Selected tags

Further tags

Ναυτικό παράγγελμα για ανάστροφη κωπηλάτηση, ώστε να ανακοπεί η πορεία του σκάφους

σλανγκασίστ: Σχόλιο - απορία του Χαν στο λήμμα σία κι αράξαμε

Ετυμολογία

σία < βενετικά sia, προστακτική του siar (επιβραδύνω το σκάφος, κωπηλατώντας ανάστροφα) (πβ. ιταλικά scia, προστακτική του sciare)

από εδώ

Σία γερά και πέσαμε στα βράχια!

(Από τα πρώτα παραγγέλματα που μαθαίναμε, μόλις αρχίζαμε να τραβάμε κουπί, τότε που για να φάς ψάρι δεν έφτανε μόνο να βρέξεις κώλο, αλλά και να κάνεις μπράτσα).

Το σχετικό ρήμα είναι: σιάρω

Με το που σιάρισα έσπασ' ο σκαρμός και κόντεψα να τρακάρω στο μόλο! Ίσα που πρόλαβα κι αβαράρισα, αλλιώς θα την είχα σπάσει τη βάρκα.

Σχετικές εκφράσεις:

σία κι αράξαμε

σία-βόγα: Ναυτικό παράγγελμα για αντίστροφη κωπηλάτηση με το ένα κουπί, ενώ με το άλλο εξακολουθούμε να κωπηλατούμε κανονικά. Με τον τρόπο αυτό η βάρκα στρίβει επί τόπου (το "τετ-α-κε" της κωπηλασίας).

Ετυμολογία

βογάρω: κωπηλατώ | πλέω ολοταχώς | ενεργώ από το ιταλικό vogare

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α. Προέρχεται απ’ το αργκοτικό αγγλικό dukes: γροθιές (επίσης, ο τίτλος ευγενείας «Δούκας» στον πληθυντικό).

Σημαίνει:

  1. Το μπουνίδι, το άγριο ξύλο, τις μπουκετιές.

  2. Όταν μιλάμε για άντρες:

    • αυτόν που είναι γερός και δυνατός, γεροδεμένος, χεροδύναμος και σωματαράς (κοινώς το γομάρι), με υψηλότατα επίπεδα τεστοστερόνης, τον νταή που έχει το ζωνάρι του λυμένο για καυγά, που δε μασάει και δεν αφήνει να του βγει κανένας από πάνω.
    • τον γορίλα, το μπιλντέρι, τον μποντιμπιλντερά, το μπρατσόνι, τον σφίχτερμαν, τον φουσκωτό, τον χτιστό / χτισμένο, δηλαδή κάποιον που καταφεύγει στο συνδυασμό body building–ντόπες για λόγους αυτοερωτικής επιδειξιμανίας ή και τραμπουκισμού. Προκαλεί φόβο – τρόμο, σε συμπλεγματικές γκόμενες αίσθημα ασφάλειας και σε …μερικούς λιγούρα για ξινά. Τα μπίο – ντούκια τον απεχθάνονται και τον θεωρούν (πολύ σωστά) μεταλλαγμένο με κάθε έννοια.
    • Σχετικό σφόλι: «φαρινάπ». Υπονοεί (στερεοτυπικά) μειωμένη ευφυΐα και κάποτε - κάποτε πώρωση και φανατίλα, ειδικά αν το ντούκι αποτελεί μέλος / οπαδό κάποιου είδους ομάδας / συμμορίας. Συναντάται ως σεκιουριτάς, πόρτα, νταβατζής παντός είδους και σε μέρη όπου ενδείκνυται μινιμαλιστική ένδυση, πχ πισίνες, παραλίες.
  3. Η έκφραση «είμαι ντούκι», όταν δεν συνάδει με τον υπεράνω φαινότυπο, σημαίνει πως από υγεία είμαι τετράγερος / τσιλίκι.

  4. Όταν μιλάμε για πράγματα (συνήθως μηχανοκίνητα -αλλά όλο και συχνότερα αναφέρεται και σε κάθε είδους ηλεκτρονικό εξοπλισμό κι όχι μόνο) σημαίνει πως είτε κάτι είναι πειραγμένο, είτε μοντιφαρισμένο, είτε ενισχυμένο με πρόσθετα, οπότε το μέγεθος ή η απόδοσή του να είναι εντυπωσιακή.

  5. Λέγεται και για πανέμορφες, σεξουάλες γυναίκες που ξυπνάνε το θηρίο μέσα μας.

Β. Από την φημισμένη φίρμα (και αγωνιστικών) μοτοσικλετών Ducati που κατοικοεδρεύει στην Bologna της Ιταλίας. Σημαίνει, χαϊδευτικά, μια μηχανάρα της συγκεκριμένης φίρμας.

Γ. «ντούκια», από το βενετσιάνικο ducia.

Σημαίνει:

  1. Στα ναυτικά σινάφια: σπείρες, κουλούρες σκοινιού ή συρματόσκοινου. Το «ντουκιάρω» σημαίνει: διπλώνω, μαζεύω, κουλουριάζω, τακτοποιώ (ώστε να μην μπερδεύονται), ασφαλίζω (για να μην λυθούν κατά λάθος) τα σχοινιά ώστε να ‘ναι έτοιμα για επόμενη χρήση. Επίσης, και σαν «ντουκάρω». Εμφανίζεται και σαν συνώνυμο του νετάρω, καθαρίζω, ξεθαμπώνω.

  2. Ο άρρωστος, ο κλινήρης (στα Κεφαλλονίτικα και τα Λευκαδίτικα).

  3. Ο ύπνος. Υπάρχει και το ντουκάρω : αποκοιμιέμαι (στα Κερκυραίϊκα).

Δ. Σύμφωνα με το Φουρνιώτικο Γλωσσάρι, η έκφραση «πιάνω ντούκια» σημαίνει φτάνω το βυθό της θάλασσας με βουτιά (ελεύθερη κατάδυση) και σαν απόδειξη, φέρνω πάνω μια χούφτα άμμο, φύκια ή κάποια πέτρα.

Ε. Στα λατομικά σινάφια: οι τρύπες μετά από διάτρηση σε νταμάρια.

Α.1.α. Δεν ξέρω τι λέτε, αλλά το άτομο του έδωσε και γαμώ το ντούκι!! Νοκ-ουτ κατευθείαν! (απ’ το δίχτυ)

1.β. – Ρε ‘συ; Κανά ντούκι πέφτει ή μόνο βρίζεστε; - Από πού λες ρε μαλάκα να κονόμησα τα ράμματα;
- Ε! πάρε κι από μένα το παράσημο της ανοιχτής παλάμης να μη στο χρωστάω.

Α.2.i. – Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο. Βρε αμάν!! Ποιος σου κατέβασε τη μάπα;
- Μου ‘στησαν χωσιά κάτω απ’ τη γέφυρα τα τσογλάνια που ντεμέκ τους χρωστάει το καρντάσι μου.
- Και την έβγαλες καθαρή μ’ όλα τα κόκαλα σωστά; Δεν πα να ξουριστείς λέω ‘γω;
- Στο παραπέντε για το θανατάδικο τη σκαπουλάρισα ρε μαλάκα! Να ‘ναι καλά δυο ντούκια που σκάσαν μύτη απ’ το πουθενά.
- Και καθάρισαν αυτοί για σένα;
- Ανοίξανε κεφάλια, φτύσαν δόντια.. γάμησέ τα, βγάζαν γούστα οι λεβέντες!! Χέστηκα μην έχουμε όλοι τίποτε τραβήγματα και ίσα που τους σταμάτησα πριν τους κάνουν γκράφιτι.
- Κέρασες τίποτα;
- Θεούς τους έκανα για κανά ξίδι αλλά είναι πολύ μπίο. Με Αμίτα τη βγάλαμε!!!

Α.2.ii. βλ 1ο μήδι (τα λόγια είναι περιττά)

Α.3. Ι. «…Κάναμε τα τσεκάπ μας και αφού ο καρδιολόγος μας είπε ότι είμαστε ντούκια, ντυθήκαμε κι επιστρέψαμε στο Κέντρο.…»

ΙΙ.«Δεν λαχανιάζω, είμαι ντούκι εγώ.»
(απ’ το δίχτυ)

Α.4.Ι.
«Τερατούργημα το ντούκι. Τι τα ταΐζετε ρε εκεί στον Παγασητικό;» (βλ. μήδι την ψαρούκλα)

ΙΙ. «Τα αργεντίνικα κρέατα είναι ντούκια, κάτι πρέπει να τα ταΐζουν» (για τις πελώριες φημισμένες αργεντίνικες μπριζόλες)
(απ’ το δίχτυ)

Α.5. Ι. Άσε ρε μαλάκα! Κόζαρα ένα μωρό και δεν πήρα χαμπάρι ότι οι μπροστινοί μου φρενάρανε... στον πόντο τη γλίτωσα την τράκα.
- Ρίξε περιγραφή.
- Ντούκι 20χρονο καστανό πρασινομάτικο, απ 'αυτά που κλείνουν σπίτια, εταιρείες, εκκλησίες, μοναστήρια. Έπρεπε να τρακάρω και να κατέβω να τη ζητήσω για γκαφέ σαν αποζημίωση για τη συμμετοχή της στο ατύχημα. (αγορασμένο και προσαρμοσμένο)

ΙΙ. «… ΥΓ: αυτή η δημοσιογράφος είναι ΝΤΟΥΚΙ!» (βλ. μήδι τη δημοσιογράφο(!!;;!!) Christina Pedroche) (αγορασμένο)

Β. «..Όμορφο και στριφτερό όπως όλα τα ντούκια, με άψογη οδηγική συμπεριφορά...» (Σχόλιο θαυμαστή του 4ου μηδιού)

Γ.1.β. «…Λουστραδόροι τεχνίτες θεωρούνται οι εργαζόμενοι που γνωρίζουν τα διάφορα βερνίκια, ξέρουν να χρησιμοποιούν πιστόλι, να ντουκάρουν και λουστράρουν ξύλινες επιφάνειες και παλιά ή καινούργια έπιπλα στα πλοία …»
(απ’ την κωδικοποίηση διατάξεων συλλογικών ρυθμίσεων των εργατοτεχνιτών που απασχολούνται σε ξυλουργικές εργασίες στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη)

Γ.1. Σπουδή Θαλάσσης (του Καββαδία)

Αγνάντευε απ' το κάσσαρο τη θάλασσα ο «Πυθέας»
κι όλο δεξιά και αριστερά σκουντούφλαγε βαριά.
Κι απάνω στο άρμπουρο, ο μουγγός, ο γιος της Δωροθέας,
είχε κιαλάρει δυο γυμνές γυναίκες στη στεριά. Τότε στην Πίντα κλέψαμε του Αζτέκου την κορνιόλα.
Τραγίσιο δέρμα το κορμί και μέσαθε πουρί.
Φορτίο ποντίκια και σκορπιοί τσιφάρι, στα πανιόλα.
Στο Πάλος κουβαλήσαμε το αγιάτρευτο σπυρί.

Και προσκυνώντας του μεγάλου Χάνου τ' αποκείνα
καβάλα στις μικρόσωμες Κινέζες στις πιρόγες,
-μετάξι ανάριο τρίχωμα, τριανταφυλλένιες ρώγες-
φέραμε κείνον τον κλεμμένο μπούσουλα απ' την Κίνα.

Δεμένα τα ποδάρια μας στου Πάπα τις γαλέρες
κουρσεύαμε του ωκεανού τα πόρτα ή τα μεσόγεια.
Σπέρναμε όπου περνούσαμε πανούκλα και χολέρα
μπερδεύοντας με το τρελό μας σπέρμα όλα τα σόγια.

Όπου γυναίκα, σε ναούς, καλύβα ή σε παλάτι,
σε κάσες με μπαχαρικά ή πίσω από βαρέλια,
μας καθαρίζαν τις παλιές πληγές από το αλάτι,
πότε ντυμένες στα χρυσά και πότε στα κουρέλια.

Απίκου πάντα οι άγκυρες και οι κάβοι πάντα ντούκια.(*)
Ορθοί πάντα κι αλύγιστοι στην ανεμορριπή,
μασώντας, σαν τα ζωντανά, μπανάνες και φουντούκια,
κατάβαθα πιστεύοντας: αμάρτημα η ντροπή.

Στα όρτσα να προλάβουμε. Τραβέρσο και προχώρα.
Να πάμε να ξοδέψουμε την τελευταία ριξιά
σε κείνη την απίθανη σ' όλο τον κόσμο χώρα
που τα κορίτσια το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά.

(*) εννοεί: τα σκοινιά πάντα τυλιγμένα σε κουλούρα, άρα όχι τεντωμένα, άρα το καράβι δεν είναι δεμένο σε λιμάνι, αλλά αρμενίζει.

Γ.2. - Πού ‘σαι τζόγια μου; - Ρεμεντιάρω τη νόνα που ‘ναι ντούκια απ’ το Σαββάτο.

Δ. - Πιάνεις ντούκια ρε, εδωνά;
- Σου φέρνω και μια γοργόνα.

Ε. «…Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η όρυξη οριζόντιων ή παραοριζόντιων διατρημάτων (ντούκια) μόνο στις περιπτώσεις της αρχικής διαμόρφωσης των βαθμίδων, της εξόρυξης όγκων μαρμάρου με χρήση πυρίτιδας …».
(από τον κανονισμό μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαπόρι, ή παπόρι < ιταλ, vapore (ατμός και ατμόπλοιο) είναι το ατμόπλοιο, γενικά το μηχανοκίνητο πλοίο, (όχι το ιστιοφόρο που είναι καράβι).

Αλουές (άγνωστου -για μένα- ετύμου . Εικασία: αγγλ. alley = δρομίσκος) ο διάδρομος του πλοίου μέσα στο κομοδέσιο αλλά και στα ξύλινα ο περιφερειακός του καταστρώματος.

Λαγουμάνος παραφθαρμένος τύπος του λαβομάνο (ιταλ. lavamano < lavare - πλένω + mano - χέρι )= νιπτήρας.

Κουραδόρος (Tween deck) ή Υπόφραγμα (από το corridor = διάδρομος;;) Είναι ένα «ενδιάμεσο κατάστρωμα» το οποίο μπορεί να είναι μόνιμο (ακίνητο) ή μετακινούμενο, σε κάποια συγκεκριμένη όμως θέση. Κουραδόροι υπάρχουν μέσα στα αμπάρια αρκετών φορτηγών πλοίων και είναι ένα δεύτερο (ενδιάμεσο) κατάστρωμα κάτω από το «κύριο» κατάστρωμα, χωρίζοντας έτσι το αμπάρι σε χωριστά τμήματα, κατά ύψος. Ο χώρος κάτω από το υπόφραγμα λέγεται κατάμπαρο (Lower Hold) και ο χώρος πάνω από το υπόφραγμα λέγεται απλά κουραδόρος (Tween deck). Είδος κουραδόρου βλέπομε στο γκαράζ των επιβατηγών όπου μια ράμπα κατεβαίνει για να φορτώσει ΙΧ αυτοκίνητα στον «πάνω όροφο».

λεζάντα εικόνας

Κουβούσι είναι το πλαίσιο γύρω από το άνοιγμα του αμπαριού, το οποίο είναι υπερυψωμένο για την αποφυγή εισροής υδάτων.

Όκια (άγνωστου -για μένα- ετύμου) είναι οι τρύπες στην δεξιά & αριστερή μάσκα της πλώρης, απ' όπου περνάνε οι καδένες από τις άγκυρες, επίσης όκια βρίσκονται και σε άλλα σημεία του πλοίου απ' όπου περνάνε οι κάβοι.

-Τονε βλέπεις το χοντρό με το μουσάκι; Είναι ένας κουραδόρος περιωπής…

- Κουραδόρος;; Άσχετε! Άναυτε!

- Μα τι είπα πάλι και φωνάζεις;

Ο θερμαστής - 1934

Στίχοι - Μουσική: Γιώργος Μπάτης

Μηχανικός στη μηχανή / και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο / μ’ έξι φωτιές μαλώνει.

Αγάντα θερμαστάκι μου, / και ρίχνε τις φτυαριές σου / μέσα στο καζανάκι σου / να φτιάξουν οι φωτιές σου.

Να προσθέσω μια στροφή που έβαζαν ανάμεσα στην δεύτερη και την τρίτη και δεν υπάρχει στην ηχογράφηση.

Τι να σου κάνω πρώτε μου / δεν είναι από τα μένα / που 'ναι τα κάρβουνα ψιλά / τα τούμπα βουλωμένα.

Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστό / το Μπέι να περάσω / και μες του Κάρντιφ τα νερά / εκεί να πάω ν’ αράξω.

Μα η φωτιά είναι φωτιά, / μα η φωτιά είναι λαύρα / κι η θάλασσα μου τα 'κανε / τα σωθικά μου μαύρα.

Ο Θερμαστής ανήκει στο κατώτερο ‘’πλήρωμα μηχανής’’ του πλοίου. Είναι ο επιφορτισμένος με το άναμμα του ατμολέβητα και τη παρακολούθησή του. Γενικά με τον αυτό όρο φέρονται και οι επιφορτισμένοι αντίστοιχα σε εργοστασιακούς χώρους, σιδηροδρόμους (παλαιότερα) κ.α.

Στόκολο (στα αγγλικά stokehold, ή fire-room, ή boiler-room) Λεβητοστάσιο πλοίου, είναι το ιδιαίτερο διαμέρισμα του πλοίου (τώρα τμήμα του μηχανοστάσιου) μέσα στο οποίο εγκαθίσταται ο ατμολέβητας με τα αναγκαία για τη λειτουργία του μηχανήματα και συσκευές. Στα πλοία με κινητήρες εξωτερικής καύσης (κάρβουνο), στόκολο είναι το διαμέρισμα του πλοίου με τα καζάνια και τους φούρνους.

Οι φωτιές είναι έξη, όσα και τα καζάνια των ατμόπλοιων. (κι όχι «με τσι φωτιές»)

Τα ψιλά κάρβουνα έπαιρναν αμέσως αλλά έβγαζαν κάπνα και σκόνη (άκαφτος άνθρακας και ιπτάμενες τέφρες) που έφραζαν τα τούμπα και δεν είχαν διάρκεια.

Τούμπο (το) (αγγλ. Tube) είναι ο σωλήνας μεταφοράς (αερίων, υγρών, τροφίμων κλπ).

Ρασκέτα, λοστός και φτυάρι είναι εργαλεία των θερμαστών.

Ρασκέτα (ισπαν. rasqueta, ιταλ raschietto= ξέστρο, εργαλείο ξυσίματος raschiettare = αποξέω) είναι η ξύστρα σαν τσουγκράνα που οι θερμαστές έξυναν και καθάριζαν τις σκάρες που τροφοδοτούσαν με κάρβουνο τα καζάνια στα ατμοκίνητα πλοία.

Το Μπέι - ο Μπέης (αγγ. bay = κόλπος) είναι ο Βισκαϊκός Κόλπος (bay of Biscay), που ορίζεται δυτικά από τον Ατλαντικό Ωκεανό, νότια από Πορτογαλία και Ισπανία και ανατολικά και βόρεια από τη Γαλλία. Βγαίνοντας από τη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ και κατευθυνόμενος προς το Κάρντιφ της Ουαλλίας, περνάει το Βισκαϊκό Κόλπο (δεξιά του) ο οποίος έχει συχνά τρικυμία (από την πάντα) και χρειάζεται οι μηχανές να είναι στο φουλ.

Το ατμόπλοιο "Ιωνία" με το οποίο ταξίδευε ο Νίκος Καββαδίας στις αρχές της δεκαετίας του '50.

Πατά ένα φτέρνισμα-έκρηξη και ξεκολλά μια χλέπα πάνω στο χέρι του να κρέμεται πράσινη, πηχτή και απειλητική. Κι ενώ όλοι αποστρέφονταν με αηδία, αυτος με δακρυσμένη ικανοποίηση: « Εξεφράξανε τα τούμπα ». Φαντάσου να μην προλάβαινε να βάλει και το χέρι του…

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσιμεντένια καράβια είναι πλοία που κατασκευάζονται από ενισχυμένο σκυρόδεμα αντί για σίδηρο ή ξύλο. Η κατασκευή τσιμεντόπλοιων είναι σχετικά γρήγορη και φθηνή, καθώς απαιτεί απλούς μπετατζήδες και ουχί ναυπηγούς.

Η ανάγκη κατασκευής τέτοιου είδους πλοίων προέκυψε όταν λόγω των Παγκοσμίων πολέμων και της βιομηχανικής επανάστασης πριν απ’αυτούς παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη σιδήρου σε όλη την ταχύτατα βιομηχανικά εξελισσόμενη Ευρώπη (...) στην Ελλάδα ειδικότερα οι Γερμανοί τα χρησιμοποιούσαν για τον ανεφοδιασμό των κατεχόμενων νησιών καθώς και την αποστολή εφοδίων στα Afrika Corps. Τα τσιμεντόπλοια καθελκύονταν στην «Γερμανική σκάλα» στον Πειραιά κι όπως έχει αναφερθεί οι Γερμανοί δεν ήσαν και τόσο ικανοί στην κατασκευή τους (ή μήπως οι συμπατριώτες μας που εργάζονταν σ’αυτά εκτελούσαν σαμποτάζ εκ κατασκευής) με αποτέλεσμα περισότερα από τα μισά να βουλιάξουν στο Αιγαίο.

Παροπλισμένο τσιμεντένιο καράβι Έτερο κουφάρι

Τα πλοία αυτά βαριά και δυσκίνητα αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη ειδικότερα όταν αυτά βρίσκονταν ελλιμενισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός σε όλους μας ΚΕΦΑΛΟΣ που βομβαρδίστηκε από αεροσκάφη στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών. Το τσιμεντόπλοιο παρέμενε μισοβυθισμένο όντας μη αξιόπλοο μέχρι που στα τέλη της 10ετίας του 1950 απετέλεσε τον ανατολικό κυματοθραύστη του λιμένα Ντάπιας Σπετσών... Πηγή

Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στην διακωμώδηση αργών και δυσκίνητων ανθρώπωνε τ. τα ζώα μου αργά. Αυτοί δηλαδής που καίνε μαζούτ à la τραμπάκουλο ή θωρηκτό Ποτέμκιν, οι κουραδάδες, οι τόσο αργοί που και με τον εαυτό τους να τρέχανε θα έβγαιναν δεύτεροι.

Ρε συ αυτός με το 10 είναι πιο αργός κι απ' τα ριπλέι!
- Πάει σαν τσιμεντένιο καράβι...

Άκουσα την εκφραση από 90-φεύγα μονόφθαλμο πρώην ναυτικό με ξύλινο ποδάρι, παίζει να χρονολογείται από τα σαράνταζ.

Βλ. επίσης: καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με σλανγκικό ενδιαφέρον, καθώς έτσι αποκαλούν οι θαλασσινοί (νάπται τε και καραβοκύρηδες) οποιονδήποτε ή οτιδήποτε ευδοκιμεί στην ξηρά και δεν έχει σχέση με τα την θάλασσα και τα ναυτικά.

Ο χαρακτηρισμός του στεριανού δεν υποκρύπτει ντε και καλά υπεροψία, μίσος ή ύβρη. Για αυτά υπάρχουν άλλα σχετικά κοσμητικά:

Υβριστικά θα αποκαλούσαν κάποιο ή "άναυτο" ως μη έχοντα ναυτοσύνη (seamanship -που είναι μεγάλη κουβέντα) ή στη χειρότερη "τσοπάνη" (ορεινό άρα παντελώς άσχετο). Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί έχουν κυρίως να κάνουν με τη νοοτροπία (εργασιακή, τρόπο αντίδρασης και αντιμετώπισης προβλημάτων, περί του πρακτέου εν γένει).

Ξηροσφύρης σε πιμική συζήτα

Θα έλεγα ότι για τους ναυτιλομένους το στεριανό εμπεριέχει περισσότερο το ζενεσεκουά του αλλότριου, του ξένου, αίσθημα πρόδηλο στην "Στεριανὴ Ζάλη" του Ν. Καββαδία:

Χαμηλὸς οὐρανὸς γιομάτος ἄστρα,
μὰ δὲ μοιάζει μ᾿ αὐτὸν ποὺ σὲ γνωρίζει.
Ἡ μπαρκέτα γυρίζει; Δὲ γυρίζει.
Τὸ κορίτσι νυστάζει στὴν Καράστρα.

Πρόκειται δηλαδή για...

...αίσθημα που βαραίνει τον ναυτικό, όταν βρίσκεται στη στεριά. Πρόκειται για μια αίσθηση αστάθειας, ιλίγγου και αποπροσανατολισμού ανάλογη με τη ναυτία που προκαλεί στους στεριανούς η θάλασσα και που οφείλεται στο γεγονός ότι ο στεριανός νιώθει πως η στεριά είναι χώρος στον οποίο δεν ανήκει. (εδώ)

...λαμαρινίαση, ένα πράμα.

Συχνά παίζει αμφίδρομο δέος μεταξύ θαλασσινών και στεριανών.

johnblack: - H καραβίσια μακαρονάδα είναι απλούστατα η πεντανόστιμη, εν πλω παρεσκευασμένη, μακαρονάδα με ολόφρεσκα θαλασσινά καλούδια (γαρίδες, μύδια, αστακόνια και τα ρέστα). Οι ναυτικοί/ψαράδες διαθέτουν αμεσότερη πρωτογενή πρόσβαση σε αυτά τα καλούδια, ενώ αντίθετα εμείς για να τα δούμε στο στεριανό μας τραπέζι πρέπει να τα πληρώσουμε χρυσάφι...

HODJAS: - Όσο για την πχιότητα της καραβίσιας μακαρονάδας (μια φορά κι έναν καιρό πάμφθηνη και χορταστική στα πλοία για Κρήτη) ας μοι επιτραπεί να αμφιβάλλω. Ήδη ο Καββαδίας απο το ’50 έλεγε «παινεύουν οι στεριανοί τη μακαρονάδα του πλοίου και μπαίνει ο διάολος μέσα μου»...(εδώ)

Πέον τέλος να αναφερθεί ότι οι θαλασσινοί ενίοτε τα θαλασσώνουν στην στεριά, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εφοπλιστάδες. Σε αντίθεση με βορειοευρωπαίους, ασιάτες και αμερικλάνους εφοπλιστές, οι δικοί μας δεν βγάζουν λεφτά λειτουργώντας ή ναυλώνοντας τα παπόρια τους. Αντιθέτως βγάζουν τις κάλτσες τους εκμεταλλευόμενοι με μαεστρία της κυκλικές διακυμάνσεις στην αγορά ναυτιλίας, αγοράζοντας βαπόρια μπιρ παρά και μοχοπουλώντας την σωστή στιγμή εν είδει διαπραγματεύσιμου εμπορεύματος (tradeable commodity). Έτσι εξηγείται το φαινόμουνο πολλοί εφοπλιστές να μην έχουν καράβια για μεγάλα χρονικά διαστήματα.

Κάπιοι εφοπλιστές δοκίμασαν την τύχη τους και σε στεριανές επενδύσεις, τοποθετώντας τα κέρδη τους από αγοραπωλησίες καραβιώνε σε τράπεζες, ακίνητα, ΜΜΕ, ενέργεια, κλπ. Οι στεριανοί χρονισμοί είναι εντελώς διαφορετικοί, τα λεφτά στην στεριά απαιτούν περισσότερο χρόνο να αβγατίσουν. Συνηθισμένοι να γυρίζουν γρήγορα κέρδη στην θάλασσα, οι καραβοκύρηδες εκνευρίζονται, χάνουν την υπομονή τους, και συχνά κάνουν απονενοημένες κινήσεις με αποτέλεσμα να χάνουν ένα σκασμό λεφτά.

- Γιατί τόσα δανεικά σε επιχειρήσεις οι οποίες καίνε τα λεφτά, που βγάζουν τα βαπόρια του Ρέστη; Διότι είναι γνωστό σε όλους ότι, από τότε που ο "καπετάν Βίκτωρ" βγήκε στην στεριά, χάνει στις στεριανές δουλειές τα λεφτά, που του "γεννάνε" τα καράβια! (εδώ)

- πολλοί γνωστοί εφοπλιστές μπήκαν στη διαδικασία αύξησης μετοχικού κεφαλαίου της Marfin Investment Group με τιμή τα 6,7 ευρώ (...) Σήμερα η τιμή της βρίσκεται στα 0,2 ευρώ (...) Από τότε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, το MIG τώρα πια μεταφράζεται ως «Money Is Gone» (εκεί).

Σλανγκασίστ κι ευχαριστήρια στους συναυτεργάτες Δωνμήτσο (βλ. το ανύπαρκτο λολοπαίγνιό του "μήδι στεριανό", εδώ) και τον Ξηροσφύρη (βλ. τις μαραμπούστικες αναφορές του, εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η λαϊκή τραγουδίστρια εκ των καημός και μπουρού (δηλαδή το όστρακο που αντηχεί και κάνει βουητό, εκ του τουρκικού boru). Είναι 'λαδή σαν να λέμε αυτή που βουίζει με καημό. Κατ' επέκταση και όποιος άλλος βουίζει ή βοά με καημό και οδύνη.

Αγαπημένες καλιαρντές φιλεναδίτσες, οι ντελεκτουέλ κατσικοπόδαρες και καημομπουρούδες, άσεφτες αβέλωτες κακομοίρες, σας αβέλω καλιαρντομπέναμα... Προσέξτε καλά... θα αρπάξω την ψωμοσάκουλα και θα αβέλω καλιαρντά χαλέματα... Προσέξτε θα πάτε ατζινάβωτες απ'το καλιαρντό ντούπ και απ'το τσουρνό... Θα σας αβέλω συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη μέχρι να τζάσουν τα παγκριά σας και να αφρίσουν τα μουτζά σας... Όσο για εσάς τις άλλες τις σαρμελοτζουσαριστές, θα σας βγάλω στο γυρωδιακονιάρισμα... Λούγκρες Έλλεεινες... Σας αβέλω κόντρα τέμπο σε όλους τους κατέδες που μπενάβουν καλιαρντά. Θα σας αβέλω μπαξ και λατσή καλιαρντό τζαστικό μέχρι η πούλη σας να κροταλάει στον κατήφορο. Σας δικέλω να τζάτε τα τιραχά και να αδικοκουτιαζόσαστε. Αυτά λοιπόν καλιαρντές φιλενάδες μου ούψα και στο λατσοδίκελμα, μπλαντορούφες καλιαρντές. Σας ΑΓΑΠΩ. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κομοδέσιο ή και ακομοδέσιο (από το αγγλικό accommodation): κατά λέξη ενδιαίτημα.

Στα βαπορίσια: ο στεγασμένος χώρος, η υπερκατασκευή του πλοίου που προορίζεται για τη διαμονή πληρώματος και επιβατών, π.χ. καμπίνες, τραπεζαρίες κλπ., (που βρίσκονται πάνω από το κύριο κατάστρωμα). Στα επιβατηγά (ποστάλια) και τα κρουαζιερόπλοια είναι όλο το βαπόρι κομοδέσιο (και γκαράζ). Στα σημερινά φορτηγά και δεξαμενόπλοια είναι στο πίσω μέρος του πλοίου. (ΕΙΚ -1) Στα παλιότερα (και στα μεγάλα κοντεινεράδικα) είναι στη μέση για λιγότερους κλυδωνισμούς (μπότζι) αλλά και ευστάθεια γιατί συνήθως κάτω από το κομοδέσιο βρίσκεται το μηχανοστάσιο ( που είναι το βαρύτερο τμήμα του πλοίου). (ΕΙΚ-2,3)

Τα ακόμα παλιότερα είχαν δύο κομοδέσια, ένα στη μέση κι ένα πρυμνιό, που ξαναεμφανίζεται στις μέρες μας στα πολύ μεγάλα κοντεινεράδικα. (ΕΙΚ-4,5)

Παρακάτω ( http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/22.html , http://captaindimitris.blogspot.gr/2007/03/23.html ) βρήκα ένα κείμενο από κάποιον γερο-καπετάνιο που πρωτομπάρκαρε σε ατμόπλοιο και είναι νταμάρι για ναυτική ορολογία. Τα τμήματα που παρατίθενται αφορούν κομοδέσια και το πλοίο που περιγράφει ήταν όπως το SS MERCHANT της φωτο (παρατήρησε την όρθια πλώρη τύπου αντιτορπιλικού) Εντονα γράμματα και παρενθέσεις δικές μου. Όπου χρειάζεται θα προστεθούν ορισμοί.

S(team)S(hip) MERCHANT

Η πρώτη γνωριμία έγινε στο κομοδέσιο της γέφυρας του πλοίου. Σε αυτό το κομοδέσιο έμεναν ο καπετάνιος, όπου υπήρχε το δωμάτιο του, το γραφείο του, το σαλόνι όπου δεχόταν τις αρχές και όσους είχαν σχέση με το οπερέσιον( λειτουργία) του πλοίου.

Όλα αυτά έβλεπαν προς την πλώρη του πλοίου και ήταν ακριβώς κάτω από την γέφυρα του πλοίου ένα πάτωμα. Στο ίδιο αυτό πάτωμα ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του υποπλοιάρχου, στην δεξιά μεριά του κομοδεσίου. Στην αριστερή μεριά ήταν τα δωμάτια των ανθυποπλοιάρχων που έβλεπαν προς την πρύμη και στην πάντα του πλοίου.

Στο πρυμιό μέρος του κομοδεσίου ήταν ο ασύρματος και το δωμάτιο του ασυρματιστή που έβλεπαν στο Νο3 αμπάρι. Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα ήταν η τραπεζαρία των αξιωματικών του πλοίου, με ένα μικρό σαλόνι και καπνιστήριο και ένα μικρό pantry, ρεσπέτζα την λέμε, που είχε ψυγείο, νεροχύτη, ντουλάπια, μάτι ηλεκτρικό για καφέ και ότι χρειαζόταν για να σερβίρουν το φαγητό ο καμαρότος και τα καμαροτάκια.

Στο ακριβώς από κάτω πάτωμα, στο κατάστρωμα, στο Deck, ήταν τα ψυγεία, οι αποθήκες τροφίμων, το πλυντήριο, το σιδερωτήριο και το δωμάτιο του καμαρότου.

Μπροστά από την γέφυρα του πλοίου, ήταν η πλώρη με τις άγκυρες, τους εργάτες των αγκυρών, τα βίτζια, (ή μπόμπες) που ανεβοκατέβαζαν τις άγκυρες και κάτω από το κατάστρωμα της πλώρης ήταν αποθήκες με όλα αυτά που χρειάζεται ένα πλοίο για όλο το Operation του, για όλη τη λειτουργία του. (πρόστεγο ή καμπούνι)

Στη συνέχεια προς τα πρύμα της πλώρης, ήταν το Νο1 και το Νο2 αμπάρι του φορτίου μέχρι τη γέφυρα του πλοίου, μπροστά από τον καθρέπτη της γέφυρας του πλοίου και τα βίτζια των αμπαριών για την φορτωεκφόρτωση.

Πρύμα από την γέφυρα ήταν το Νο3 αμπάρι φορτίου, μετά άρχιζε το κομοδέσιο της μέσης του πλοίου (μεσόστεγο), που έμεναν οι αξιωματικοί της μηχανής και οι υπαξιωματικοί του πλοίου.

Εκεί στη μέση ήταν και η μηχανή του πλοίου, η καρδιά του πλοίου παίρνοντας δύναμη από τον ατμό των καζανιών.

Η κίνηση του πλοίου γινόταν με ατμό.

Μπροστά από το κομοδέσιο της μέσης ήταν το μαγειρείο του πλοίου πρύμα από το Νο3 αμπάρι φορτίου, ανεξάρτητο, εκεί γινόταν το φαγητό, το ψωμί και ότι είχε σχέση με το φαγητό του πληρώματος.

Το φαγητό ήταν το ίδιο για όλους, απο Δευτέρα μέχρι Κυριακή, πρωινό, μεσημεριανό και δείπνο. Είχε μενού, κατ εξοχήν, με μικρές παραλλαγές, αλλά πάντα σύμφωνα με το εγκεκριμένο μενού του Υπουργείου.

Το πρωινό ήταν 7-8 το πρωί, μεσημεριανό 12-13, βραδινό 17-18. Αυτό είναι το ωράριο και σήμερα. Υπάρχει και διακοπή στην εργασία για καφέ, το Coffee Time, 10-10:20 και 15-15:20 Το τέλος των εργασιών της ημέρας είναι 5 η ώρα το απόγευμα μετά υπάρχουν μόνο οι βάρδιες, τόσο στο κατάστρωμα όσο και στη μηχανή.
[…] Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν όλοι οι αξιωματικοί της μηχανής, στο πλωριό μέρος ήταν το δωμάτιο και το γραφείο του Α' Μηχανικού, αριστερά και δεξιά του Β' Μηχανικού, πιο πίσω ήταν τα δωμάτια των Γ' Μηχανικών, τρεις ήταν, ένας για κάθε βάρδια.

Στο κομοδέσιο της μέσης έμεναν και οι υπαξιωματικοί Λοστρόμος, Μαραγκός, Μάγειρας και οι τρεις Λαδάδες, επίσης και τρεις δόκιμοι μηχανής. Πίσω από το κομοδέσιο της μέσης προς την πρύμη του πλοίου ήταν τα Νο4 και Νο5 αμπάρια του φορτίου με τις πόστες τους, τα βίτζια και τις μπίγες της φορτοεκφόρτωσης.

Κατάπρυμα υπήρχε μια υπερκατασκευή, το πούπι, (ή κάσαρο) έτσι το έλεγαν. Εκεί στο πάνω μέρος στο ύψος του καταστρώματος, ήταν η τραπεζαρία, το καθιστικό και το καπνιστήριο του πληρώματος, του κατώτερου πληρώματος, με τρία μεγάλα τραπέζια, ένα μικρό ψυγείο και μια λάντζα για το πλύσιμο των πιάτων και ένα μάτι για καφέ, όλα αυτά ήταν στον ίδιο χώρο όχι ξεχωριστά. Εκεί τρώγαμε και μέναμε τότε εμείς του κατώτερου πληρώματος. Τώρα που κοιμόμασταν, όταν μπήκα μέσα, κοίταζα για να δω τι είναι εδώ που μπήκαμε, ρώτησα και μου είπαν κάτω είναι τα δωμάτια για ύπνο. Κατέβαινες μια αρκετά φαρδιά σκάλα σιδερένια και δεξιά, αριστερά ήταν τα δωμάτια του πληρώματος.

Εγώ έμενα στο ίδιο δωμάτιο με άλλα τρία τζόβενα, ναυτόπαιδες, κοιμόμουν στο πάνω κρεβάτι, γιατί ήταν κουκέτες σιδερένιες. Το δωμάτιο είχε και τέσσερις ντουλάπες σιδερένιες για τα ρούχα μας, ήταν στην αριστερή μεριά της πρύμης του καραβιού και στη πάντα είχε δυο φινιστρίνια για να μπαίνει λίγο φως της ημέρας. Οι τουαλέτες ήταν κοινές για όλους και το μπάνιο. Εκεί πρίμα μέναμε εμείς οι τέσσερις, οκτώ ναύτες, τρεις θερμαστές και τρεις καθαριστές της μηχανής.

Διαφορές από τότε

Όλες οι καμπίνες είναι συγκεντρωμένες στο ένα (πια) κομοδέσιο, αλλά η διάταξη είναι η ίδια. Τώρα που δεν έχει πούπι, το κάσαρο είναι η αποθήκη κάτω από το κατάστρωμα της πρύμης. Οι καμπίνες του πληρώματος είναι μονές με τουαλέτα ή και μπάνιο αλλά υπάρχουν και με κοινόχρηστα (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου και το φιλότιμο του εφοπλιστή και του ναυπηγού).

Τώρα και το πλήρωμα έχει καπνιστήριο και ρεσπέτζα.

Υπάρχει ένας, δύο ή σπάνια τρείς ανθυποπλοίαρχοι (ανάλογα το μέγεθος του πλοίου), όπως και δύο ή σπάνια τρείς Γ’ μηχανικοί.

Ο Θερμαστής πέθανε μαζί με το κάρβουνο.

Μαραγκός και ασυρματιστής δεν υπάρχουν πια.

Σε κάποια πλοία ούτε μάγειρας (Δουλεύει catering και μικροκύματα).

Σε άλλα υπάρχει ηλεκτρολόγος και εφαρμοστής (ηλ/συγκολλητής) για επισκευές κλπ εν πλω.

Στα γκαζάδικα υπάρχει αντλιωρός (μπόμαν).

Στη φωτό διακρίνονται στη βάση κάθε μπίγας οι πόστες ή must-house.

H ορολογία προέρχεται από τα ιστιοφόρα. Στα χρόνια εκείνα, οι ναύτες και ο λοστρόμος κοιμούνταν στο καμπούνι ή στο κάσαρο σε αιώρες.

Φιλική συμμετοχή Donmhtsos.

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας.

- Κομοδέσιο είναι τούτο για κοτέτσι; Δυό μπάνια για όλο το πλήρωμα... μόνο αποθηκάκια ξέρουν να βάζουνε. Το "+++++++" ήτανε βαπόρι! Με τα μπάνια του, την πισίνα του 3 τάγκια για γλυκό νερό... Τί να λέμε τώρα

- Μα τούτο (ενν. το βαπόρι) είναι δεύτερο χέρι απο Μαροκινούς. Το "+++++++" ήτανε Πουρνάρας**

**Pournaras & Hoffmann Inc. Naval Architects

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified