Further tags

Συνήθης αναγραμματισμός και αντικατάσταση του «πούστης». Τοπικός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία.

Ετυμ. 1: «Πού ίσταται;» δηλαδή πού στέκεται;
Ετυμ. 2: «Πού στη;» δηλαδή που στήνεται;

Από το ίστημι και από το στω προκύπτει: πούιστημι = πουστώ, όπως ο ωκεανογράφος - πειρατής. Όχι ο μεγάλος, ο άλλος με τα κωλοβυθόμετρα.

Επομένως, πούστης = πούιστς.

«Γμ τ μπαλιοπούιστ!»
«Ο πούιστς μ πρόδωσςς!»
«Άλλ' λούγκρ κι άλλ' πούιστς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρό αρσενικό του μηρυκαστικού ζώου του γένους βους, με όλα τα φόντα για επιβήτορας.

Θρακιώτικη λέξη με ετυμολογία ίσως από το μπήγω αλλά και το μπαίνω.

Μπήκας στις θρακιώτικες βάλτες είναι και ο νεαρός αεί καυλωμένος αγροτινέιτζερ, που στο μυαλό του έχει πάντα το γαμήσι και τις γκόμενες, (ανεξαρτήτως επιτυχίας) και άλλα παρεφερνάλια (μηχανές, navarra, ξύδια, κλπ) αλλά γενικά τα ξύνει διαρκώς, είναι σελέμης, σαψάλης και μουρντάρης. Το βλέμμα του, μόλις ξυπνάει το μεσημέρι ομοιάζει με αυτό της αγελάδος.

Στα Ελληνέζικα μπήχτης.

- Μέρχαμπα κορόϊδα! Ακόμα δουλεβτ’ε μπρε; - Καβλώς΄τουν μπήκα, ξύπν’σες; Τι έγιν’βρε σερσερή, πάλ’στα κολοχανία ξημερώθκες; Για στρωσου στην δλειά κι άς την ντουρζίνα, μην σε παρ’ο διάλος τον πατέρα'ς!
- Ναι, μπαμπά.

(sic, απομίμηση θρακιώτικης προφοράς)

Ὁ διαιτητής κ. Μπίκας Βασίλης (από aias.ath, 15/11/11)

βλ. και μπίκας, μπίκος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανακτισμένης προσπάθειας αποπομπής ανεπιθύμητου τύπου, στην προστακτική.

Αρβανίτικης καταβολής.

Σημαίνει, «άντε φύγε από δώ», «α πάγαινε!» και «άει προχώρα». Άλλη συνώνυμη φράση το «άντε χάσου από μπροστά μου!».

Το ψαγμένο της υπόθεσης είναι ότι σχετίζεται με την «πορεία» και μοιάζει πολύ με αρχαιοελληνική προστακτική του νεότερου «άντε πορεύσου!».

Ακούγεται σε λατρεμένα χωριά της Βοιωτίας (Κυριάκι και πέρα), της Κορινθίας (Σοφικό και πάνω) κι αλλαχού.

Διάλογος:

-«Mάνα μου, η μπίθα σου! Θες να κίχου-κίχου;»

-«Άει πόρου, σαχλέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρύτατη κρητικιά κατάρα ταυτόσημη με το να σε βρει θανατικό και να ρημώσει το γένος και το σπίτι σου, βλ. The fall of the house of Usher.

Απαντάται και ως «συκιά να βγάλει το σπίτι σου».

- Παναθεμάσε, και να τα φας σε χημειοθεραπεία τα νοίκια...
- Μπα που μουριές να βγούνε στο σπίτι σου, ναι!
- ...
- ...
- ...
- Έλα ρε συ, τί λέγαμε πριν με διακόψουν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αποκλείεται», «σιγά...», «πλάκα μας κάνεις».

Απαντάται κυρίως στη Λέσβο ειδικά στα κοντινά στη Μυτιλήνη χωριά (Μόρια, Παναγιούδα, Αφάλωνας, Πάμφιλα). Η προέλευση του είναι ασαφής.

Η αυθεντική προφορά του έχει ως εξής: Άλουγου κλαν'.

1 -Μωρέλι' μ, ι θόδωρους πήρε του πτυχίου τ'!

- **Άλογου κλάν'** ... (ο θόδωρος είναι αιώνιος φοιτητής γεωπονίας)

2 - Ανέφκα στην Αγιάσου για κυνήγ' κι επιασα 5 κ'λα κνέλ(ι)!

- Άναγια'μ, **άλογου κλάν'**

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη αστρέχα είναι βασικά τεχνικός όρος. Αντιστοιχεί στο κομμάτι μιας στέγης - κεραμοσκεπής συνήθως - το οποίο εξέχει από τον κυρίως όγκο του σπιτιού για λόγους προστασίας από το νερό της βροχής.

Πλην όμως, χρησιμοποιείται συνήθως ως επίρρημα - κάποιος πάει αστρέχα - για να περιγράψει κάποιον που περπατάει κολλητά με τον τοίχο, μπας και φάει καμιά σταγόνα βροχής λιγότερη, και σπανιότερα και ως ρήμα - κάποιοι αστραχούν.

Η προέλευσή της είναι από την θεσσαλική ύπαιθρο, συναντάται όμως και σε άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου.

  1. Μα, να μην πάρω μια ομπρέλα μαζί μου, πήγαινα μια ώρα αστρέχα!

  2. - Πήγες να δεις τις κότες;
    - Ναι, έβρεχε και αστραχούσαν (δηλαδή ήταν έξω, αλλά κολλητά με το κοτέτσι για να προφυλαχθούν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μούσκεμα, στην αυθεντική βλαχολαρισαϊκή της υπαίθρου.

- Πρόσεχε ρε μαλάκα με το λάστιχο, μπλιούρα μ' έκανες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ημίτρελος, αυτός που «δεν πατάει καλά», ο χαμένος στο διάστημα.

Από τον τοπικό προσδιορισμό σα πέρα (σα δώθε, σα κείθε, σα πέρα), δηλ. προς τα πέρα.

Συνώνυμο: ελαφρύς, αλαφρύς (τοπικό Β.Α. Αιγαίου)

- Μα ποιος σου είπε τέτοιες βλακείες;
- Ο Αντώνης.
- Καλά, αυτόν ακούς; Αυτός είναι σαπέρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος, ο ρεμπεσκές, αυτός που δεν ξέρει τη δουλειά του.

Πρόκειται για την πρώτη σε συχνότητα έκφραση υποτίμησης στη Λέσβο.

Σημασία πρέπει να δίνεται και στην προφορά του: το -ια- προφέρεται όλο μαζί προσθέτοντας από μπροστά και ένα ανεπαίσθητο -γ-.

  1. Μην τα περνάς από κει τα καλώδια, βρε αδιαφόρετε, θα γίνει βραχυκύκλωμα!

  2. Αδιαφόρετο είναι τούτο το μωρό, του 'πα να ταΐσει τα κακνιά κι αυτό παίζει την τσιλίκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified