Further tags

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση προέρχεται από το παροιμιώδες σλόγκαν του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού «Μήπως είσαι ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ. και δεν το ξέρεις;», με το οποίο το κόμμα αυτό διεκδίκησε την προτίμηση των ψηφοφόρων το 1981. Για την ιστορία, το ΚΟΔΗΣΟ-ΚΑΕ έλαβε σε εκείνες τις εκλογές 40.126 ψήφους, ήτοι 0.70%, κάτι που σήμανε την αρχή της διάλυσης του.

Ωστόσο, το ευρηματικό σλόγκαν του κόμματος, με όλη την αφέλειά του και τη θυμηδία που προκαλούσε, πέρασε για τα καλά στη συνείδηση του Νεοέλληνα και έκτοτε το χρησιμοποιούμε, συχνά παραλλαγμένο, για να προτρέψουμε κάποιον, έστω και την ύστατη ώρα, να μην πάρει βιαστικές αποφάσεις αλλά να κοντοσταθεί, να βάλει το ακατοίκητο να δουλέψει, να εξετάσει και άλλα ενδεχόμενα και να μη απορρίπτει αβασάνιστα και εκ προοιμίου άλλες εναλλακτικές αποφάσεις, επιλογές ή λύσεις. Φυσικά, τις περισσότερες φορές είναι ένας έμμεσος τρόπος για να υποδείξουμε στον άλλον τί θέλουμε ή τί περιμένουμε να κάνει.

  1. Λίλιαν: - Να πεταχτώ στο περίπτερο για τσιγάρα, Πάρη μου;
    Πάρης: - Μήπως θέλεις να πάρεις και καπότες και δεν το ξέρεις;

  2. Λίλιαν: - Πάρη μου, γιατί αργείς να μπεις;
    Πάρης: - Μήπως θέλεις να μου κάνεις στοματικό και ντρέπεσαι να μου το πεις;

Γιάγκος Πεσμαζόγλου (από allivegp, 06/07/09)Γιάγκος Πεσμαζόγλου (από allivegp, 06/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Τα δέοντα»: Ξεπροβοδίζοντας κάποιον με την φράση «τα δέοντα», τον προτρέπουμε να μεταφέρει, σε όσους συναντήσει, μαζί με τους χαιρετισμούς μας και «αυτά που πρέπει».

Δεν είναι συνήθης στην καθομιλούμενη η κυριολεκτική της χρήση. Είναι μια έκφραση που μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς (που τα τίναξε με τα χεράκια της... το μουρμούριζε η γιαγιά μου, τραγουδάκι εποχής ήταν), Ελληνικές ταινίες με την Λαμπέτη ή τον Φωτόπουλο κ.λπ., σαν να λέμε, μπορεί να την έλεγαν κυριολεκτικά κάποτε που ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος.

Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά, με την μορφή «τα δέοντα στην μαμά σας» ή σε παραλλαγές τ. «τα δέοντα στην κερία μαμά σας» κ.λπ. (βλ. μήδι 1 και παράδειγμα 1), γενικώς με διάφορες αναφορές στην μαμά, υποθέτω λόγω του ότι η μαμά είναι ιερό πρόσωπο και της αρμόζει σεβασμός κ.λπ. Η χρήση της είναι αντίστοιχη άλλων αποχαιρετισμών όπως «χαιρετίσματα...», «χαιρετίσματα στους δικούς μας», «χαιρετίσματα στην κλεφτουριά», «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που σημαίνουν ότι δεν ασχολούμαστε άλλο με το θέμα της συζήτησης, την κλείνουμε εκεί, αδιαφορώντας πλέον, κρίνοντας άσκοπο να συνεχίσουμε την κουβέντα και αποχαιρετώντας τους συνομιλητές μας.

Λένε ότι ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος του Sport FM, τα παλιά τα χρόνια, έκλεινε την εκπομπή του ως εξής: “Να είστε όλοι καλά και, μην ξεχνάτε, τα δέοντα στην μαμά σας!“. Σε εκείνη την περίπτωση ενδέχεται η χρήση της φράσης να ήταν κάπως ενδιάμεση μεταξύ της ευγενικής μπαμπαδίστικης κυριολεξίας και της σημερινής αγενέστατης ειρωνίκλας, σο, λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει και τέτοια ενδιάμεση χρήση. (Κε Χαραλαμπόπουλε, αν σας ψάχνετε με γούγλε γούγλε και πέσετε εδώ, αφήστε μας ένα σχόλιο με την κοσμοθεωρία σας σχετικά, μμμ!;).

Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, τον πούτσο κλαίγανε, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς

Ασίστ: Dirty Talking από το ΔΠ.

Παράδειγμα 1: Σημ. Το μήδι 1 είναι α-νύ-παρ-κτο και χαρακτηριστικό. Το λήμμα στο 0:31. Ακολουθεί το κείμενο αλλά άλλο να διαβάζεις, άλλο να ακούς τον Χάρρυ Κλυνν να τα λέει:

Ταινίαι τέχνης: «Το μυστήριο ελύθη, αλλά το πρόβλημα παραμένει τελικώς άλυτον… Πως μαγειρεύεται εντέλει το ραγού; Μέσα είσαι εσύ ρε μάγκα… Όλα τα πιάνεις.

Περί τα θύματα ανθρώποι είμεθα και ουδείς αλάνθαστος. Η αχαριστία είναι το έγκλημα… Διότι ο άλλος να πούμε σου δώνει την τέχνη του και ‘συ αρωτάς: “και ποίον περικαλώ το ηθικόν δίδαγμα του έργου;” Δεν κάνει ρε μάγκα… Μη τον προσβλήνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εντέλει, πως φτιάχνεται να πούμε το ραγού;

Διότι πάσα έργο να πούμε δε σάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας. Δεν είναι να πούμε φάγαμε, ήπιαμε και το γλικεράκι μας και άντε γεια χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας. Άπαξ και έριξε φινάλε να πούμε το έργο, πρέπει να την σακουλευτείς που την πάει ο μάγκας τη δουλειά.

Ούτω πως και αι ταινίαι τέχνης. Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουεζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα: Ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι. Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα. Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα… Αλλιώς πως, κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και ασ’ τα επίλοιπα απάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε ρε μάγκα τη φτιάξη… Γουστάρουμε περί Μεγά Αλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα… Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης… Καπέλο μας.»

Παράδειγμα 2 - Εδώ:
Ευχαριστώ και τα δέοντα στη μαμά σας. Είμαι σίγουρος ότι μένετε ακόμα μαζί.

Παράδειγμα 3 - Εδώ:
Λοιπόν, για να συνοψίσουμε αγαπητοί καταναλωτές κροκοδείλου κ ζέμπρας: σβύνετε τώρα αμέσως το blog μου από τα favorites του browser σας κ δέχεστε τις ευχές μου για τις εορτές κ τα δέοντα στη μαμά σας. Άιντε, μην πάρω τίποτε ανάποδες κ αρχίσω κ καταλήξω να κάνω παρέα του Ψαριανού που δεν τον χωνεύω κιόλας.

Το λήμμα στο 0:31. Δεν υπάρχει. Απορώ πώς διάολο το λέει μονορούφι, ακόμα και γραμμένα να του τα χουνε... (από Galadriel, 05/08/09)

Πρβλ: τι κάνει η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόχρονη κλασική ατάκα που έλεγε σε εϊτίλα διαφήμιση ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, κατά κόσμον Ν. Παπαναστασίου.

Η διαφήμιση είχε ως εξής: Ο Λαλάκης εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Μέσα σ' όλα αυτά έλεγε με αμίμητο ύφος (βλ. μήδι):

- Τσιγάρο; Εισαγωγής! Παφ και τάληρο! Σκέτο Τέξας!

Και ταυτοχρόνως το τίναζε. Ως τάληρο εννοείτο το πεντοχίλιαρο, που εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιουσία. Να θυμήσω μόνο την ιστορική ατάκα που είχε πετάξει ένα καθίζημα στην εκπομπή του Λεβέντη: «Για να ρίξεις έναν πούτσο θες τρία χιλιάρικα!». Πεντοχίλιαρο = 15 Ευρώ, τίποτα δηλαδή σήμερα, σνιφ σνιφ.

Συμπερασμάτουσλυ, το λέμε όταν ένα προϊόν ή μια δραστηριότητα (κυρίως περιοδικά επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, όπως το τίναγμα ενός τσιγάρου) είναι πολύ ακριβή, και κάθε φορά που την κάνεις σου φεύγει κι ένα σεβαστό ποσό. Εννοείται ευκώλως, ότι στο παφ μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο. Και συνήθως η έμφαση πέφτει στο τάληρο, που χάνουμε, αλλά μπορεί να πέσει και στο παφ...

Επίσης το τάληρο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι πιο επίκαιρο.

Στο Δημόσιο Πρόχειρο υπό Bubis.

-Τι θα γίνει με αυτά τα πρόστιμα για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους; Παφ και τάληρο το έχουμε καταντήσει!

- Πολύ φορτόγκας αυτός ο Αρίστος! Κάθε τσιμπούκι που κάνει η Καυλάουρα της δίνει και ένα δώρο! Παφ και μονόπετρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ακραίου σπεκ. Λέγεται κυρίως από ενθουσιώδη οπαδό σε ταγό. Πρόκειται για εϊτίλα που καθιερώθηκε από τον δίσκο του Χάρρυ Κλυνν Τίποτα, όπου ο Χάρρυ υποδύεται τον Ανδρέα Παπανδρέου σε μια γηπεδική ομιλία, όπου έλεγε μόνο Θα με μέτρο και με τον χαρακτηριστικό παπανδρεϊκό επιτονισμό (βλ. και πράγματι), και το πλήθος του απαντούσε με θα ρυθμικές επευφημίες. Ο μόνος που έλεγε κάτι διαφορετικό από θα ήταν ένας ενθουσιώδης φαν που ούρλιαζε «μας πήρες τα σπλάχνα μεγάλε!».

Σύγκρινε: ΘΑΣΟΚ.

Παπανδρέου: Θα θα θα θα θα θα θα. Θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα θα.
Πλήθος: Θα θα θα θα θα θα θα θα θα (δις).
Οπαδός: Μας πήρες τα σπλάχνα μεγάλε!

Ελλείψει του ανάλογου σκετσακίου... (από Khan, 20/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική επισήμανση τυρώδους μπίχλας που ενδημεί στην κάρα προσφιλούς (κατά τα λοιπά) προσώπου. Προέρχεται από την αλήστου μνήμης διαφήμιση της ογδοηκονταετίας: «Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις; Άσε, έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα... Δοκίμασες το Ούλτρεξ; Λούσου με Ούλτρεξ και θα δεις»!

Την διαφήμιση αυτή έθαψε μέσα σε χάχανα η σάτιρα «Τηλεκανίβαλοι» (1987), όπου έλαβε χώρα η κατωτέρω στιχομυθία:

- Μπουλάς: Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιοκαρίνης: Άντε ρε, αλήθεια; (τινάζει τα κατσαρά μακριά μαλλιά του θάβεται μέχρι τον αφαλό μέσα σε χοντρές νιφάδες πιτυρίδας) ...Έχω δοκιμάσει τα πάντα, δε γίνεται τίποτα!
- Μπουλάς: Δοκίμασες να λουστείς; (φτυαρίζοντας το σωρό πιτυρίδας) Λούσου με λούστρεξ και θα δεις!

Παρόμοια: Τυροκώμος / κωμοτύριο / στίβεις τα μαλλιά του και βγάζεις το λάδι της χρονιάς / τυρί για μακαρονάδα / κρέας / ψόφια έντομα, κλπ.

- Πέτρο έχεις πιτυρίδα το ξέρεις;
- Γιάννη με λένε κι έχω ξηροδερμία, τί να κάνω;
- Δοκίμασες να λουστείς;
- Τι λες ρε; Κάθε μέρα λούζομαι!
- Ε, τότε ν’ αλλάζεις το νερό...

(από HODJAS, 30/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ίσως η μοναδική παρακαταθήκη στην ανθρωπότητα από τις βιντεοταινίες του Στάθη Ψάλτη κατά την ένδοξη δεκαετία των ογδόνταζ.

Εξεστομίζεται όταν πούμε χοντρή μαλακία θάβοντες διακριτικά, και καλά, κάποιους παρόντες όταν θέλουμε να τους τρίψουμε στη μάπα «ναι, ρε μαλάκα, εσένα λέω» και τους κοιτάζουμε, κατόπιν θαψίματος, με τα μάτια γουρλωμένα σαν τα πιατάκια του καφέ, ή όταν έχουμε μόλις θάψει κάποιον και αντιλαμβανόμαστε την παρουσία του κατόπιν αορτής.

Δεσμεύομαι για μήδι.

  1. - Έλα ρε Κούλα, παράτα τον το μαλάκα τον Κυριάκο, ουγκχχχ....

  2. Αφού σ' αγαπάω ρε Μαρινάκι, ουγκχχχχχ........

  3. Νίκος: Μπλαμπλαμπλαμπλαμπλα...
    Τάσος (στον Πέτρο): Ρε συ, τι μαλακίες λέει αυτός ο Νίκος. (γυρίζοντας προς τον Νίκο:) Ούγκχχχχ....

  4. Έλα ρε μωρό μου, τι δουλειά έχει τώρα ο μαλακοκάβλης ο αδερφός σου, αφού τα δυο μας είμαστε, ουγκχχχχχχχχ.......

(από markar, 29/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει επιδοκιμασία για κάποια πράξη ή αντίδραση ενός ατόμου σε κάποια κατάσταση.

- Χριστός Ανέστη...
- Μαγκιά του!

Στο 1:51. (από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαραίτητη προϋπόθεση για χρήση της παραπάνω έκφρασης είναι η προηγούμενη διατύπωση ορισμένου αιτήματος ή άποψης από το συνομιλητή και η ύπαρξη κάποιας μορφής του ρήματος «μπορώ» μέσα σε αυτή.

Η έκφραση μπορέλι καταδεικνύει την αδυναμία εκπλήρωσης του προαναφερθέντος αιτήματος εκ μέρους του ομιλητή ή τη διαφωνία του ως προς τις απόψεις του συνομιλητή.

Προέρχεται από τη ρίζα του ρήματος «μπορώ», ενώ ο αγαπημένος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού μπορεί να αντικατασταθεί και με άλλα (πάντα σχετικά με μπάλα) ονόματα.

Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δίνεται στην ηχητική ομοιότητα του επιλεγμένου όρου με τη μορφή του ρήματος «μπορώ» που έχει προηγηθεί, ενώ, για έμφαση ή ειρωνεία, προτιμάται η «ξερή» χρήση (βλ. παραδείγματα).

  1. (Χρήση μέσα σε πρόταση, φιλικά - εδώ στο τηλέφωνο)
    - Έλα ρε Γιάνναρε... Απεργούνε οι ταρίφες και μόλις κατέβηκα απ'το ΚΤΕΛ. Μπορείς να έρθεις να με πετάξεις μία σπίτι να μη γαμηθώ στα λεωφορεία;
    - Καλώς μας ήρθες φίλε αλλά δυστυχώς μπορέλι, το αμάξι είναι συνεργείο εδώ και δυο βδομάδες, έχω χτίσει πολυκατοικίες στην κίτρινη φάρα...

  2. (Μονολεκτική πρόταση για ειρωνική διάθεση)
    - Αν η ΑΕΚ κάνει 1-2 καλές μεταγραφές τον Ιανουάριο μπορεί να χτυπήσει πρωτάθλημα.
    - Μπορμπόκης.

  3. (Έμφαση στην ηχητική ομοιότητα}
    - Τι έγινε τελικά με το γκομενίδι που φάσωνες χτες;
    - Αν δεν ήμουν κομμάτια θα μπορούσα να την είχα πάρει σπίτι αλλά μετά από τόσα σφηνάκια μπορούσια...

Δες και και μπορέλι, χοσέ μπορέλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντ(ι)βέντσουρ είναι ο τύπος...

  • ...που ασχολείται μανιωδώς με το πιο μοδάτο «επικίνδυνο» σπορ. (πχ. το κάϊτ την παρούσα δεκαετία, bunjee jumping την προηγούμενη),
  • ...που επιβιώνει σε οποιεσδήποτε συνθήκες, και το ευχαριστιέται σαν γνήσιος ξάδελφος του Ταρζάν. Κάτι σαν τον Bear Grylls. Ενίοτε, χαστουκίζει κάνα λιοντάρι έτσι για να δείξει ποιος είναι o ρουμάνος στη ζούγκλα,
  • ...ο οποίος όταν βγει το βράδυ, τα κάνει πουτάνα. Ποτέ δεν είναι βαρετή η έξοδος μαζί του. Το καλύτερο φινάλε σε μια τέτοια έξοδο, είναι το αυτόφωρο, το χειρότερο το νοσοκομείο.
  • ...που είναι χύμα, και δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε πρόταση, άντρας έτοιμος για όλα. Δηλαδή ο τύπος «vivere pericolosamente».

Η έκφραση προφ προέρχεται από την αγγλική λέξη για την περιπέτεια (adventure), και έλκει την καταγωγή της, από τις καμπάνιες του Κάμελ και του Μάλμπορο, την δεκαετία του '80, με τις περίφημες adventure teams, και τους τυπάδες να χέζουν στο δάσος, γύρω από μια φωτιά, στη μέση του πουθενά.

- Τι κ΄ναι το τυπάκι ρε; Θα μας τρελάνει; Πέφτει με αλεξίπτωτο στη μέση του πουθενά;
- Και που να δεις παρακάτω τι πρόκειται να κάνει. Θα σε κουφάνει...
- Πολύ αντβέντσουρ ο τύπος. Και είναι αληθινά ρε, ή μας δουλεύουν, και ο τύπος έχει από πίσω του κάνα συνεργείο υποστήριξης;
- Τι να σου πω....

- Τι θα κάνουμε το βράδυ;
- Τι να σου πω; Αλλά έχε υπόψη σου, καλύτερα να πάμε για φαγητό, ήρεμα. Είπε ο Μάκης ότι θα φέρει τον ξάδελφο του, οπότε καλύτερα ήρεμα.
- Συμφωνώ, αυτός είναι πολύ αντβέντσουρ τύπος. Θα μας μπλέξει άσχημα με τις γνωριμίες του και το τσαμπουκαλίκι του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified