Further tags

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ κοντός άνθρωπος. Το λέμε κυρίως για γκόμενα: Γκόμενα- μπρελόκ.

- Γκόμενα-μπρελόκ, ναι, αλλά πουτσομεζές!

Σχετικά: απολειφάδι, τάπα, πινέζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  • Μονάδα μέτρησης του όγκου μιας αφοδευτικής εκκένωσης

- Πάω να ρίξω μια χεσιά και επιστρέφω.
- Καλό βόλι.

  • Μικρό οικόπεδο, περιοχή ή χώρα ("μια χεσιά τόπος")

Κάτι δηλαδής κομμάτι μεγαλύτερο από μια κουτσουλιά (ma non troppo).

- Να μην έχουμε προβλέψει, σε μια ολόκληρη Αρκαδία, να μην έχουμε προβλέψει για μια χεσιά τόπο, εδώ και χρόνια, για να εναποθέτουμε τα σκουπίδια μας…· αλλά να μην τα δεχόμαστε ούτε και τώρα να τα εναποθέσουμε κάπου… και να είμαστε υποχρεωμένοι να τα ταξιδεύουμε στην Κοζάνη, η οποία και με το δίκιο της -αν τα δεχθεί- θα μας παίρνει 25 € τον τόνο... (εδώ)

- Πήρε κι αυτός προίκα μια χεσιά χωράφι... (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013).

- Πόσο σωστό το “Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δε έχει”! Μια χεσιά τόπος και κάναμε μπουρδέλο ολόκληρο πλανήτη! (εκεί)

  • Μονάδα μέτρησης μικρής απόσταση ("μια χεσιά απόσταση")

Ένα τσιγάρο δρόμος, ένα πράμα.

- Φεύγει ο Αθηναίος τίγκα στη βενζίνη και στα όνειρα για τους τροπικούς των Αντικυθήρων ας πούμε, και ξεχνά ότι το νησί και οι ξέρες είναι μια χεσιά απόσταση από τους κρητικούς, νόμιμους και παράνομους. (παραπέρα)

- Ουσιαστικά οι γειτονιές μας μια χεσιά απόσταση η μια από την άλλη. Είναι δυνατόν να μη γνωριζόμαστε; (παραδίπλα)

Εκ του χέζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε όλοι μας και χωρίς μάλιστα να το ξέρουμε. Πρόκειται για μια κατάληξη που υπάρχει σε λέξεις είτε ετυμολογικά σωστές είτε φανταστικές. Οι ρίζες της κατάληξης αυτής αν και προφανείς αξίζει να αναφερθούν.

Σαμουέλ Ετό. είναι ένας Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής γεννημένος στη Ντουάλα του Καμερούν στις 10 Μαρτίου του 1981 και αγωνίζεται για την Chelsea FC. Γνωστός στους περισσότερους από εμάς για τις άπταιστες ποδοσφαιρικές του ικανότητες, χαρίζει με το όνομά του μια άλλη χροιά στην καθημερινότητα μας, και τι εννοώ... Εννοώ πως η ποιότητα του παίχτη αυτού μέσω της κατάληξης -έτο μετατίθεται στη λέξη που χρησιμοποιείται. Αναλυτικότερα...

Η κατάληξη -έτο που πηγάζει άμεσα απ' το όνομα του ποδοσφαιριστή, δίνει στη λέξη που χρησιμοποιείται την ιδιότητα του πολύ καλού - αναμενόμενα καλού. Δεν αποκλείεται να τη συναντήσουμε και σε λέξεις όπως κλαπέτο, αετό, χαρταετό, γκομενέτο, πέταξέ το, μπαλέτο κ.ά., υποδηλώνοντας πως το αντικείμενο ή η κατάσταση την οποία περιγράφει η λέξη είναι άκρας υψηλής ποιότητος.

Χρησιμοποιείται κυρίως απ' τα Ημισκούμπρια, από ομάδες νεαρών που βάζουν δατυλίδια χρυσά και είναι swag, και από αθίγγανους που αναφέρονται σε ξανθά κυρίως κοριτσάκια ως κοριτσέτο. Το κοριτσέτο μπορεί να είναι και εργαλείο υδραυλικών.

Για χάριν ευφωνίας, ο τόνος πολλές φορές μετατίθεται στην προηγούμενη συλλαβή χωρίς όμως να αλλάζει το νόημα της λέξης.

Την κατάληξη αυτή μπορούμε πάντα να τη χρησιμοποιήσουμε για να περιγράψουμε καταστάσεις, αντικείμενα, ιδέες, άτομα κ.ά.

Συζήτηση κολλητών...
- Πω δικέ μου κοίτα κοίτα εκεί ρε, στη στάση απέναντι... Το βλέπεις το γκομενέτο;! Περιμένει εκεί κάνα 40λεπτο, πρέπει να έχει φάει χοντρό πακέτο.
- Έλα ρε, σιγά το πακέτο. Το λεωφορείο περιμένει. Εγώ που πλημμύρισε το σπίτι και φούσκωσαν τα παρκέτα τι να πω. Γάμησ(έ το)!.

(Χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βλέπουμε το γκομενέτο που είναι προφανώς και φτιαχτή λέξη και όπως καταλάβατε, ναι, η κατάληξη δίνει αμέσως στοιχεία για τις διαστάσεις στήθους, οπισθίων κ.ά. Το πακέτο που χωρίς πολλά πολλά άμα περιμένεις 40λεπτο είναι μεγάλο, το παρκέτο που υποδηλώνει πως ήταν ένα πολύ καλό παρκέ αλλά μετά την πλημμύρα χάλασε, και φυσικά το γάμησ έτο, που σε προτρέπει όχι απλά να το κάνεις αλλά να το κάνεις και καλά.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μικρό σκυλί (το λέμε και για μεγάλα αλλά ειρωνικά). Τελείως κοροϊδευτική λέξη έχει παρόμοια σημασία με τον ποκοπίκο, όσο αφορά το μέγεθος. Είναι και αρσενικού γένους, αλλά και ουδέτερου. Προέρχεται από το αμερικάνικο goofy goober, που είναι το χαζό άτομο, ο σπασίκλας.

  1. - Και εκεί που ήμουν πάνω στο στρογγυλι, με πήρε στο κατόπι ένας γκούφη γκούπερ και ξέρεις, τι να κλάσω με το πενηντάρι... οπότε έφαγε ένα κλωτσίδι το καημένο...

  2. - Κοίτα αγάπη μου! Μας πήρα ένα σκυλάκι! Κανίς-Γκριφόν είναι!
    - ΧΑΧΑΧΑΧΑΧ!!! Τι είναι αυτό το γκούφυ γκούπερ;!;! Roflcopter!
    - ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!

  3. Με κάλεσε ο Πέτρος σπίτι του και είχε έναν γκούφη γκούπερ ΝΑ! Μου πήγε το σκατό στη κάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται δίκην γεωλογικού όρου για να ονομάσει μια περιοχή γυναικείου κορμιού, ήτοι το στέρνο και τα στήθη μιας γυναίκας με χαμηλή έως μηδενική βυζοδυναμική, δηλαδή μιας πλακοβύζας. Για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο πρέπει το γεωλογικό ανάγλυφο της εν λόγω απλώστρας να είναι σχεδόν μηδενικό, με λίγα λόγια σανίδα. Σε διαφορετική περίπτωση χρησιμοποιούμε άλλους γεωλογικούς όρους, όπως βυζοχαράδρα, βυζοφαράγγι κ.τ.ό.

Για να μην αδικήσουμε, ωστόσο, την τοιαύτη βυζόπλακα, να πούμε ότι ακόμη και πέρα από την χρησιμότητά της ως σιδερώστρας, στην οποία μπορεί να μην προβούμε για ανθρωπιστικούς λόγους, ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον αν συνοδεύεται γενικά από μοντελέ ανορεξικό κορμί δι' ελέου και φόβου περαινόμενον. Εξάλλου, οι τεκτονικές πλάκες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν στο μέλλον κάποιον βυζούβιο, είτε φυσικώς, είτε με ανθρώπινη παρέμβαση.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Την λέξη την έχω ακούσει με αυτήν την σημασία προφορικά δύο διαφορετικές φορές. Στον γούγλη την βρήκα μόνο με την σημασία ότι κάποιος παθαίνει πλάκα από φοβερούς (μάλλον μεγάλους) βύζους (3ο παράδειγμα).

  1. - Απορώ και πώς στέκεται το τοπάκι στην βυζόπλακά της.

  2. - Πέρασα με χάδια την βυζόπλακά της και μετά καύλωσα όταν άγγιξα τις διαγραφόμενες πλευρές της. Κορίτσι της Μπιάφρας από τα λίγα!

  3. Θέμα: Βυζοπούλες γειτόνισσες.
    - Στα Mc Donalds, τωρα, παίρνει παραγγελίες στο drive thru.. Θα πάθετε τεράστια ΒΥΖΟΠΛΑΚΑ!!!
    - [...] Δυστυχώς απογοητεύτηκα. Πέτυχα την «βυζαρού» με τα «τεράστια» στο McDrive. Πρόκειται για παχουλοκομψή νεαρά, καμιά 80αριά κιλά, ατσούμπαλη με βυζιά ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ άνω του 4... Το χειρότερο ήταν ότι είχε φάτσα σαν του Τάσου του Κουνέλη από την εκπομπή της Μπεκατώρου. Κρίμα και είχα φτιαχτεί ότι θα δω νέα περίπτωση μεγαλομαστίας... Τσάμπα κόπος... Mου βγήκε ξινό και το Mc Veggie! (Εδώ).

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με το ανύπαρκτο στήθος.

- Βγήκες με την Μαρία;
- Ναι, καλά περάσαμε, αλλά ρε παιδί μου από στήθος τίποτα, εντελώς πλάκα..

Βλ. και παντόφλα, κόντρα πλακέ, απλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με πολύ μικρό στήθος.

- Ωραία αυτή η Μαρία που βγήκατε χτες; - Από πρόσωπο πολύ καλή, και σώμα αρκετά καλό αλλά κόντρα πλακέ ρε παιδάκι μου. Εγώ μεγαλύτερο στήθος έχω.

Βλ. και πλάκα, απλώστρα, κόντρα πλακέ, παντόφλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified