Further tags

Κατά τη διαδικασία του γδαρσίματος ενός ζώου, χρησιμοποιείται από τον γδάρτη ένα καλάμι (μασούρι), το οποίο περνά στο πίσω πόδι του σφάγιου για να το φουσκώσει, διαχωρίζοντας το δέρμα από το κρέας. Μετά είναι πιο εύκολο να αφαιρέσει την προβιά.

Είναι μία διαδικασία γδαρσίματος κατά την οποία το σφάγιο σχεδόν διπλασιάζεται σε όγκο, οπότε μεταφορικά όταν κάποιος παχύνει απότομα ακούει την εν λόγω φράση.

Συνέχεια της στιχομυθίας του Λιλιάμτη με το συμμαθητή του από το χτενίζω τις κωλότριχες:
- Καλά ρε φιλαράκι πως φούσκωσες έτσι;
- Ε, να τρώμε λιγάκι παραπάνω (λες και τρώνε 2 μαζί)...
- Τι λιγάκι που είσαι σα να σε φούσκωσαν με το μασούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Λιακόνι, το: Chalcides ocellatus. Αυτή τη σαύρα τη βλέπουμε συνήθως να κάνει ηλιοθεραπεία κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά φεύγει γρήγορα μακριά με ελικοειδή κίνηση, ξεγελώντας συχνά τους ανθρώπους που την μπερδεύουν με φίδι [...] Έχει την αναληθή φήμη εδώ στην Κρήτη πως είναι θανάσιμα δηλητηριώδες».

Αυτά γράφουν οι ειδικοί για το λιακόνι, το δεύτερο πιο επίφοβο σύμφωνα με τη λαϊκή πίστη ερπετό της Κρήτης, μετά την Όχεντρα (η οποία, όμως, στην Κρητική της εκδοχή είναι κι αυτή ακίνδυνη για τον άνθρωπο, αν και έχει κάποιο δηλητήριο).

τι να λέει όμως;

[I]Ποτέ μου δεν ερέχτηκα
γυναίκα παντρεμένη
σαν μια την είδα στα Χανιά
απ' το Σαρτζί και πέρνα
Κι είχε τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθος
την όχεντρα την πλουμιστή
κορδέλα στα μαλλιά της.[/I]

Η όχεντρα είναι η Σατανική σαγήνη, η ομορφιά ως καταστρεπτική δύναμη που θέλγει τον άνθρωπο.

Το ταπεινό λιακόνι συμβολίζει τη σκέτη, δηλητηριώδη κακία, και είναι το Κρητικό δίμουρο φίδι, ελλείψει οχιάς διμούτσουνης στην πανίδα του νησιού. Λέγεται κυρίως για γυναίκες κακιασμένες, κουτοπονηρές και καριόλες, και είναι πολύ συχνό παρανόμι. Κάθε χωριό και κάθε κοινωνικός χώρος έχει το λιακόνι του.

  1. - Και ποιος διαόλου τσίτονας (= αυτός που βάζει τσίτες, δλδ. αυτός που διαβάλλει, ο διάβολος) τση τά΄πενε;
    - Εσύ μρε θεομπούνταλε ποιος θαρρείς θα τση΄τάπενε..; Για να δω δηλαδής ανε σού΄χουνε ΄πομείνει δυο δράμια νους...
    - Ποιος... το λιακόνι θα τση τά΄πενε;
    - «Καλή κοπελιά η Μαρία», «Χρυσή κοπελιά το Μαριώ, θυμάσαι που μ΄ήλεγες;

  2. και μια μαντινάδα:
    Την πεθερά μου εδάγκασε στον πόδα ένα λιακόνι
    και το λιακόνι εψόφησε μα εκείνη ζεί ακόμη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μάτι, ο οφθαλμικός βολβός, κατά Πίνδο μεριά.

- Στάκα, για μου μπήκε σκόνη στον μπόμπολα.

Ωχ, το μάτι μου! (από Vrastaman, 22/10/09)Γιώργος Μπόμπολας (από Khan, 22/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κουργιαλοσλανγκιά, η οποία μπορεί να ακουστεί και από τη νεολαία των πόλεων της Κρήτης μέσω της διαδικασίας που σε άλλο λήμμα έχω περιγράψει ως «τ΄ ακούω στο χωριό μου στα Ηρακλειώτικα: χωρζό μου το λέω στο σκολειό μου».

Το ρήμα προέρχεται από τη ζωή του βοσκού, και πρόκειται για την ακινητοποίηση των αρνιών και προβάτων, προκειμένου αυτά να κουρευτούν (συνήθως) ή να σφαγούν (σπανιότερα), που γίνεται «καβαλίκεμα» του οζού και δέσιμο όλων (συνήθως) ή των τριών (σπανιότερα) ποδιών τους (όπως στοtie-down roping του ροντέο, απλά χωρίς το άλογο, τα stetson, το λάσο, το μοσχαράκι, το χρονόμετρο, αλλά με άτυπη τουλάχιστον επιτροπή Κρητών, βλ. παρακάτω). Το τοπίο μιας μάντρας κατά τη διάρκεια μιας κουράς είναι κατάσπαρτο με μπουζιαζμένα οζά που περιμένουν τη σειρά τους για να κουρευτούν, βελάζοντας απελπισμένα.

Το μπούζιαζμα ένας έμπειρος και ικανός βοσκός το ξεπέταει, χωρίς να δίνει σημασία στις διαμαρτυρίες του ζώου, το οποίο μόλις ακινητοποιήσει αφήνει κάτω στο έδαφος τρομαγμένο. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα εκτιμάται από την ομήγυρη των βοσκών (οι κουρές γίνονται από τους βοσκούς του χωριού συλλογικά και εκ περιτροπής) και είναι μια σχεδόν τελετουργική διαβατήρια δοκιμασία για τον νεαρό βοσκό - ο οποίος, όμως, σύντομα θα πρέπει να μάθει και να κουρεύει, που είναι εργασία ακόμα πιο υψηλής σχετικά εξειδίκευσης.

Το μπούζιαζμα δηλώνει απόλυτο έλεγχο επί του ζώου και κατά μια έννοια επιβεβαιώνει κάθε χρόνο την εξουσία του βοσκού πριν τη τελική της επικύρωση, τη σφαγή, όχι ότι αυτή η εξουσία τίθεται εν αμφιβόλω, απλά η εικόνα του άθλιου μπουζιαζμένου αμνού εικάζω ότι λειτουργεί διαπαιδαγωγικά έτσι σε ένα subliminal επίπεδο για τους νέους βοσκόπαιδες, χιλιετίες τώρα.

Το μπούζιαζμα ως απειλή εναντίον ανθρώπων ακούγεται στον προφορικό λόγο συνήθως παιγνιωδώς. Είναι πιο ελαφρύ από άλλες απειλές που ενέχουν τα Θεία ή τα γενετήσια ή αίματα και ο μπουζιαζμένος άνθρωπος είναι αρκετά κωμικός ως εικόνα - δείξτε λίγο κατανόηση για το τι θεωρεί αστείο ο βοσκός. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους μάτσο όρους που δηλώνουν εντοπιότητα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε σοβαρή απειλή.

Στην Ανατολική Κρήτη συνήθως προφέρεται μπουζάζω.

Η ετυμολογία ενδιαφέρουσα: σύμφωνα με το γλωσσάρι του Ξανθινάκη από το μπούζ(ι)ουνας, που ήταν στα χειρόδετα σακιά η δεσιά στις 4 άκρες τους (λέγεται και η φράση ακόμα «μπούζιαξε τα τσουβάλια»), το οποίο μπούζιουνας < μεσαιωνικό βύζουνας < αρχαίο ρήμα βύω = εξογκούμαι, απ΄ το οποίο και τα βυζιά.

  1. - Θα σε γαμήσω ρε μαλάκα, άσ΄ το κράνος...
    - Άμα σε μπουζιάξω, θα σου πω εγώ ποιο θα γαμήσεις...

  2. - Θα με γράψεις λέει; Γιάε [δες] τονε μωρέ απού γράφει, ίντα μρε θα γράψεις, άμε στο διάολο λείπε με [απάλλαξε με από την ενοχλητική παρουσία σου]...
    - Τρελός είστε κύριε; Είμαι υποχρεωμένος από την υπηρεσία μου...
    - Ίντα ναι μωρέ ετανά τα γίβεντα, δημοτική αστυνομία... Μωρέ ξεφτιλισμένε άσ΄ το μωρέ διάολε το ντεφτέρι να σου πω.. μωρε πούστη γράφεις; Δε με γνοιάζει μωρέ κερατωμένε κερατά να σε βάλω κάτω να σε μπουζιάξω κι ετέ να σου παίζω λαχτές με την αρβύλα ώστε να πεις κυρελέησον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη εκδοχή του πολυαγαπημένου βορειοελλαδίτικου κλάιν μάιν.

Κλάιν μάιν ον δε λάιν.

(Αποτελεί πρόταση με ολοκληρωμένο νόημα, σπάνια χρησιμοποιείται μέσα σε άλλη πρόταση και «στέκεται» μόνη της σαν έκφραση).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεσσαλική λέξη, σημαίνει «μήπως», με την αρνητική έννοια της λεξεως. Το «σάματι» δεν χρησιμοποιείται σε καταφατικές προτάσεις, χρησιμοποιείται σε ερωτηματικές προτάσεις που δηλώνουν άρνηση, δισταγμό, έλλειψη πιθανότητας κλπ.

  1. Δεν παίρνω ομπρέλα μαζί μου, σάματι πρόκειται να βρέξει;

  2. Πού να ξέρω τι ώρα θα έρθουν, σάματι πήραν κανένα τηλέφωνο να μου πουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαμιώτικη λέξη, κετσές λέγεται το στουπί, και πιο μεταφορικά το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τα πολύ μπερδεμένα, απεριποίητα μαλλιά.

Τα μαλλιά μου είναι σαν κετσές, δεν πρόλαβα να χτενιστώ το πρωί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρογγυλός κουβάς από τσίγκο.

Αρμέγουμε το γάλα στη βεδούρα

Κων/νος Βεδουράς - Το θέλω (από allivegp, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified