Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Αχαγιώτικη βερσιόν του καπνίζω. Επίσης: καπινάω. Παράγωγο: το καπίνισμα.
- Πόσα τσιγάρα καπίνισες χθες το βράδυ;
- Απαγορεύεται το καπίνισμα!
- Καπινάει το ένα τσιγάρο πάνω στ' άλλο.
Got a better definition? Add it!
Το Αρναούτης ή Αρναούτος στην Κρήτη είναι πολύ συνηθισμένο προσβλητικό επίθετο, χειρότερο από το Γρόθος.
Προέρχεται από το τούρκικο Arnaut που σημαίνει Αρβανίτης, οι παλαιότεροι αποκαλούσαν Αρναούτες τους κατοίκους της Αττικής και της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανόμενης και της Μάνης κατά τον 18ο αιώνα όταν άρχισαν να βγάζουν την κατάληξη -άκης από τα επίθετά τους.
Ένα άλλο κρητικό στολίδι είναι το Ρούτης ή Ρούτος, που είναι το χαϊδευτικό του Αρναούτης και είναι ποιο ελαφρύ, έχει την έννοια τις αδεξιότητας και της γκάφας γενικά.
Ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα γκρεμιζόταν… ιντα να περιμένεις από Αρναούτες...
Άρχισες πάλι τσι ρουθιές; Θα σε ποβγάλω…
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.
Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.
Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.
- Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
- Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
- Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...
Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...
Got a better definition? Add it!
Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.
Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.
Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σπρώχνω κάτι αρχικά ώστε να συρθεί από μόνο του.
Ετυμολογία δεν ξέρω, πάντως μου 'ρχεται στο μυαλό το σβουρίζω και το τσουλάω.
Λέξη που μου 'πε Αρτινός και δεν βρίσκω πουθενά αλλού, ούτε και σε εύλογες παραλλαγές τύπου φουρτζουλάω / σβουρτσουλάω και λοιπά.
Ντάλα μεσημέρι, μπαίνει ο Λούκι Λούκ σ' ένα μπάρ, στάχυ στο χείλι, πάει κάθεται στον πάγκο άκρη. «Πέντε μπίρες» λέει στον μπάρμαν. «Περιμένεις παρέα;» «Όχι». Δέ λεει τίποτα, βάζει τις μπίρες, του τις σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη· πίνει τρείς ο Λούκι κι' ο ίσκιος του δύο.
Την άλλη μέρα τα ίδια. Την παράλλη, ξανά μανά. Την άλλη, πάει ο τύπος και τον ρωτάει. «Ρε σύ» λέει ο Λούκι, «απο τότε που κρέμασα τα πιστόλια μου, μ' έπιασε κάτιτίς ξερωγώ... δέ ξέρω... είπα να πίνω κι' απο μία για τους Ντάλτον τελοσπάντων». «Παραδέχομαι» λέει ο άλλος, πάει γεμίζει πέντε ποτήρια και του τα σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη, γεμίζει ο πάγκος αφρό.
Τραβάει το πράμα μήνες. Μια μέρα σκάει ο Λούκι στο μαγαζί, στο χείλι τσιγάρο, ζητάει όχι πέντε, μία. Παγώνει ο μπάρμαν, ζεματίζονται κι' οι θαμώνες, πετάει δυο πράσινες και το μηχανικό το πιάνο πριν πάψει εντελώς. «Τί θα γίνει, θα μου τη σφουρτζουλήσεις ή να πάω απέναντι;» «Ρε συ Λούκι, ρ' αδερφέ, τί έγινε; Γιατί μία;» «Έμαθα κρέμασαν χθές τους Ντάλτον, γι' αυτό», και γελάει κακαριστά, το τσιγάρο κολλημένο στο κατώχειλο. Ξαναρχίζει το πιάνο απο μόνο του, μηχανικά, οι θαμώνες ξεφυσάνε, βάζει κι' ο μπάρμαν τα γέλια, βάζει και τη μπίρα, και τη σφουρτζουλάει στην άλλη άκρη.
(Απ' τ' «Ανέκδοτα που γελάν οι χαρακτήρες».)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση μεγάλης σπανιότητας και πρωτοτυπίας, που χρησιμοποιείται στην Πάτρα. Υπερθετικός του μινάρω.
Κυριολεκτικά, επιδίδομαι συχνά στον αυνανισμό.
Μεταφορικά, ξεστομίζω ή κάνω μεγάλες βλακείες.
1.- Καλά, τι κάνει μισή ώρα στην τουαλέτα;
- Θα μινάρει πάλι σαν το παπί!
Got a better definition? Add it!
Μια ειδική λέξη από Χανιά Κρήτης, ενδεχομένως τώρα πια απαντά μόνο σε θύλακες ζωντανών γλωσσικών απολιθωμάτων της πόλης μέσα. Σημαίνει κολλητός, με τις ίδιες συνδηλώσεις (δηλαδή, το φίλο που τον έχει κανείς στην πιο διακεκριμένη θέση και με τον οποίο έχει κάνει διάφορα και έχει περάσει διάφορα, αυτά τα διάφορα που κάνουν τις καλές και δυνατές φιλίες).
Δε μπορώ να βρω στα λεξικά και στα ίντερνετς από που προέρχεται η λέξη. Στα αρβανίτικα bari βρίσκω να σημαίνει «βοσκός», εξ ου και το αρκετά συνηθισμένο επώνυμο. Αλλά μισό λεπτό, γιατί, πώς, τι σχέση έχει αυτό; Από την άλλη στα τούρκικα βρίσκω ότι birader σημαίνει «αδερφός», αλλά και αυτό μου φαίνεται άσχετο. Άσε που συνάντησα στα απομνημονεύματα ενός δύσμοιρου δασκάλου που είχε διοριστεί στα Σφακιά στις αρχές του αιώνα ρήμα «μπαρίζομαι» που σήμαινε «συμφιλιώνομαι με κάποιον». Άρα, δεν μου φαίνεται και πολύ σόι να ψάξω προς λέξεις που να σημαίνουν αδερφωχτός και τα τοιαύτα, γιατί «μπαρίζομαι» σημαίνει κάτι πιο λάιτ (και όταν θέλει κάποιος να τονίσει ότι πρόκειται για ΤΟΝ κολλητό του, λέει με έμφαση «ο μπαρής ΜΟΥ». Στα ιταλικά πάλι βρίσκω τη λέξη bari να σημαίνει κάτι που να έχει σχέση με απάτη και χαρτοπαιξία, δε μου ταιριάζει απευθείας.
Θα μπορούσα να γίνω και περισσότερο κουραστικός και ίσως και περισσότερο άστοχος. Γνωρίζει κανείς Αίνοι αηδίας;
- Ο Μανώλης; Αυτός είναι ο μπαρής του.
- Α, ώστε έτσι εξηγείται.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ακαταστασία, ο χαμός που προκαλούν τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια, προσωπικά αντικείμενα (κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, εφημερίδες), φωτογραφίες, παπούτσια, κρεμάστρες με ζακέτες, τσάντες, στην είσοδο του σπιτιού ή στο χολ, μια ακατάστατη κουζίνα, με πάγκους γεμάτους μπουκαλάκια με μπαχάρια, νεροχύτη γεμάτο ταψιά και πιάτα, σακούλες με ψώνια που δεν έχουν τακτοποιηθεί στα ντουλάπια κ.ά.
Αυτό έχει να κάνει (λένε οι επιστήμονες) και με το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του ατάσθαλου και ανεπρόκοπου για το χάος που επικρατεί στο σπίτι του.
Τοπικός ιδιωματισμός, Θεσσαλικό.
Μαρία, γυρνάει από τη δουλειά, διαλυμένη.
- Ρε παραμπάγκο, αχαΐρευτε... πώς είναι έτσι το σπίτι; Τι ανιβουρό είναι αυτό; Κάθεσαι και παίζεις όλο πλεϊστέσον και δε μαζεύεις όλο αυτό το χαμό απ' το δωμάτιό σου...
- Έλα ρε μάνα, τι φωνάζεις ναούμ, τι είναι αυτό το ανιβουρό; Πας καλά ρε μάνα;
Got a better definition? Add it!
Ο τρελός, ο άμυαλος, ο ορμητικός και απερίσκεπτος. Λέγεται στην Πελοπόννησο, όπως σε Αχαΐα και Ηλεία, και στη Λευκάδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified