Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...
Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...
Γερμανόφωνο τρέχα γύρευε...
Κλάιν μάιν τώρα... Μην το πολυ-πιστεύεις...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαλάκας, ο τρομπαδούρος.
Αυτός που μινάρει (που μαλακίζεται δηλαδή) ασύστολα.
- Πάλι μαλακίες κάνει ο φίλος σου έ;
- Αφού ξέρεις τι μιναρίτας που είναι...
βλ. και μινάρας, ο
Got a better definition? Add it!
Η κυρα-Σούλα όλη μέρα είναι μόνη, ο άντρας της είναι μέσα και ψαρεύει.
Σήμερα θα λείπω, θα πάω μέσα για δουλειές.
– Με τις μαλακίες που κάνεις θα σε κλείσουν μέσα στο τέλος.
– Πού, στον Κορυδαλλό ή στο Δρομοκαΐτειο;
Got a better definition? Add it!
Η γαμιόλα παρτόλα. Αυτή που τους παίρνει με ταχύτητα απανωτών πυροβολισμών, λέμε τώρα...
Ασίστ Νick.
- Χθες πήγε ο Μάκης την Τζέσικα στης μάνας του να τη γνωρίσει...
- Καλά, μαλάκας είναι; Αυτή τη γαμισομπιστόλα της πήγε; Χαθήκανε τα κοριτσάκια;
Got a better definition? Add it!
Συνεχίζοντας το μνημειώδες μεαυτόν έργο, ήτοι την Κρητικήν διάλεκτο, θα ήθελον αναφέρω τη λέξη κονσολιέρης ως την απόδοσιν του αναβάτη δίσκων ή καλλίτερα: disc jockey. Ο κονσολιέρης, ήτοι ο χειριστής κονσόλας, διακρίνεται από:
Μύσταξ παχύ και ακάθαρτο από κτίσεως κόσμου, χρησιμεύον και ως τόπο κατοικίας ζωυφίων.
Αι δε αλλαγαί εις το μουσικόν πρόγραμμα... θανατηφόραι! Άντζελα Δημητρίου ύστερα από Ψαραντώνη!
Μανωλιός: - Μρε συ Καυλαγόρα, εκιονέ μρε το γκαινούριο το κονσολιέρη, πολύ χάζι τονε κάμω! Γαμεί! (Ω Καυλαγόρα! Ο νέος dj μου είναι ιδιαίτερως συμπαθής! Εύγε του!)
Καυλαγόρας: - Πράγματι, όταν το μυστάκιό του δεν μπλέκεται εις την σιντιέραν, οι αλλαγές είναι εξαιρετικές! Με κενά βέβαια μεταξύ των τραγουδιών ίνα βρει το επόμενο CD βρίζοντας, αλλά εξαιρετικές!«
Μανωλιός: -Ετσέ! Μρε μπάρμαν, κέρνα μρε το κονσολιέρη ένα από κιονέ το Διακόσιες Πίπες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
O παθητικός ομοφυλόφιλος στο ιδίωμα των Μεγαρέων.
Ο όρος λουρί αναφέρεται στις ιμάντες της μηχανής των παλιών αυτοκινήτων που είχαν κίνηση στους πίσω τροχούς. Επομένως πισωλούρης είναι αυτός που «δουλεύει» την πίσω μεριά του και όχι τη μπροστινή.
Το καημένο το παιδί... Πήγε στη Μύκονο ντούρος και γύρισε πισωλούρης.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει στην κυριολεξία «μου εφυγε η φλουδα», «ξεφλουδιστηκα».
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει γρατζουνιές από ατυχήματα, πτώσεις κ.λπ.
Χώρος προέλευσης η Ηπειρωτικη Ελλαδα!
Έπεσα με το ποδήλατο και ξεσγαλίστηκα ολόκληρος!
Got a better definition? Add it!
Στριντζώθηκα, εκ του ρήματος στριντζώνομαι, με προέλευση από Αγρίνιο.
Σημαίνει «έχουν τεντωθεί τα νεύρα μου».
Got a better definition? Add it!
Η ιδιωματική έκφραση σημαίνει «ασφυκτιώ» και προέρχεται από την Άρτα.
Έπαθα σπληξ!
Got a better definition? Add it!