Further tags

Το θηλυκό του πουτσαράς, όπως το όρισαν οι Γεωργία και Ironick.

Πουτσαρίνα, δηλαδή, είναι η γενναιόκαρδη, η λεοντόκαρδη, η λεβέντισσα γυναίκα, η πουτσαρόκαρδη.

Λ.χ. εδώ αναφέρεται ως καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός για την «γεροδεμένη, δραστήρια γυναίκα», εδώ για την λεβέντισσα, εδώ ως αρτινός ιδιωματισμός με την ίδια σημασία, ενώ ο σλάνγκαρχος Λύο Καλοβυρνάς αναλύει εδώ το γεγονός ότι ως πουτσαρίνα χαρακτηρίζεται η γυναίκα με κότσια.

Αφήνω σε γιαλόμες και σε οπαδούς της κορεκτίλας να διερωτηθούν περί τον σεξουαλικό προσανατολισμό της πουτσαρίνας και περί του μήπως είναι σεξιστικό να χαρακτηρίζουμε την γενναία γυναίκα με παράγωγο της λέξης πούτσα, και μήπως είναι πιο politically correct εκφράσεις όπως ρίχνω δυο μουνιά. Λένε άλλωστε ότι η κλειτορίδα είναι κι αυτή πούτσα κατά μια έννοια.

Τέλος, α πουστεριόρι δόθηκε η παπαρετυμολογία ότι πουτσαρίνα είναι η τσαρίνα της πούτσας, την οποία εν παρόδω και καταγγέλλουμε.

- Έλα, έλα πουτσαρίνα μου να φας το ρυζόγαλό σου. Να χαρώ μια πουτσαρίνα εγώ!
(Καρδιτσιώτισσα σλανγκογιαγιά προσφωνεί την εγγονή της, αναπαράγουμε χωρίς να αποδίδουμε την ιδιωματική προφορά).

Got a better definition? Add it!

Published

Η γιαγιά που τυγχάνει κατά κύριο λόγο να είναι και σλανγκομούνα. Όχι ότι αν δεν είναι λέγεται αλλιώς, αλλά να, εκεί στη Σετινσουλία, οι γιαγιάδες είναι όντως και πολύ άτομα.

Λέγεται φυσικά και βάβω, αλλά και νόνα.

- Μαλάκα μου τι θα ντυθούμε τσ' Αποκρές (χωρίς ι)
- Κοκολοΐστρες...
- Με τι κότολα ρε, πούθενε;
- Θα πάρουμε κρυφά τση βαβάς μου, έχει τρία - τέσσερα και δε θα το πάρει χαμπέρι.

βαβά του μόχθου. (από perkins, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά εκεί που καθίζουμε τον κώλο. Συνήθως περιγράφει ένα καρεκλάκι ξύλινο που δεν το λες έπιπλο (δλδ σε καμιά περίπτωση ένα σκαμπό -θα ήταν απαξιωτικό), ή ό,τι θα μπορούσε σε ώρα ανάγκης να παίξει τέτοιο ρόλο (π.χ. ένα τελάρο, ή μια άδεια κάσα από μπύρες).

- Μια θέση για τον Πρόεδρο βρε παιδιά!!
- Δώσ' του το κωλοκάτσι και πολύ του είναι.

Κωλοκάτσι (από poniroskylo, 06/11/10)Κολοκάσι (από poniroskylo, 06/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαϊδευτικά, το φανταράκι που υπηρετεί στη Γκατζολία.

  2. Το πραγματικά περίφημο γάλα «Ροδοπάκι» που διατίθονταν στο ΚΨΜ όταν εγώ υπηρετούσα.

Παρεμπιπτόντως το Μίλκο δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του. Εννοείται πως οι ντόπιοι δεν το αποκαλούν ποτέ έτσι.

  1. - Πού έκανες φανταρικό; - Γκατζολάκι ήμουνα. - Άντε ρε! Εγώ Διδυμότειχο μπλουζ.

  2. - Πιάσε δυο γκατζολάκια. - Σιγά! θα στομαχιάσεις.

(από sstteffannoss, 02/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Λήμνου. Λέγεται και «κομματάκι». Χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο κι εκφράζει πολύ λίγη ποσότητα μη μετρήσιμου ουσιαστικού.

Δώσε κομμάτι φαΐ και σε μένα ρε μπάρμπα, έχω να φάω από χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός της Λέσβου που εκφράζει τον πολύ μεθυσμένο άνθρωπο. Συνώνυμο του κομμάτια. Από το τούρκικο davul που σημαίνει τύμπανο. Συνήθως το λάμδα και το γιώτα συγχωνεύονται στο τέλος, λόγω της Μυτιληναϊκής διαλέκτου.

Η γιανεπρόκουπους η γιάντρας 'ημ χθες γύρισι τα ξημηρώματα κι ήταν νταβούλ'. Θα' πινε παλ' ούζα μι τσ' φίλοι τ'...
(Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου χθες γύρισε πάλι τα ξημερώματα κι ήταν νταβούλι. Θα έπινε πάλι ούζα με τους φίλους του)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζωηρός, αυτός που κάνει ζημιές, αταξίες. Χαρακτηρισμός κυρίως για μικρά παιδιά. Ίσως το δεύτερο συνθετικό, αν πούμε ότι είναι σύνθετη λέξη, αναφέρεται στην ταραχή που προκαλεί ο χαρακτηριζόμενος.

- Αργυρώ, πού είναι το παιδί;
- Στο δωμάτιό του, διαβάζει σίγουρα.
- Μου αρέσει η σιγουριά σου... αυτός ο τζουχατάραχας πάλι καμιά διαολιά κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανοιχτή πίτα με άγρια χόρτα και φέτα που παρασκευάζεται στην περιοχή της Ηπείρου. Λέγεται και μπλατσαριά και προέρχεται από την τοπική λέξη μπλετς που θα πει γυμνός, ασκεπής.

Πήγα στη γιαγιά μου και μου έφτιαξε μια μπατσαριά άλλο πράμα!

(από vikar, 08/11/10)Ironick, αφιερωμένο εξαιρετικά (από poniroskylo, 08/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σχετικά ογκώδες, δυσκίνητο και/ή αργοκίνητο όχημα ή γενικότερα πράγμα.

Ετυμολογικά προκύπτει από τον ορισμό του κουραδά.

  1. - Κοίτα το λεωφορείο, πήγε να πάρει την στροφή και βρήκε τοίχο.
    - Λογικό είναι, πού πάει ο τυπάς με αυτή την κουράδα μέσα σε τέτοια στενά δρομάκια...

  2. Τάκης: - Μάκη, τι σύνδεση ίντερνετ έχεις;
    Μάκης: - ADSL, 1Mbps.
    Τάκης: - Πώς την παλεύεις με αυτήν την κουράδα; Θα κάνεις 5 μέρες να κατεβάσεις μια ταινία!!!!
    Μάκης: - Μερικές φορές δεν την παλεύω κάστανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified