Further tags

Κάλι είναι το άλογο στα αρβανίτικα. Καλικότσια: όταν πας καβάλα στην πλάτη του ζώου (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι), στη Μεσσηνία. Μεταφορικά λέγεται και όταν ανεβαίνει παιδάκι στην πλάτη του πατέρα του.

  1. Πήγα μια ώρα δρόμο καλικότσια.

  2. Τον πήρε ο πατέρας του καλικότσια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΙΧ αυτοκίνητο.

Στο χωριό μου στην Αρκαδία (αλλά θαρρώ πως ισχύει για ολάκερη την αθάνατη ελληνική επαρχία) η «κούρσα» αναφέρεται στο ΙΧ αυτοκίνητο αντιπαραθετικά με τα «αγρότικα» αγγλιστί pick-up cars (ή ντάτσουν για κάποιους αθηναίους). Επίσης συναντάται και η «κλούβα» που είναι το κλειστό βανάκι.

Νομίζω ότι παλαιότερα η κατοχή κούρσας προσέδιδε ένα κοινωνικό στάτους στο κάτοχό της κάθως περιέγραφε ένα μέσο αναψυχής και διασκέδασης.

Εεεεεε καμάρ'!!! Ωραίο κουρσάκι! Το κατέβασες απ' Άθηνα; Fabia πήρες γαμώ το ξε...; Για τη δημοσιά (δημόσιος δρόμος) καλό είναι, αλλά στα χώματα θα βρίσκει η μούρη του κάτω καμαράκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η σημασία της οποίας γίνεται αντιληπτή στην Βόρεια Ελλάδα κυρίως και βασικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν την χρησιμοποιούμε συχνά στην πρωτεύουσα λοιπόν γιατί μάλλον δεν θα μας καταλάβει κανείς. Το λάμδα εξυπακούεται ότι είναι παχύ σαν τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο.

Πρόκειται φυσικά για την πασίγνωστη σε όλους μας ρετσίνα «Μαλαματίνα», το αλκοολούχο νέκταρ των φτωχών πλην τίμιων καφενόβιων. Συνοδεύοντας συνήθως λίγο τσιτσί δημιουργεί έναν συνδυασμό που μένει αξέχαστος. Αλλά πού να ξέρουμε εμείς οι χαμουτζήδες...

- Τι θα πιείτε παιδιά;
- Εγώ μια μπύρα.
- Κι εγώ μια μαλ(λ)άμω.
- Έγινε.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 22/10/13)(από allivegp, 23/10/13)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ηπειρώτικο ιδίωμα είναι το ιμιτασιόν αντικείμενο, το ψεύτικο, η μαϊμού, ενώ πάσλας μπορεί να έχει και γενικότερη σημασία ως ο άσχετος. Ενδιαφέροντα κττμγ τα λολοπαίγνια με την ονομασία Π.Α.Σ. (Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος) - Γιάννινα.

Πάσα Δ.Π.: craftsman

  1. Πάσλα κόσμημα της πασάρανε κι αυτή το πήρε για αληθινό.

2. Πας μη ΠΑΣ.... Πασλας!!!

3. pasla afrikane....den tha narths pote sta giannina wre xamor poustides kai palikaria ginatan mallia kouvaria

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρτσούμπαλος, ο χαχόλος, ο που κινείται και συμπεριφέρεται άκομψα, ο διαρκώς ζημιάρης (παληά γκραβαρίτικη ἐκφραση.)

- Πού πας ρε αλάνταβε;» (όταν κάποιος πάει αλλού για αλλού, ή, όταν τα παίρνει όλα σβάρνα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελός, ο άμυαλος, ο ορμητικός και απερίσκεπτος. Λέγεται στην Πελοπόννησο, όπως σε Αχαΐα και Ηλεία, και στη Λευκάδα.

Σέρνει μαζί του κι εκείνο το τσαλαφό σούργελο με τα τζιν και τα σπορτέξ και το δήθεν στυλάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, ο χαμός που προκαλούν τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια, προσωπικά αντικείμενα (κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, εφημερίδες), φωτογραφίες, παπούτσια, κρεμάστρες με ζακέτες, τσάντες, στην είσοδο του σπιτιού ή στο χολ, μια ακατάστατη κουζίνα, με πάγκους γεμάτους μπουκαλάκια με μπαχάρια, νεροχύτη γεμάτο ταψιά και πιάτα, σακούλες με ψώνια που δεν έχουν τακτοποιηθεί στα ντουλάπια κ.ά.

Αυτό έχει να κάνει (λένε οι επιστήμονες) και με το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του ατάσθαλου και ανεπρόκοπου για το χάος που επικρατεί στο σπίτι του.

Τοπικός ιδιωματισμός, Θεσσαλικό.

Μαρία, γυρνάει από τη δουλειά, διαλυμένη.
- Ρε παραμπάγκο, αχαΐρευτε... πώς είναι έτσι το σπίτι; Τι ανιβουρό είναι αυτό; Κάθεσαι και παίζεις όλο πλεϊστέσον και δε μαζεύεις όλο αυτό το χαμό απ' το δωμάτιό σου...
- Έλα ρε μάνα, τι φωνάζεις ναούμ, τι είναι αυτό το ανιβουρό; Πας καλά ρε μάνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια ειδική λέξη από Χανιά Κρήτης, ενδεχομένως τώρα πια απαντά μόνο σε θύλακες ζωντανών γλωσσικών απολιθωμάτων της πόλης μέσα. Σημαίνει κολλητός, με τις ίδιες συνδηλώσεις (δηλαδή, το φίλο που τον έχει κανείς στην πιο διακεκριμένη θέση και με τον οποίο έχει κάνει διάφορα και έχει περάσει διάφορα, αυτά τα διάφορα που κάνουν τις καλές και δυνατές φιλίες).

Δε μπορώ να βρω στα λεξικά και στα ίντερνετς από που προέρχεται η λέξη. Στα αρβανίτικα bari βρίσκω να σημαίνει «βοσκός», εξ ου και το αρκετά συνηθισμένο επώνυμο. Αλλά μισό λεπτό, γιατί, πώς, τι σχέση έχει αυτό; Από την άλλη στα τούρκικα βρίσκω ότι birader σημαίνει «αδερφός», αλλά και αυτό μου φαίνεται άσχετο. Άσε που συνάντησα στα απομνημονεύματα ενός δύσμοιρου δασκάλου που είχε διοριστεί στα Σφακιά στις αρχές του αιώνα ρήμα «μπαρίζομαι» που σήμαινε «συμφιλιώνομαι με κάποιον». Άρα, δεν μου φαίνεται και πολύ σόι να ψάξω προς λέξεις που να σημαίνουν αδερφωχτός και τα τοιαύτα, γιατί «μπαρίζομαι» σημαίνει κάτι πιο λάιτ (και όταν θέλει κάποιος να τονίσει ότι πρόκειται για ΤΟΝ κολλητό του, λέει με έμφαση «ο μπαρής ΜΟΥ». Στα ιταλικά πάλι βρίσκω τη λέξη bari να σημαίνει κάτι που να έχει σχέση με απάτη και χαρτοπαιξία, δε μου ταιριάζει απευθείας.

Θα μπορούσα να γίνω και περισσότερο κουραστικός και ίσως και περισσότερο άστοχος. Γνωρίζει κανείς Αίνοι αηδίας;

- Ο Μανώλης; Αυτός είναι ο μπαρής του.
- Α, ώστε έτσι εξηγείται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση μεγάλης σπανιότητας και πρωτοτυπίας, που χρησιμοποιείται στην Πάτρα. Υπερθετικός του μινάρω.

  1. Κυριολεκτικά, επιδίδομαι συχνά στον αυνανισμό.

  2. Μεταφορικά, ξεστομίζω ή κάνω μεγάλες βλακείες.

1.- Καλά, τι κάνει μισή ώρα στην τουαλέτα;
- Θα μινάρει πάλι σαν το παπί!

  1. Στο γήπεδο: Πάλι το 'φαγε ο τερματζής, όλο μινάρει σαν το παπί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπρώχνω κάτι αρχικά ώστε να συρθεί από μόνο του.

Ετυμολογία δεν ξέρω, πάντως μου 'ρχεται στο μυαλό το σβουρίζω και το τσουλάω.

Λέξη που μου 'πε Αρτινός και δεν βρίσκω πουθενά αλλού, ούτε και σε εύλογες παραλλαγές τύπου φουρτζουλάω / σβουρτσουλάω και λοιπά.

Ντάλα μεσημέρι, μπαίνει ο Λούκι Λούκ σ' ένα μπάρ, στάχυ στο χείλι, πάει κάθεται στον πάγκο άκρη. «Πέντε μπίρες» λέει στον μπάρμαν. «Περιμένεις παρέα;» «Όχι». Δέ λεει τίποτα, βάζει τις μπίρες, του τις σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη· πίνει τρείς ο Λούκι κι' ο ίσκιος του δύο.

Την άλλη μέρα τα ίδια. Την παράλλη, ξανά μανά. Την άλλη, πάει ο τύπος και τον ρωτάει. «Ρε σύ» λέει ο Λούκι, «απο τότε που κρέμασα τα πιστόλια μου, μ' έπιασε κάτιτίς ξερωγώ... δέ ξέρω... είπα να πίνω κι' απο μία για τους Ντάλτον τελοσπάντων». «Παραδέχομαι» λέει ο άλλος, πάει γεμίζει πέντε ποτήρια και του τα σφουρτζουλάει απ' την άλλη άκρη, γεμίζει ο πάγκος αφρό.

Τραβάει το πράμα μήνες. Μια μέρα σκάει ο Λούκι στο μαγαζί, στο χείλι τσιγάρο, ζητάει όχι πέντε, μία. Παγώνει ο μπάρμαν, ζεματίζονται κι' οι θαμώνες, πετάει δυο πράσινες και το μηχανικό το πιάνο πριν πάψει εντελώς. «Τί θα γίνει, θα μου τη σφουρτζουλήσεις ή να πάω απέναντι;» «Ρε συ Λούκι, ρ' αδερφέ, τί έγινε; Γιατί μία;» «Έμαθα κρέμασαν χθές τους Ντάλτον, γι' αυτό», και γελάει κακαριστά, το τσιγάρο κολλημένο στο κατώχειλο. Ξαναρχίζει το πιάνο απο μόνο του, μηχανικά, οι θαμώνες ξεφυσάνε, βάζει κι' ο μπάρμαν τα γέλια, βάζει και τη μπίρα, και τη σφουρτζουλάει στην άλλη άκρη.

(Απ' τ' «Ανέκδοτα που γελάν οι χαρακτήρες».)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified