Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.
Το μπαλαμουτιάζω εν συντομία, δηλαδή το φασώνω. Χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους Κυκλαδίτες, ιδιαίτερα σε Σύρο, Τήνο, Μύκονο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το λουρί, το κολάρο, ο λαιμοδέτης ζώου, κυρίως του σκύλου. Χρησιμοποιείται ως όρος κατά κόρον στην επαρχία και ειδικά στα χωριά. Σπανιότερα συναντάται και ως «κανάκα».
(Πραγματικός διάλογος σε κατάστημα με εργαλεία, βιομηχανικά κλπ)
- Καλημέρα!
- Καλημέρα σας! Τί θα θέλατε;
- Μπας κι έχεις χανάκα;
- Εεε ορίστε; τί είναι αυτό;
- Λουρί ρε παιδί'μ για σκυλί!
- Α! Μάλιστα υπάρχει.
- Να'ναι μεγάλη μόνο γιατί είναι θεριό.. .αρκούδι!
Απόσπασμα από το έργο του Βάρναλη «Ελέυθερος κόσμος»:
«Λεφτεριά της χανάκας και του ξύλου σφιχτόδενε τ' αξύπνητο χαϊβάνι».
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τη λέξη πουτσούλα, πουτσούλας, πουτσούλα μου την άκουγα παλιά στο χωριό της μάνας μου στο Βούναργο Ηλείας και την ξανάκουσα πριν μερικές μέρες ξανά από μια γειτόνισσα! Θα τολμήσω να γράψω πως έχει την έννοια το άντρα που έχει πουτσούλα και δεν είναι μουνάκι στη συμπεριφορά. Σας την παραθέτω λοιπόν.
- Κοίτα πως του χώθηκε ο μικρός του νταγλαρά του κουραδόμαγκα! το λέει η καρδούλα του! Απάνω του ρε πουτσούλα!
- Ήρθε και με βρήκε χτες στο καφενείο ο Μήτσος και μου τά' πε στα ίσια: Μάκη την αγαπάω την αδερφή σου και θα τη πάρω!
- Άντε η ώρα η καλή Μάκη μου! Στό' πα, πουτσούλα ο Μητσάρας!
- Γιαγιά βρήκα κάτι λεφτά στη κουζίνα, δικά σου είναι;
- Ναι λεβέντη μου! Νά' χεις την ευχή μου! Πουτσούλα μου, μένανε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως πανί χαρακτηρίζεται το πρόσωπο που είναι δόλιο Μπαμπέσης κουτσομπόλης και γενικά ανακατωσούρας. Μάλλον είναι η Πατρινή έκφραση (εκεί την πρωτάκουσα) για το άτομο το χαρακτηρισθέν ως μουνόπανο.
- Τι έγινε και είσαι τόσο χάλια;
- Τσακώθηκα με τη Σούλα, άστα...
- Θα της έβαλε πάλι λόγια ο γείτονας, είναι μεγάλο πανί...
- Χτες ο Τάκης ήταν με τη Καίτη στα ψηλαλώνια (Πάτρα)
- Σώπα ρε! της την έπεσε ακόμα δε χώρισε με το Κώστα;
- Ναι σου λέω γύρευε τι θα της είπε...ξέρει τι πανί είναι αυτός;...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέγεται για τροφαντά κορίτσια ή αγόρια που έχουν ντυθεί είτε περίεργα είτε προκλητικά.
Μα καλά, δεν κοιτάχτηκε στον καθρέπτη ο Κώστας... σα φτσι είναι....!!!! Πού να έρθουν και τα καρναβάλια δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Καημένος, κακομοίρης, καψερός.
Τι μπορώ να κάνω ο κουρούνης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από το ζ' μπούτσα μ' (στην πούτσα μου) το οποίο χρησιμοποιούσαν στα χωριά είτε για να δηλώσουν παντελή αδιαφορία για μία κατάσταση ή για να δείξουν ότι αυτά που τους λέει ο συνδαιτυμόνας τους τους έχουν πρήξει τους όρχεις και δεν δύνανται να συνεχίσουν να ακούν τις παπάρες του.
Η φράση κατά το πέρας των χρόνων διεσώθη και είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε πολλάς περιοχάς της δυτικής Ελλάδος. Απαντάται κυρίως στην γιαννιώτικη διάλεκτο.
- Ζμπούτσαμ ρε φίλε σταμάτα να μιλάς για την πατσουρογκόμενα που γάμησες χτες, μας τα 'χεις κάνει τσουρέκια!
- Γιάννη, ο Μουτσοτρίκος απέναντι ζήτησε να του φέρεις την βεντούζα γιατί κόλλησε πάλι μια κουράδα στο καζανάκι
-Ζμπούτσαμ, βλέπω τηλεόραση τώρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.
- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!
Δες και στον πόυτσο μόυ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λέσο, το: ο συνειδητά βρωμιάρης, ο αηδιαστικός. Το άτομο που μυρίζει άσχημα, είναι λιγδωμένο, και είναι γενικά αποκρουστικό. Συνήθως φτύνει κάτω.
Υποκοριστικό: «λεσίμι».
Έχεις δει με τι λέσα κάνει παρέα η αδερφή σου;
Δεν τον βλέπεις πώς είναι; Μιλάμε για μεγάλο λέσο!
Got a better definition? Add it!
Αυτή η σύντομη καταχώριση επέχει θέση ταπεινής προσθήκης και φόρου τιμής σε αυτό εδώ το ιπτάμενο, οινο-πνευματώδες λήμμα, του οποίου δεν είναι άξια ούτε τα ποδάρ.... εεε τα ποτήρια να πλύνει.
Γνωρίζω παλαιόθεν αυτή την συνώνυμη της ντίρλας και του κουρούμπελου έκφραση, ενίοτε τη χρησιμοποιώ κιόλας, αλλά αγνοούσα ότι πρόκειται περί ιδιωματισμού της Δυτικής Ελλάδας, από Πελοπόννησο και Ήπειρο μέχρι Κέρκυρα, σύμφωνα με τα διαδικτυακά ευρήματα.
Στον ήδη υπάρχοντα ορισμό κάτι είχε σχολιάσει ο Τζήζαντας, προφ το μεθύσι εννοούσες Χριστούλη μου. Εκμεταλλεύομαι την χικ! πραότητα και την καλοσύνη Σου για να το χικ! καταγράψω ως ξεχωριστό λήμμα.
Δαυλί: Καιόμενο ξύλο - μεθυσμένος πάρα πολύ («αυτός έγινε δαυλί«) Μπιρ ντουβάρ μπενίμ
Μετά από ένα με ενανίμισυ χρόνο, ο μασκαράς ο Μπάλιος, μεθυσμένος γκρεμοτσακίστηκε από τ' άλογο και σκοτώθηκε. Λέγανε τάχατις ότι πρόγκηξε τ' άλογο και αυτός ήτανε δαυλί στο μεθύσι, το πέταξε τ' άλογο και πιάστηκε το ένα του πόδι στη σκάλα της σέλλας του [...] μπιρ ντουβάρ
Δαυλί: Αναμένο κομμάτι ξύλου, μεταφορικά ο μεθυσμένος. σενίν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified