμήρια ότι είναι φυσικός μαύρος και κέρδισε έτσι τις εκλογές, που κρίθηκαν στην αντικατηγορία ότι οι Ρεπουμπλικάνοι είναι συκοφάντες και ρατσιστές εναντίον των ευυπόληπτων βαψομαλλιάδων συμπολιτών μας.

  1. Τρελό κουνέλι για Τράγκα:

Ακόμα ένας δημοσιογράφος προστέθηκε στην μεγάλη λίστα των βαψομιαλλιάδων!! Γιωργάρα, 10 χρόνια νεότερο σε κάνει το κομοδινί!! Καλορίζικο..

  1. Δίκαιη οργή από γουορντπρέσι:

Σεμνά και ταπεινά ο άλλος βαψομαλλιάς του μπούλη: Με …ελικόπτερο στη Μύκονο ο Βαρβιτσιώτης!..
…για προσωπική κοινωνική του υποχρέωση. Δεν βάζουν με τίποτε μυαλό στην κυβέρνηση…
Για τη σεμνότητα και ταπεινότητα του βαψομαλλιά υπουργού του Καραμανλιστάν, στο press-gr
* Ρε αληταρά, κομψευόμενε ανίκανε, που δεν έχεις ένσημο στη ζωή σου, ξέρεις με τι ζει ο λαός;
Ξέρεις τενεκέ ξεγάνωτε;

  1. ΟΚ, πάντως κι ο Ιωαννίδης με τον ΠΑΟ κόντρα σε Νίνη και μετά Σαλπιγγίδη, δεν τα πήγε άσχημα από αριστερά. Το ίδιο και με τον Κουτσιανικούλη στον Τέλη.
    Δεν υπάρχει παικτική σύγκριση μεταξύ των παικτών που αναφέρεις και του Εστογιάνοφ. Ο βαψομαλλιάς υπερτερεί και σε ταχύτητα και σε τεχνική.
    (Δες).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες γιαουρτιών:

  1. Συνθηματική ναρκοσλάνγκ για την κοκαΐνη, σχετικά πρόσφατη. Μια από τις πολλές φλωρατζήδικες μεταφορές για την μεγάλη κυρία των ναρκωτικών, βασισμένη στο λευκόν του πράγματος. Άμα σκεφτείς και το γιαουρτάκι της γιαγιάς με την πέτσα και την ζάχαρη από πάνω, μπορεί να σου θυμίσει το κρυσταλλοειδές της κόκας. Για άλλες φλωρατζήδικες μεταφορές βλ. χιόνι, χιονάτη, νιφάδες, χιονόμπαλα, παγόβουνο, αναψυκτικό και ταλιμπάν και ταλιμπάν...

  2. Στην σεξοσλάνγκ είναι τα φλόκια. Κυρίως, στο ωραίο θέαμα που προσφέρουν όταν απλώνονται χυτά στο λείο γυναικείο δέρμα. Πιθανολογώ ότι ο συνειρμός είναι από το γιαούρτωμα. Οπότε και εδώ έχουμε εκτίναξη σπέρματος δίκην γιαουρτιού στο ταλαιπωρημένο δέρμα, πάντα για το καλό της γυναίκας, σύμφωνα με τον γνωστό εξουσιαστικό φαλλογοκεντρισμό. Το Πονηρόσκυλο έχει καταγράψει και την έκφραση στα μπούτια τα γιαούρτια, όπου μιλάμε μάλλον για υπερεκχείλιση σπέρματος από το αιδοίο και ολίσθησή του στους μηρούς. Το γιαούρτι είναι ένα μόνο από τα γαλακτοκομικά προϊόντα που συνδέονται σλανγκικώς με το σπέρμα, βλ. και τα τυρί, φέτα, γαλατάς.

This definition has the tendency of becoming silly, θα με διέκοπτε ο Graham Chapman...

Σλανγκασίστ: Ένα ακόμη ψιχίο από την σλανγκοτράπεζα του Χότζα.

  1. - Πού 'σαι ρε Μήτσο; Γουστάρεις να χτυπήσουμε κανά γιαουρτάκι;

  2. - Έτσι, έτσι μωρό μου, έεετσι! Ο γαλατάς, ο γαλατάς! Σου φέρνω τα γιαούρτια μανάρι μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «ροζ» είναι τα πρώτα σημάδια της περιόδου η οποία, συνήθως, δεν έρχεται μπαμ, αλλά εμφανίζεται με τις εισαγωγικές αυτές αχνές κηλίδες της ελάχιστης ποσότητας αίματος που προηγείται του όλεθρου και της καταστροφής παντός σχεδίου, ψυχικής ισορροπίας, επαφής.

Τα ροζ μπορεί όμως να σημαίνουν και κάποια ελαφράς μορφής αιμορραγία, πχ στα μισά του κύκλου, πράγμα που μπορεί μεν να είναι φυσιολογικό, αλλά μπορεί και να σημαίνει διάφορα: ορμονική διαταραχή, εμμηνόπαυση, ασθένεια, πολύποδα, και άλλα όμορφα.

Ακόμα και στον γιατρό, έτσι περιγράφεται αυτό το φαινόμενο.

Ασίστ Μες, στο λήμμα καφέ:

«Σούπω βρε ιρον, τώρα που το λίνκιασες, και τα «ροζ» να ανεβάσουμε, αυτά τα πρώτα πριν, που τα βλέπεις και αρχίζεις το μοιρολόγι που δεν θα μπεις στην θάλασσα, που τσάμπα έκλεισες για την Αράχωβα στράφι θα πάει η κρεβατάρα κλπ, α;»

- Ο κύκλος σας φυσιολογικός;
- Εεμμ... είχα ένα προβληματάκι τον τελευταίο μήνα, εμφανίστηκαν λίγα ... εχμ... ροζ, ξέρετε... και μετά σταμάτησαν. Να ανησυχήσω;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της αργκό που εννοεί το γνωστό ναρκωτικό, την άσπρη.

Τι έγινε ρε Γιακουμή, έφερες τη χιονάτη;;;

(από Khan, 29/12/12)(από Khan, 29/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άγια εκείνη μέρα που μια βαθιά και διακαής επιθυμία επιτέλους πραγματοποιείται.

1) Έχε γεια, μην κλαις το μαράζι,
μάθε φυλακτό να μην κρεμάς.
Να λες «Δεν πειράζει,
θα'ρθει η άσπρη μέρα και για μας.»
Γρηγόρης Μπιθικώτσης

2) «Όσοι έχουν αγνές προθέσεις απέναντι στην ομάδα, μπήκαν στο νόημα και αποφάσισαν να κάνουν κάνα μήνα υπομονή, μπας και αναλάβει αυτός ο άνθρωπος για να δει η ΑΕΚ και μια άσπρη μέρα.» - εξ ιστοσελίδος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως σε πληθυντικό («μαύρα»). Δηλαδή σόουλ, χιπ χοπ, r'n'b.

Από το Βιβλιοδρόμιο 7-8 Ιαν. 2006, άρθρο Μαρίας Μαρκουλή, εδώ

  1. Παίζει πολλά μαύρα ο ντιντζέι.

  2. Αυτόν τον καιρό ακούω πολλά μαύρα.

Δηλαδή μουσική των μαύρων, βλ. και μαυρίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρονική περίοδος στην ζωή ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη, χαρακτηριστική φαινομενολογία στον τρόπο έκφρασης και τις επιλογές του.

Καθώς ο όρος περικλείει την έννοια της αναπόφευκτης παροδικότητας (αφού η περίοδος, εξ ορισμού, κάποτε θα ολοκληρωθεί), λέγεται κυρίως από τους τρίτους, τους αντικειμενικούς παρατηρητές. Ο ίδιος ο άνθρωπος που τη βιώνει, δύσκολα θα αρθεί στο αυτογνωστικό ύψος που απαιτείται για να παραδεχθεί ότι περνά μια φάση. Αντιθέτως, μπορεί να έχει την βέβαιη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια ριζική και μόνιμη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται πλέον τον κόσμο και προτίθεται να τον διαχειριστεί. Μόνο αργότερα, όταν θα έχει βγει από αυτήν, θα μπορέσει να της δώσει την αναλυόμενη ή οποιαδήποτε άλλη ετικέτα.

Από την προαναφερθείσα έννοια της φάσης αλλά και του μοντ, η μπλε περίοδος διαφέρει πρώτιστα στην χρονική διάρκεια, η οποία εδώ είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη. Εκτός αυτού, όμως, αφορά εκτροπές της ψυχολογίας, της κοσμοθεώρησης και, τελικά, της συμπεριφοράς μας που επισυμβαίνουν ύστερα από την βίαιη παρέμβαση συνταρακτικών και επίπονων γεγονότων: ενός χωρισμού, μιας επαγγελματικής κλπ απογοήτευσης, ενός θανάτου δικού μας ανθρώπου.

Η έκφραση, βέβαια, στην καθημερινή χρήση της, φέρει πάντα ένα χαμόγελο, έστω ειρωνικό, έστω αμφίσημο: αισιόδοξο ή απαισιόδοξο.

Προέρχεται, προφανέστατα, από την μπλε περίοδο του Πάμπλο Πικάσσο: Ευρέως αναγνωρίσιμη, εύκολα διακριτή από άλλα έργα του ιδίου, με αρχή και τέλος και την δική της αύρα, οπωσδήποτε ψυχρή, ενίοτε ζοφερή και απέλπιδα (για αρχή βλ. εδώ).

Πρόκειται για έκφραση της λεγόμενης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα της λείπει η βρωμιά και η ανατρεπτικότητα ενώ, ταυτόχρονα, απαιτεί την προΰπαρξη, στον χρήστη και στον αποδέκτη, ελάχιστων εγκυκλοπαιδικών ερεθισμάτων περί της σύγχρονης τέχνης, ώστε να γίνει κατανοητή. Όταν όμως αυτό συμβεί, περνά το νόημά της αρκετά αποτελεσματικά.

Αατα.

  1. - Μ’ έχει σκίσει κολλητέ, από τη στιγμή που βρήκε εκείνο το σουτιέν στο αμάξι, με χορεύει στο ταψί. Τέλειωσε, το πάνω χέρι το ‘χασα οριστικά. Απορώ γιατί δεν με χωρίζει στην τελική.
    - Για να σε δει να υποφέρεις ρε φίλε. Και για να προλάβει να σε κερατώσει κι αυτή.
    - Χθες ξαφνικά, εκεί που έκοβε ψωμί, σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει τη λάμα του μαχαιριού. Τα χρειάστηκα.
    - Τι της είπες;
    - Τίποτα. Αυτή μου είπε: «Η σχέση μας, μωρό, έχει μπει στην μπλε περίοδό της».
    - Και; Καλό είναι αυτό;
    - Πάλι καλά φίλε. Πάλι καλά που δεν έπιασε Βαν Γκογκ, εκεί κοβόντουσαν και αυτιά…

  2. - Πού είσαι ρε καρντασάκι! Τι κάνεις γαμώ το φελέκι μου, χρόνια και ζαμάνια!
    - Αρραβωνιάστηκα φίλε, γάμος τον Δεκέμβριο, κανόνισε!
    - Εσύ ρε; Που μού 'λεγες «όλες πουτάνες είναι» και τέτοια;
    - Νταξ μωρέ, ήταν η μπλε περίοδός μου τότε, είχα φάει την πίκρα από τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, σκατά στα μούτρα μου…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χασίς καθώς και η ανάλογη φυτεία. Συνθηματικός όρος που χρησιμοποιείται στην Κρήτη για τις χασισοκαλλιέργειες. Η λέξη παίζει και με το πράσινο μίας έτσι κι αλλιώς κατάφυτης περιοχής.

- Ωραίο χωριό το (Χ)...
- Ναι, έχει πολύ πράσινο...

Τhe Kinks - The Village Green Preservation Society (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified