Further tags

Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.

Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.

Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή

  1. - Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
    - Πήρα σακάκι. - Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
    - Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!

  2. Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.

Τι να σου κάνουνε τα φύρφυλλα, τα τρως πέντε-πέντε για να καταλάβεις γεύση (από salina, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδοστρωτήρας, σε λαϊκότερη και πιο «χωριάτικη» εκδοχή. Συναντάται κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Λόγω του κυλίνδρου που διαθέτει στο εμπρόσθιο μέρος το εν λόγω χωματουργικό μηχάνημα για να συμπιέζει και να στρώνει το οδόστρωμα κυλώντας πάνω σε αυτό χρησιμοποιώντας το βάρος του.

Επίσης μπορεί να το συναντήσουμε και ως «κύλιντρος» ή ακόμη πιο ακραία «κύλιντρας».

- Κύριε Μήτσο θέλω να στρώσω λίγο το έδαφος εδώ μπροστά ώστε να μπορούνε να πατάνε τα αυτοκίνητα, αλλά δε θέλω να το ρίξω άσφαλτο γιατί θα πάει ο κούκος αηδόνι...
- Σώπα ρε που θα ρίξεις άσφαλτο! Θα φέρω 'γω μια μέρα το κατρακύλι, θα σ'το πατήσω καλά και θα γίνει τσιμέντο!
- Το... ποιο θα φέρετε;
- Το κατρακύλι ρε ... τον κύλιντρο, πώς το λένε!
- Αααα, τον οδοστρωτήρα εννοείτε!
- Ε, πες το κι έτσι!

(από cristoferino, 26/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κάνω τα γνωρίσματα» σημαίνει έρχομαι σε πρώτη επαφή με το σόι αυτού / αυτής που θα παντρευτώ, γνωρίζω δηλαδή την οικογένειά του / της η οποία επίσης γνωρίζει εμένα και τους δικούς μου.

Την έκφραση άκουσα από κάποιον που κατάγεται από την Ν. Αρκαδία και μου είπε ότι πρόκειται περί τοπικού ιδιωματισμού (συγκεκριμένα από το χωριό Κοσμάς). Πιθανόν όμως να λέγεται και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.

- Τι θα κάνετε αυτό το Σαββατοκύριακο; Πάμε καμιά εκδρομούλα;
- Δεν γίνεται, έχουμε τα γνωρίσματα. Το άλλο.

Για παρόμοιες ή συνώνυμες εκφράσεις από άλλα μέρη της Ελλάδας βλ. προς το παρόν τα μπολντ στα σχόλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θέση πάρκινγκ στα κρητικά.

Ενίοτε δηλώνει και τον τρόπο με τον οποίο έχει παρκάρει κάποιος, ιδιαίτερα αν έχει παρκάρει χάλια.

  1. Έκανα μισή ώρα να παρκάρω γιατί δεν έβρισκα πουθενά ρεμίζα.

  2. Κοίτα ρεμίζα τον γάιδαρο, πάνω στο πεζοδρόμιο...

(από S.Nebelung, 16/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι όρχεις ή αλλιώς λιμπά, καμπανέλια, καλαμπαλίκια, γκογκόβια. Ιδιαιτέρως ευαίσθητο σημείο της ανδρικής ανατομίας, εκτεθειμένο λόγω της θέσης του στη διαστροφή και το ανύπαρκτο έλεος κάθε περδόμενου, υποζυγίου έλξης, λογοτέχνη ή ζωγράφου, μαγείρου, Ιταλού, Πελοποννήσιου, ζαχαροπλάστη, βοτανοσυλλέκτη, μασκαρά, μουσικού. Ως απόρροια αυτής της αχαρακτήριστης επιθετικότητας, τα δυστυχή κατσαμπάνια πάσχουν συχνά από ιλίγγους με συνοδά φαινόμενα ολικής εξοίδησης.

Ωστόσο, κάποιοι ειδικευμένοι επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η εξοίδηση μπορεί να οφείλεται σε υπαγορευμένες αλαζονικές συμπεριφορές, οπότε και είναι απαραίτητη μια κατά μέτωπον επίθεση για την αποκατάσταση της φυσικής ισορροπίας.

Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες τα κατσαμπάνια αρέσκονται στην ψηλάφηση και τριβή τους με τα νύχια ή τις άκρες των δακτύλων. Μέχρι στιγμής δεν έχει καταστεί δυνατή η αιτιολόγηση αυτής της προτίμησης, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται περί ψεύδους.

Η λέξη είναι πιθανότατα λακωνικής προέλευσης, όπως φαίνεται και από εν εκ των παραδειγμάτων. Προς επίρρωσιν, να αναφέρω ότι την πρωτοάκουσα από τον μακαρίτη τον μπατζανάκη μου, Λάκωνα την καταγωγή.

  1. Τα «κατσαμπάνια» είναι τα αντρικά γεννητικά όργανα εξαιρουμένου του μορίου, οι όρχεις. Η λέξη ισορροπεί με χάρη ανάμεσα στην ευγενική αναφορά του αντικειμένου και στις μάγκικες / χωριάτικες καταβολές του αναφέροντός την, και χρησιμοποιείται κυρίως από μεσήλικες επαρχιακής καταγωγής.
    αριστερό.

  2. ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ ΜΑΣ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΗΣ ; δεξί.

Επίσης από το νέτι :

ΝΑ ΨΟΦΗΣΟΥΝ ΟΛΟΙ ΤΟΣ. Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΕΙΝΑΕΙ Κ ΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΒΑΣΗΛΗΚΟΥΣ ΜΙΣΘΟΥΣ ΓΙΑ ΝΑ ΞΥΝΟΥΝ ΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΤΟΥΣ Κ ΤΙΣ ΚΟΛΟΧΑΡΑΜΑΔΕΣ ΤΟΥΣ.

ΣΤΑ ΚΑΤΣΑΜΠΑΝΙΑ ΜΑΣ ΡΕ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΥΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ.
κατσαμπάνια ;.........τελικα τα @ρχιδι@ εχουν πολλα nicks.

Στη Μάνη τα λέμε κατσαμπάνια.

Η γιαγιά μου λέει μερικά μανιάτικα αλλά τα κατσαμπάνια δεν τα έχει ξεστομίσει ποτέ !
(Σ.Σ. Προφ επειδή δεν τα έχει βάλει ποτέ στο στόμα της).

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ποπ-κορν στα κρητικά.

Επίσης χρησιμοποιείται για οτιδήποτε μαλακό και αφράτο σαν βαμβάκι, εξάλλου κατά τον Μπαμπινιώτη ''βαβούλι'' είναι το άνθος του βαμβακιού. Το έχω συναντήσει στην Μεσσαρά με την έννοια του ποπ-κορν. Μάλλον προέκυψε από τότε που πλούσιοι Αμερικάνοι ''υιοθετούσαν'' παιδάκια στα χωριά, κατά τις δεκαετίες 60-70 στέλνοντάς τους κάποια ρούχα και στηρίζοντας συμβολικά την οικογένεια με λίγα χρήματα. Όταν τα επισκέπτονταν συχνά κρατούσαν διάφορα αμερικάνικα προϊόντα, μεταξύ αυτών και ποπ-κορν. Καθώς έσκαγε ο σπόρος του καλαμποκιού και γινόταν το ποπ-κορν, έμοιαζε με ''βαβούλι'', εξ ου και η ονομασία.

- Πάω να βγάλω τα εισιτήρια, εσύ ίντα θα κάμεις;
- Πάω να πάρω τσι βαβούλες...
- Ε, κράτα μου κι ένα νερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό παιδί στα θρακιώτικα. Προφέρεται «gzanj» (γκζάν').

Χρησιμοποιείται χαϊδευτικά από το μεγαλύτερο σε ηλικία άτομο προς το μικρότερο. Πολλές φορές εκφράζει και ειρωνεία θέλοντας να δώσει μια αρνητική χροιά σε προσφώνηση σε νεαρά άτομα που σκέφτονται απερίσκεπτα.

Με μια δόση υπερβολής, συνώνυμα είναι το μαλακιστήρι, μικρό και ανόητο, και πολλά άλλα...

  1. Τι φωνάζουν ωρέ τα γκζάνια, αη πάντε παίχτε παραπέρα...

2. Κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά
κρουν τα νταούλια μωρί Στέργιου μ΄
κρουν κι τα βιολιά

Πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά
πάπούς μι την κόκκινη σαλβάρα
πάπούς χορεύει μπροστά

Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά
Ίδω Στέργιους, ικεί Στέργιους
Στέργιους απάν΄ στην αγριμδιά

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτεβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

Δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι
δεν κατιβαίνω, δεν αλλάζω
γάμπρός δεν γίνομι

Τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι
τα σημάδια πίσω να πάτι
Στέργιους πισμάνιψι

Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι
Τρία μιτζίθια παπούτσια βρε Στέργιου μ΄
πάπούς αγόρασι

Κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι
κάτέβα Στέργιου μ΄, κάτέβα γκζάνι μ΄
να σε παντρέψουμι

(από VAG, 07/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία στα Σουηδικά. Χρησιμοποιείται πολύ από Έλληνες της Σουηδίας.

Σχετικά:
ρουνκουργώ: τραβάω μαλακία
ρουνκουργός: αυτός που κανει ρούνκα

  1. Βασίλη, είχες καλή ρούνκα σήμερα;

  2. (αντί για αντίο όταν αποχαιρετάμε κάποιον):
    - Καλή ρούνκα να 'χεις.

  3. Σας αφήνω τώρα παιδιά, έχω κάβλες και πάω να ρουνκουργήσω.

  4. Έλα ρουνκουργέ, τι κάνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον δενδρόβιο δηλητηριώδη βάτραχο νταλάκι (βλ. φώτο), ο οποίος ζει στην Κεντρική Μακεδονία. Είναι σπάνιο φαινόμενο να τον καταπιεί κατά λάθος μία αγελάδα κατά την βόσκηση χόρτων, επειδή ζει επάνω στα δέντρα. Αλλά όταν αυτό συμβεί δηλητηριάζεται, πρήζεται ολόκληρη και επέρχεται ο θάνατος.

Γενικότερα σημαίνει το υπερβολικό πρήξιμο στην κοιλιά.

Ω, ρε φούστη μου, έφαγα ένα κατσίκι μόνος μου, ήπια και μια κάσα μπύρες, νταλάκιασα μιλάμε...

νταλάκι (από panos334, 01/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified