Further tags

Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.

Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.

(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)

- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εθισμένος σε ενέσιμες ναρκωτικές ουσίες πρεζάκιας που έχει γεμίσει με τρύπες το σώμα του επειδή βαράει ενέσεις, ο τοξότης.

  1. ΤΡΥΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΑΠΑΚΗΔΕΣ, ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ. Υπερπροστατευμένα παιδιά μικροαστικών γονέων. Μεγάλωσαν με αυτόματο πιλότο βλέποντας τον νευρωτικό περίγυρο να προσκυνά μια την Εκκλησία και μια τον Μαμωνά. Δε δούλεψαν ποτέ στη ζωή τους, τα πάντα τα εύρισκαν και τα βρίσκουν έτοιμα, ας είναι καλά η αγία ελληνική οικογένεια με το κυριακάτικο ροσμπίφ της και το γενναίο χατζιλίκι στα τεμπέλικα κωλοπαιδαράκια της, με τα επώνυμα ρούχα και τα android κινητά τους. Ας είναι καλά επίσης το Σύστημα , που τους παρέχει την άνεση για έκτακτες "απαλλοτριώσεις", για τις ανάγκες του Αγώνα για την απελευθέρωση των μαζών. Ηλίθιοι των ηλεκτρονικών παιχνιδιών και της Θύρας Τάδε, τρυπάκηδες, χαπάκηδες, χορταράκηδες, διψούν για αίμα και καταστροφή, νομίζοντας ότι έτσι δίνουν νόημα στο υπαρξιακό κενό τους, ότι βάζουνε λίγο χρώμα στην απόλυτα άχαρη ζωή τους. (Εδώ)
  2. ρε μαν πώς την παλεύεις, εγώ και την ημέρα σκιάζομαι να πάω στην πρεζόπιατσα. Χώρια που ξενερώνω με τους τρυπάκηδες, μου κόβουν την διάθεση για σέξ. (Από το θρεντ "Ρομαντικές αφηγήσεις της πιάτσας" σε μπουρδελοσάη).
  3. Συγκρίνεις συγκρότημα το οποίο έχει άφταστο κοινωνικο-πολιτικό στίχο, πάρα πολύ καλές παραγωγές (το ξέρουμε για τα κλεμμένα, το ξέρουμε...), το οποίο έχει χαράξει πορεία πάνω σε αυτό που λέγεται ρημαδοελληνικό χιπ χοπ, με τους τζέρτζελους χασισομέθυσους κοκάκηδες τρυπάκηδες ΖΝ. Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι ανόμοια και δεν γίνεται σύγκριση μεταξύ τους. (Από το hiphop.gr).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπτώματα στέρησης από ουσίες, παράνομες, οπιούχα κυρίως, από αλκοόλ, αλλά και, κατ' εξοχήν, από ορισμένα ψυχοφάρμακα. Απαντά κυρίως στη φράση έχει μαμούνι, και περιγράφει την ψυχολογική διάσταση της στέρησης που εκδηλώνεται ως αναζήτηση τέτοιων ουσιών από τους χρήστες μετά τη θελημένη ή αθέλητη διακοπή, ή κατά τις προσπάθειες διακοπής της ουσίας.

Η στέρηση λένε αυτοί που ξέρουνε εμφανίζει δυο στάδια, το οξύ σύνδρομο, και το παρατεταμένο σύνδρομο (prolonged ή post - acute withdrawal syndrome). Το οξύ που κρατάει λιγότερο έχει περισσότερο σωματικά συμπτώματα. Το παρατεταμένο είναι η δεύτερη φάση χαρμάνας που κι αυτή είναι γάματα, κατά την οποία κυριαρχούν συμπτώματα όπως ψυχοκοινωνική δυσλειτουργία, ανηδονία, ευερεθιστότητα, έλλειψη συγκέντρωσης και διαύγειας, προβλήματα ύπνου, μνήμης, κινητικού συντονισμού, πανικούς, να είσαι δηλαδή σα γαμώ τη μαύρη καταδίκη σου, γαμώ, ΓΑΜΩ! κλπ - you get the picture.

Το μαμούνι, λοιπόν, στη , επιχειρεί να περιγράψει την αναζήτηση του ναρκωτικού, του οποίου η λήψη ως αστραπή, ως σπίθα και κατά κύματα (έτσι το περιγράφουν και επιστημονικά μοντέλα) περνά από το νου του πρώην χρήστη, φαντάζοντας ως ο τρόπος να απαλλαγεί από όλα αυτά τα ψυχολογικά και παρατεταμένης διάρκειας, "ανθεκτικά" συμπτώματα.

(Πολλάπλά ενδιαφέρον, όπως μας πληροφορεί η βικούλα για το σύνδρομο αυτό, το παρατεταμένο, σε αντίθεση με το οξύ, είναι το ότι δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως στα διαγνωστικά εγχειρίδια. Φαντάζομαι έχει να κάνει με τα therapy/rehab politics: αφενός πόσο γάμησέ τα είναι να γνωρίζει αυτός που προσπαθεί να απεξαρτηθεί ότι έχει να περάσει κανονικά και με τη νόρμα έναν τέτοιο μακράς διάρκειας γολγοθά, αφού περάσει τα σωματικά συμπτώματα, αφεδύο πόσο μειωτικό για την ίδια την ψυχιατρική είναι το να παραδέχεται ότι η κατάσταση στην οποία προσηλώνεται - αποχή από την ουσία - μπορεί για πολύ καιρό να είναι βασανιστική. Αλλά ας μην γινόμαστε συμπερασματάκηδες...).

Τα παραπάνω - όλα - με επιφύλαξη ως προς τις λεπτομέρειες τουλάχιστο, γιατί είναι και ευαίσθητα θέματα τα οποία και δεν τα κατέχομε τόσο καλά.

Κλαψιάρικος διάλογος ανάμεσα σε - αντάρηδες χρήστες σε παγκάκια έξω από κέντρο απεξάρτησης.

- Γιατί ρε μαλάκα δεν ψουψουψου...;
- Γιατί ρε μαλάκα κι αυτό έχει μαμούνι και θα με φάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιωσίδι, οι κυριότερες κατηγορίες:

Ανάδοχος εκ του δουπού: Γαλαδριήλ.

1. Στο σταθμό της Ομόνοιας μπήκε ένα λιωσίδι (καμμένος), που έστριβε σα τζέτλεμαν το τσιγάρο του, και έκατσε στην απέναντι απο εμένα τετράδα. Το λιωσίδι αυτό έμελλε να παίξει καίριο λόγο στην ιστορία μας. Αφού ξεκίνησε ο συρμός, άρχισα να τρώω ξανά το σαντουιτς μου, το οποίο πια είχε φτάσει στη μέση του. Τότε συνέβη το εξής.

2. Οι Wolf είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη, η καλύτερη Heavy/Power Metal μπάντα της προηγούμενης δεκαετίας. το δε Black Flame ο καλύτερος δίσκος του είδους. Ο αριθμός ακροάσεων του δίσκου είναι σε γελοία νούμερα, λιωσίδι κανονικό.

3. Αρνείσαι ότι είσαι λιωσίδι. Ναι σε σένα μιλάω, που όταν σου το λένε, πάντα έχεις μια φθηνή δικαιολογία του στιλ: «Τώρα μπήκα για να στείλω ένα μήνυμα». Όταν είσαι έξω, κάθεσαι όλη την ώρα με το κινητό στο χέρι και τσάκα τσούκα στη home screen να δεις (όλοι ξέρουμε τι..). Βγάλε τώρα το Facebook (fb) από home page στον browser σου, πάτα log out μετά από λίγο και μην μπαίνεις κάθε 10'. Μετά έλα να το αρνηθείς..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι υπό την επήρεια κουμπιών, δηλαδή ναρκωτικών σε μορφή χαπιού, ο χαπακωμένος.

  1. Από εδώ:
    Σαν χτες φαντάζει εκείνο το σκηνικό όπου, όντας βαριά “κουμπωμένος” σε κάποιο κλάμπάκι που βαρούσε ηλεκτρονική μουσική, σε πλησίασε εκείνο το πολύ καυτό γκομενάκι και σε ρώτησε με νόημα “γουστάρεις τρανς;“

  2. Από εδώ (τροποποιημένο):
    Μέτρησα 1 ώρα, 43 λεπτά και 5 δευτερόλεπτα απαλεψιάς απο την στιγμή που μπήκα, γιατί στα decks επαιζε ενας μικελελές το ίδιο τραγουδι σε λούπα όλη την ώρα, μέχρι που είδα την κράβιτζ γύρω στις 5 να πλησιάζει τα ντεκς και λέω μαλακα θα τα γαμησει ολα η τυπισσα, ολοι είναι εκστασιασμένοι...τελικα όλοι ήταν κουμπωμένοι δεν εξηγείται αλλιως ο όλος χαμός αφού και αυτη έπαιζε το ίδιο ντουπ ντουπ, ήπια το ποτό μου γιατί ράντλερ δεν είχε, λέω ήρθε η ώρα κ γύρισα και κοιμήθηκα και ήρθα το πρωι δουλειά και γαμω την π

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνηθες υποκοριστικό για τον τοξικομανή, τον ντρογκάτο, ή, δευτερευόντως, και για την ίδια τη ντρόγκα, δηλαδή τη ναρκωτική ουσία.

  1. Τι θα γίνει με την ντρογκαρισμένη νεολαία που εγκαταστάθηκε λόγω της αδιαφορίας των αρχών στο πλάι του Πολυτεχνείου (μεταξύ Πατησίων και Μπουμπουλίνας) αποτελώντας πια εστία λύπης, απόγνωσης κι ενίοτε αγανάκτησης των ανθρώπων της γειτονιάς, καθώς ντρογκάκια, βαποράκια, μαυράκια και παρατρεχάμενοι κάθε λογής λύνουν και δένουν. [...] Άλλωστε η κρίση που περνάει η χώρα είναι το καλύτερο μέσο για να βγάλει όνομα η περιοχή, να πάρουν των ομματιών τους οι κάτοικοι κι έτσι να μπουν τα φιλέτα στο μεγάλο τηγάνι.
    (Παπαγιώργης, Κωστής, «Οδός Τοσίτσα και πέριξ». Εν: Αθηνόραμα, Β΄593).

  2. Αλήθεια, όταν βλέπουν οι τηλεθεατές τον κ. Πέτρο Κωστόπουλο να μοστράρει στις οθόνες τους το ξεθυμασμένο μεν αλλά πάντα δηλητηριώδες λαϊφοστυλάδικο ντρογκάκι του, γνωρίζουν ότι την ίδια ώρα απολύει εργαζόμενους από τη δική του επιχείρηση, την «Imako», από την υπεραξία των οποίων χαίρεται τα κοστούμια του και τα σπίτια του; Κι αν το γνωρίζουν αυτό οι τηλεθεατές, το ενθυμούνται καθώς χαυνώνονται κι αποχαζεύουν παρακολουθώντας (ως παρακολουθήματα) το κυρίαρχο βλαχομπαρόκ κυριλίκι της ημιθανούς μας νεοπλουτιάς; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά, απ’ τη «ντρόγκα» που μας ήρθε απ’ την ιταλική «droga» κι αυτή απ’ το αβέβαιης προέλευσης γαλλικό «droge»: προμήθεια, στοκ, εφόδιο. Πιθανώς απ’ το ολλανδικό «droge-vate»: ξηρά βαρέλια ή το «droge waere»: ξηρό υλικό.

Παρεμπιπτόντως, το ξηρό αυτό υλικό συσχετίστηκε λανθασμένα με το περιεχόμενο των βαρελιών που ήταν εμπορεύματα, κυρίως μπαχαρικά και αποξηραμένα βότανα. Όμως τα τότε φάρμακα αποτελούνταν κυρίως από αποξηραμένα βότανα. Έτσι, προήρθε ένας συσχετισμός με φάρμακα και χημικά συστατικά (14ος αιώνας), κατόπιν με δηλητήρια (16ος αιώνας) και μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε συσχετισμός με ναρκωτικά και οπιούχα.

Σημαίνει τον φαρμακωμένο από κάθε είδους φαρμάκι είτε αυτό είναι ντρόγκα, είτε ντόπα, είτε οποιοδήποτε άλλο χημικό κατασκεύασμα που εξασφαλίζει παροδικά είτε επιπλέον αντοχή στην καθημερινή παράνοια, είτε καταστολή των παρενεργειών της (π.χ. κατάθλιψη).

Έτσι, κάποιοι δύστυχοι απόγονοι του homo sapiens παραμένουν στους κόλπους της πολιτισμένης πλην κακούργας κοινωνίας τους προσπαθώντας είτε να της ξεφύγουν έστω και για λίγο, είτε να φανούν αντάξιοι των προδιαγραφών της, είτε να ανταπεξέλθουν τόσο στους απάνθρωπους ρυθμούς της, όσο και στους υπεράνθρωπους στόχους επιτυχίας και κοινωνικής καταξίωσης που αυτή θέτει.

Για το θηλυκό ακούγεται το «ντρογκάτα».

1.
…εδώ τα πράγματα έχουν αρχίσει να σοβαρεύουν, πριν κάνα μήνα είχαμε τους «σουηδούς» που κυκλοφορούσαν με μαχαίρια στην παραλία της πόλης, μετά γεμίσαμε από κλεφτρόνια και ντρογκάτους, τελικά μήπως θα πρέπει να πάρει η πολιτεία-δήμος δραστικά μέτρα, πριν αρχίσουμε να φτάνουμε σε σημεία αυτοδικίας για να προστατέψουμε τις οικογένειές μας;

2.
Αν ζούσαν σήμερα και ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που ήταν τότες, ο Γκαίτε θα ήταν νεοταξίτης υπουργός της Μέρκελ και ταυτόχρονα εστέτ συγγραφέας, και πολύ καθίκι της άρχουσας τάξης, ενώ ο Ντασταιέφκσι, θα ήταν ντρογκάτος, αλκοόλας, πανκ άρτιστ στη Μόσχα, αβανγκαρντίστας που θα τον καταλάβαιναν οι συντηρητικοί φιλότεχνοι όσο καταλαβαίνω εγώ από μανδαρίνικα.

3.
όταν α) έχεις το σημαντικότερο παιχνίδι της ιστορίας σου στην Ευρώπη, σε 4 μέρες, β) παίζεις αποδεκατισμένος, χάριν της ελληνικής διαιτησίας, γ) δεν παίρνεις ούτε τα τσόφλια μέσα στο γήπεδό σου, είναι αστείο να συζητάμε για πάθος, αγωνιστικότητα, καλή μπάλα και τα τοιαύτα. Εκτός και είσαι ντρογκάτος σαν τα αστέρια των ουσιών της ιβηρικής.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Τι είναι αυτά ρε; Winston μπλε πήρες ρε καρκινιάρη;

- Βρε καρκινιάρη, κι άλλο άναψες;»

- Δες τον καρκινιάρη, έχει να κάνει μπάνιο τρεις μέρες!

- Πω ρε μαλακα καρκινιάρη, πάλι dubstep ακούς;

Βλέπε και καρκίνος και φάρσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Υποκοριστικό» της λέξεως πρετζόνι, που προφανώς σχηματίζεται από την λέξη πρεζόνι μαζί με το «τζ» από την αγγλικάνικη ομόλογη της λέξη junkie.

Συνώνυμη με τις: πρέζονας, ζακιπρέ, ζέο, ζάκι.

Σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες λέξεις που χρησιμοποιούνται, ως επί το πλείστον, για άτομα που κάνουν χρήση πρέζας (βλέπε και ζαμπόν, ζουζού, κ.τ.λ.) η συγκεκριμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να κοροϊδέψει ή να ειρωνευτεί κάποιον (πως αυτά που λέει δλδ είναι αποτέλεσμα χρήσης ουσιών) όταν αυτός είτε είναι μπουρδολόγος- παπαρολόγος με την καλή έννοια, είτε το μυαλό του (λέμε τώρα) έχει πνεύσει τα λοίσθια, με αποτέλεσμα αυτά που λέει να σε κάνουν να μην την παλεύεις, να βαράς ενέσεις.

(συζήτηση μεταξύ σλάνγκου κ «φιλομπαμπανιώτη»)
-…..αφού το έγραψε και ο Μπαμπινιώτης σε λέω. Είναι σίγουρο ρε…
- Εεε άμα το ’πε κι ο Μπάμπης αλλάζει το πράγμα… Δεν μας χέζεις ρε Τζόνι λέω 'γω; Άντε κόψε τα ληγμένα να ησυχάσουμε όλοι μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified