Further tags

Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απάντηση στην ερώτηση: «Τι φρούτα βγάζει η Μεσσηνjία;». Η Μεσσηνjία βγάζει ΚΑΙ σύκα, αλλά για άλλα προϊόντα είναι διάσημη, εξ ου και η αναφορά στο κοτσάνι.

- Τι φρούτα βγάζει η Μεσσηνjία;
- Σύκα, αλλά με ένα κοτσάνjι να μετά συγχωρήσεως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική ονομασία για τρία από τα προϊόντα για τα οποία φημίζεται η Μεσσηνjία, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, σωματέμποροι.

Από Τρία Σίγμα, νταξ! Κάνουμε και εξαγωγές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αναφορά προς την Μεσσηνjία, είναι τα τρία κακά του κόσμου, δηλαδή: Μαφία, Μασονjία, Μεσσηνjία. Η έκφραση περιγράφει την συνήθεια των Μεσσηνjίων για μεσσηνjιακό παραγοντιλjίκι και lobbying.

- Καλά πώς πήρε το τριχίλιαρο χωρίς νά 'χει καεί το χωράφι του; - 3Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποδώ - αποκεί στα κατσικοχώρια.

-Αποδώθενες είν' η αδερφή μ' η Σύρμω κι αποκείθενες η μπατζανακ'ς μου η Λάμπρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει διαβάλλω, βάζω λόγια. Από Χανιά μεριά, όπου τσίτες=αγκάθια (αλλά και ψαροκόκκαλα). Απαντά και ως «tsites putting».

- Γιατί ρε βάζεις τσίτες της γκόμενάς μου ότι δεν είμαι για σχέση και μαλακίες...
- Προσπαθώ να τη γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιδρώ.

Για άλογα, γαϊδούρια και λοιπά τροχοφόρα - τσινάω: σταματάω απότομα, αρνούμαι να προχωρήσω, κωλώνω.

Μεταφορικώς - τσινάω: δυστροπώ, αρνούμαι να αποδεχτώ κάτι, αντιδρώ στην ιδέα.

Τσινάει ο γάιδαρος.
Τσινάει η νύφη.
Τσινάει το αυτοκίνητο.
Τσινάει ο παίκτης - μεταγραφή πριν υπογράψει το τελικό συμβόλαιο.
Τσινάει η πουτανίτσα.

(Σ.ς. όπως ωραιότατα αναφέρει ο Vrastaman, η λέξη λέει ετυμολογείται εκ του τινάσσω, που πα να πει, δεν μ' αρέσει αυτό που βλέπω, αυτό που ακούω, αυτό που συμβαίνει, σο αντιδρώ τινασσόμενος, τινάζω τα πόδια μου αν έχω, γενικώς τινάζομαι ενοχλημένος ένα πράμα. Εύγε μπρο που το ήβρες, σου χρωστάω αστέρια).

  1. Προς Ομπάμα: Καλή γαϊδουρινή ηγεμονία, μη μας ξεχνάτε. Δεχτείτε έναν γάιδαρο Ακαρνανίας δώρον φιλίας. Είναι προστατευόμενο είδος [...] Προσέξτε: ο γάιδαρος τσινάει.

  2. Ρε συ Γιώργο τι 235 και 240 μας λές;
    μήπως είσαι έτοιμος για απογείωση και το αμάξι τσινάει σε τόσα χιλιόμετρα; πάντως τσαμπουκά θέλει στην αδιαφορία των αντιπροσωπιών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξεγαύρωμα /-ώνω: Οι ενημερωμένοι τε και έμπειροι χρήσται τιαύτου διαδικτυακού τόπου ήδη γνωρίζουν πολλαί λέξεις αι οποίαι εκφράζουν τη γενετήσια πράξη, επί παραδείγματει: «φιστίκι», «ξεσκίδι» κ.α. Η λέξη «ξεγαύρωμα» ολοκληρώνει τιαύτη προσπάθεια δίδοντας ένα τόνο, τρόπον τινά, ιδιοματικό καθώτι χρησιμοποιείται μόνο από Κρήτες. Ενέχει δε και μεταφορικής σημασίας, καθότι υποδηλεί την έντονη κούραση από παρατεταμένη εργασία. Εις άλλαι περιοχές τις Ελλάδος απαντάτε ο όρος «γαυρώνω» ο οποίος όμως ουδεμία σχέση έχει μετά του «ξεγαυρώματος».

Μανωλιός: «Ω ανάθεμάτο μρε, εξεγαυρώθηκα τσι ελιές πάλι οφέτος! Νεσάκιασμα, κουβάλημα... ωχ πονώ!»
Σήφης: «Α! Εγώ πάλι εξεγαύρωσα μία οπροχτές στο μώλο του Ηρακλείου! Κι ήμασταν εδα με τα γκομενάκια τσ΄αδερφής μου και πίναμε καφέ απ' το λαΐνι ...»

βλ. και γαυρίζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «όχι» στα γύφτικα. Μερικές φορές χρησιμοποιείται και με την κανονική του αγγλική σημασία. Επίσης έχει κι άλλη μια σημασία, του επιφωνήματος «ωχ», στα γύφτικα πάντα.

  1. οκ πάλι... βαρέθηκα αυτό το παιχνίδι
  2. οκ ρε ... σε 5 στο καφέ..
  3. οκ παναγία μου... θα σκοτωθούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη απαντάται στην Μεσσηνία, την λεβεντομάνα πολλών υπερασπιστών του έθνους μας. Περιγράφει μονολεκτικά τους εχθρούς του Ελληνισμού, ιδίως στην εποχή που ήταν πιο έντονος ο «από Βορρά κίνδυνος». Σημειωτέον το «κου» του «κουμμουνιστο-».

Είναι μια εξωνημένη συνείδηση, ένα μίσθαρνο όργανο, ένας αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified