Βγαίνει από το λαμόγιο, το ακούμε συνήθως κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και χρησιμοποιείται και ως φιλικός χαρακτηρισμός μεταξύ φίλων, εκτός από την καθεαυτή σημασία του.
Μιχάλης:
- Ω ρε λάγιο, έχω πληροφορία από μέσα ότι το καλοκαίρι...
Βγαίνει από το λαμόγιο, το ακούμε συνήθως κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα και χρησιμοποιείται και ως φιλικός χαρακτηρισμός μεταξύ φίλων, εκτός από την καθεαυτή σημασία του.
Μιχάλης:
- Ω ρε λάγιο, έχω πληροφορία από μέσα ότι το καλοκαίρι...
Got a better definition? Add it!
(Προφέρεται: Μπαλντήρ-γ-ια όπως καινούρ-γ-ια –όχι όπως πλυντήρια).
Τουρκομερίτικη έκφραση ορισμένων περιοχών της Β. Ελλάδας, που σημαίνει (επιτιμητικά) τα γυμνά-εκτεθειμένα μέρη του σώματος ή την γύμνια εν γένει.
Προέρχεται από την τούρκικη λέξη baldir = μοσχαράκι και συνεκδοχικώς ποδαράκι μοσχαριού.
Κατ’ επέκταση το σύνθετο baldırı çıplak σημαίνει γύμνια (όπως αγγλ. stark / bollocks naked = τσιτσίδι) και σήμερα πήρε τη σημασία των ακαλύπτων μελών του σώματος ιδίως της γυναίκας.
Αντίστοιχα στην Ελλάδα, τα (unisex) γυμνά μέρη του σώματος λέμε «κρέατα» και η πλήρης γύμνια λέγεται τσιτσίδι (είτε εκ του ιταλ. cicci = βυζιά/μαστοί είτε εκ του τουρκ. çırılçıplak = θεόγυμνος είτε εκ του παιδικού τσιτσί = κρέας), ενώ ειδικώτερα για τα γεννητικά όργανα, σώζονται στη νεοελληνική λογοτεχνία τα ντροπαλά: «Άσχημα κρέατα», η «φύση», το «γένος», το «φύλο» κλπ.
Την έκφραση χρησιμοποιεί ατόφια ο Νίκος Κοεμτζής στο βιβλίο του «Το Μακρύ Ζεϊμπέκικο».
Ρίξε κανα χράμι, κανα πεσκίρι πάνω σου και μάσ’ τα μπαλντήρια σου, μη μας γελάει ο μαχαλάς.
-Τι έτσι θα μού ’ρθεις έξω;
-Γιατί, τι έχω;
-Που τά ’χεις βγάλει όλα όξω, αυτό λέω!
-Ααα! Το σχέδιο; Είναι της μόδας, έτσι τα φοράνε τώρα…
-Άμε παιδάκι μου ντύσου λέω, κι εσύ μην πουντιάσεις κι εγώ να μην τσακώνομαι με τους αρκουδόμαγκες για τα μπαλντήρια σου!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που αφορά εταίρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση που έπαψαν να είναι κουτόφραγκοι και να τρώνε βελανίδια ενώ εμείς τρώμε κοκορέτσια.
- Πήγα να πάρω δάνειο για εκείνο το εξοχικό στα Σέκλανα και δεν με δώσαν οι μαλάκες
- Ε καλά σε κάναν ρε ψηλέ, τι δάνειο και συ, αφού δεν πάνε καλά τα δημοσιονομικά μεγέθη της χώρας.
- Ναι έχουν θυμώσει οι Ευρω-πέοι, αντί να μας δώσουν δάνειο θέλουν να μας κόψουν και το δώρο, τα μουνιά της λάσπης.
Got a better definition? Add it!
Θρυμματίζω (τοπικό λεξιλόγιο)
Βάζεις το σκόρδο μέσα στο γουδί και το τσατσαλίζεις με το γουδοχέρι.
(Β'αν'ς του σκόρδου στου γουδί και το τσατσαλάς μη το γουδοχέρ')
Got a better definition? Add it!
Το κρεβάτι που κοιμόμαστε.
Γιώργο, δεν σε βλέπω από τη νύστα... πάω στον κουβερτόλακο, άντε γειάααα!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Πάτρα): Προκαλώ σε καβγά. Πληρέστερα «την ανοίγω (σε κάποιον) σε τσαμπουκά».
Προσφιλής αργκοτική έκφραση των Πατρινών, που αναφέρεται στο εξ ίσου προσφιλές τοπικώς εξασκούμενο σπορ της κλωτσοπατινάδας.
Το έργο έχει ως εξής:
Η πρόκληση μπορεί και να γίνει με εντελώς έμμεσο τρόπο, μέσω τρίτου π.χ. Εκεί που παίζεις αμέριμνα μπάσκετ, κάποιο βαλτό δεκάχρονο μαλακιστήρι έρχεται και σου χαλάει το παιχνίδι υπό τα διακριτικά όμματα του agent provocateur (λ.χ. σου διώχνει τη μπάλα, εμποδίζει μπαίνοντας στη μέση κλπ), οπότε αφού το διώξεις επανειλημμένως και σου κάνει το κουφό, για να μην του ρίξεις καμιά σφολιάτα «σκαλώνεις» τη μπάλα του μ’ ένα σουτ στο διάολο. Τότε είναι που παρεμβαίνει ο ατζέντης μας λέγοντας το στερεότυπο (πια) «Εσύ ρε πείραξες τον αδερφό μου;», ενώ μετά βεβαιότητας δεν έχει ξαναματαδεί μπροστά του το μειράκιο. Όμοια κάνουν οι Ναπολιτάνοι αλλά κι οι γυφταίοι, όταν θέλουν να προκαλέσουν μέσω κάποιου πιτσιρικά (και καταφθάνουν στο πι-και-φι δέκα ντάτσουν με νταβραντισμένους ρομά). Ακολουθεί η υπό 5 περίπτωση...
Παρόμοιες προκλήσεις ήταν (είναι;) το κακόβουλο «ρίξιμο ψιλών» (μερικώς ταυτίζεται με τη σημερινή εσκεμμένη ρίψη ακύρου) με «λυμένο το ζωνάρι» π.χ. Στέκεται κάποιος δίπλα και λέει ένας από την παρέα «Φίλε, να σου πω λίγο;», γυρίζει ο τύπος προκειμένου ν’ ακούσει και ο λέγων γυρίζει την πλάτη του και καμώνεται ότι μιλούσε στην παρέα του, λέγοντας δυνατά το χαρακτηριστικό «ψιλλλλλλή ήτανε» και χαζογελάνε με το κορόιδο. Αν στραβώσει ο τύπος, πάμε πάλι παράγραφο 5...
Βέβαια αυτό μπορεί και να καταλήξει σε φιάσκο, π.χ. μια φορά ένας φώναξε «Ταξί-ταξί!», κάποιος ταρίφας σταμάτησε, η παρέα τραγούδησε γελώντας «τα ξημερώματα» χα-χα κλπ, ο ταρίφας κατέβηκε εν ριπή και χόρτασε τον μηναριτζίκο μπουκέτο πριν προλάβουν καν οι άλλοι να κουνηθούν. Μάλιστα είπε φεύγοντας «Σφαλιάρα ήτανε»!
Ενώ εν Πάτραις υφίσταται μεγάλη γκάμα βαρύτατου και χυδαιότατου υβρεολογίου, το οποίον ανεβαίνει κρεσέντο σε μια διένεξη και θα περίμενε κανείς να εκτονώνεται η ιστορία στα λόγια (η λεκτική βία έστω δείγμα πολιτισμού ενώπιον της φυσικής), παρ’ όλα αυτά το στειλιάρι πίπτει ανηλεώς και κανείς δεν χαρίζεται σε κανέναν («δεν έχει μάνα σου-πατέρα σου», όπως λένε οι Πατρινοί).
Αντίστοιχη απρόκλητη (δηλ. κακώς εννοούμενη) τσαμπουκαλήδικη νοοτροπία στην Ελλάδα, μπορεί να βρει κανείς μόνον στα λαϊκά περίχωρα του Πειραιά, αν και τα Πειραιωτάκια ξέρουν που να σταματήσουν και σέβονται κάποια θεμελιώδη πράγματα (π.χ. ηλικία, ιδιότητα, διαφορά εντοπιότητας, περιστάσεις, αναγνώριση σφάλματος κλπ), ίσως διότι ο Πειραιάς είναι λιμάνι με ανατολικό προσανατολισμό. Οι Πατρινοί δεν χαμπαριάζουν από τέτοια.
Η βία και η επιθετικότητα (έστω και λεκτική), απαντάται ευρέως στα πληρώματα των Σωμάτων Ασφαλείας και ιδίως στο Πολεμικό Ναυτικό και στην Αστυνομία (π.χ. ξερά: Τί είσαι συ ρε; / Άδεια και δίπλωμα κλπ), όπου οι Αρβανίτες δεν σπανίζουν (όπως άλλωστε και στην Αχαΐα και στον Πειραιά)...
Όμως, η αδιακρισία της μπατσίστικης νοοτροπίας (σε κόβω με το μάτι - «σου παίρνω τον αέρα» - σ’ τη λέω - σ’ εκφοβίζω) δεν ταυτίζεται με το παλαιϊκό «χωροφυλακίστικο» ανθυποστύλ του Τσαρουχόπροκα (προτεταμένο κεφάλι με κυρτό λαιμό και πλάτες σαν γύπας σε εφόρμηση, περπάτημα μ’ ανοιχτά τα πόδια, καμαρωτός σαν φουσκωμένος διάνος, ελέγχοντας πονηρο-αυστηρά το χώρο με τα χέρια πίσω με όπτιοναλ κομπολόι ή κλειδιά αυτοκινήτου -μόνο στην επαρχία επιβιώνει πλέον), πλην όμως δεν είναι σήμερα ορατή η διαφορά δια γυμνού οφθαλμού προϊούσης της συγχώνευσης Αστυνομίας Πόλεων (μόνο σε Αθήνα-Πειραιά-Πάτρα-Κέρκυρα, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν ιδρύθηκε γιατί τσίνησε η Χωροφυλακή μη και της πάρουν τα πρωτεία) και Ελληνικής (τέως Βασιλικής) Χωροφυλακής το 1984.
Όπως διακρίνει κι ο Τζιμάκος: «Παλιά δεν ήξερες τί έχεις πίσω σου μην είναι μπάτσος - μην είναι χωροφυλακή; Σήμερα δεν είναι ο δεξιός ο τσαλακωμένος ο χωροφύλακας που ντρεπόσουνα, τώρα είναι αριστερός, έχει το τσεκλενάκι του, έχει ωραίους τρόπους, γράφει ΕΛ.ΑΣ πάνω στο πηλήκιο-που έχει μιαν άλλη συγκίνηση κλπ...»
Το Ζαβλάνι, τα Προσφυγικά, τα Ζαρουχλέικα, η Ανθούπολη, η Αγιασοφία, η Αγιαβαρβάρα, του Βούδ(η), παλιότερα ο Άγιος Διονύσιος, τα Ταμπάχανα και ολόκληρη η Κάτω Αχαγιά, είναι σημειωμένες με κόκκινο περιοχές των ευρύτερων Πατρών ως προς την προέλευση των επιδόξων νταήδων. Μάλιστα «περί τιμή» του αδερφού, λέγονταν μέχρι πριν καμιά 20αριά χρόνια για τις κοπέλες από Ζαρουχλέικο: «Την κοίταξες = την πήρες»...
Καίτοι τέτοιου είδους καφριλίκια συμβαίνουν μεταξύ εφήβων κατά το πλέον ή ήττον παντού στα σχολεία της Ελλάδας (π.χ. κλασσικές σχολικές διαμάχες στην Αγία Παρασκευή Αττικής, στη Γκράβα κλπ)μ αλλά και όλων των πόλεων του κόσμου, ειδικά οι Πατρινοί δείχνουν μιαν ιδιάζουσα κωλοπαιδεία που αποκρυσταλλώνεται στην επιθετική ετοιμότητα ανεξαρτήτως ηλικίας, ίσως διότι δεν ξεπέρασαν ποτέ την εφηβεία (με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό)...
Η σκληρότατη γνωστή φάρσα (με την οποίαν ωστόσο όλοι γελάσαμε), είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα των ανωτέρω περιγραφομένων. Τέλος!
Περισσότερα για την σχετική ιδιωματική χρήση του θηλυκού «την», καθώς και των «για» / «σε» / «ότι» κλπ, βλ. λήμμα την έχω.
Σ.Σ. Δυστυχώς για την μερίδα των πολιτισμένων κατοίκων Πατρών, όλα τα παραπάνω παραδείγματα είναι πέρα για πέρα αληθινά.
(Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων):
- Ψψψτ! Τι μάρκα μαλάκας είσαι συ ρε;
- Είπες τίποτα;
- Ναι ρε, σ’ εσένα το λέω!
- Ότι μου την ανοίγεις κι έτσι;
- Βλέπεις καναν άλλο μαλάκα εδώ γύρω;
(Άρθρο 5)...
Got a better definition? Add it!
[/i] Κρητικές χαρακτηριστικότατες μαντινάδες που αφιερώνονται σε όσους έχουν παροπλίσει το πέος τους και δεν μπορούν να εκτελέσουν τα σεξουαλικά τους καθήκοντα.
Δεν χρειάζεται, οι μαντινάδες μιλάνε από μόνες τους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σχεδόν από και κλειστικά σε παρελθοντικούς χρόνους και μόνο στη Λευκάδα, δεικνύει άνδρα που τό 'χει χάσει, που δεν στέκει και καλά. Ενδέχεται να συνοδεύεται από το πέρα.
Αυτό το τελευταίο (που δεν έχει πιάσει νιού γιορκ τάιμς στα χέρια του) υποδεικνύει ότι η εξήγηση είναι ότι ο τύπος έχει σαλπάρει γι αλλού και το κόβω είναι όπως στο «κόβω λάσπη», ρήμα κίνησης σημαντικό, και όχι όπως στο κόβω άλυσο.
Παράρτημα προφοράς στο κάνε.
- Ρε, το μάτ' τ' Μάκ' π' γυαλjίζ' τό-ειδες;
- Τώρα το πήρες χαμπάρ' μωρε; Αυτός έχ' κόψ' πέρα...
- Μπά γαμώ τον άη Γεράσ'μο...κι ήτανε καλό παιδί.
(στη θέα κάποιου που κάνει ό,τι νά 'ναι)
- Πάει αυτό, έκοψε.
ή
- Α, είναι κομμένο μπίτ' αυτό.
Got a better definition? Add it!
Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.
Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:
Εφουμέρναμ' ένα βράδυ,
αργιλέ σπαχάνη μαύρη,
δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.
Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι,
και δεν βρίσκουνε ντουμάνι.
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες,
φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.
Got a better definition? Add it!
Ο τρελός, όχι ο μισότρελος, αλλά ο πλέρια κι αληθινά κουζουλός. Στην Κρήτη συνώνυμα είναι τα θεοκούζουλος και ολότροζος (δυτική Κρήτη) ή ολότρεζος (ανατολική Κρήτη) και άλλα πολλά (εδώ που αναφέρεται και το μοσχοκούζουλος, κάποιος έγραψε και τα ντελής, σαλός και πελελός κ.α.).
Μου φαίνεται ότι το πρώτο συνθετικό «μοσχο-» απαντά στην Κρήτη μόνο στο μοσχομυρίζω και τα παράγωγά του (δεν απαντούν, δηλαδή, τα μοσχοβολώ και μοσχοπουλώ, ενώ και το μοσχαναθρεμμένος είναι σχετικώς σπάνιο). Απαντά, βέβαια, κυρίως στην λογοτεχνική παραδοσιακή διάλεκτο η λέξη μόσχος και μόσχοι για τη μυρωδιά των χνώτων όταν αυτή θεωρείται άρωμα (γυναίκες, μωρά, άλογα κλπ).
Η λέξη μοσχοκούζουλος έχει ιδιαίτερες συνδηλώσεις σε σχέση με το κουζουλός ή ακόμα και με το θεοκούζουλος. Το «μοσχο-» δεν πρέπει να θεωρείται απλά επιτατικό, αλλά μάλλον ότι ενέχει μια εσάνς τρυφηλότητας (από αυτήν την άποψη θυμίζει το μοσχόμαγκας), εσάνς δηλωτική ενός είδους τρέλας που την προκαλεί μια σχεδόν αισθητή και αισθησιακή μέθη και ζάλη παραλογισμού, στην οποία υποκύπτει ο μοσχοκούζουλος, και την οποία αναδίδει έπειτα σχεδόν ως φυσικό άρωμα με την παρουσία του.
Για το λόγο αυτό ο όρος «μοσχοκούζουλος», αν και σημαίνει ολότροζος, κατά περιπτώσεις μπορεί και να περιγράφει και την τρέλα που είναι σχεδόν εκούσια, τη νεανική τρέλα, την ωραία τρέλα, την ακραία εκκεντρικότητα με την οποία ο εκκεντρικός βγάζει γούστα, η οποία, όμως, αν μείνει αχαλίνωτη από συγκυρία ή προδιάθεση μπορεί να φτάσει σε σημείο ο άνθρωπος να κόψει καπίστρι και να περάσει κανονικά και με το νόμο στην κατηγορία του ξεπερτσίκωτου.
Ένα παράδειγμα που άκουσα και ένα ιντερνετικό:
- Ο Λευτέρης που λες όλο το χειμώνα τον περνούσε στις Ινδίες, κι ένα χειμώνα ήπιε δαιμόνους μέχρι που τονε βρήκανε να κάνει μπάνιο στο Γάγγη μαζί με χέρια και πόδια από μισοκαμμένους νεκρούς...
- Αυτός ρε φίλε άμα του μιλήσεις είναι έξυπνος...
- Έξυπνος είναι, αλλά είναι και μοσχοκούζουλος...
(από εδώ)
Όλα τα μεγάλα «κεφάλια και κεφάλαια» του νησιού έχουν διασυνδέσεις και είναι υπερκομματικοί . Πριν από αρκετά χρόνια νέος ωραίος και μοσχοκουζουλος δεν άφηνα κομματική συγκέντρωση που να μην πάω. Ποιανού κόμματος; Όχι ρε παιδία σε όλα τα κόμματα πήγαινα αρκεί να είχε «κόμματους» . Σε τρεις διαδοχικές συγκεντρώσεις πολιτικών (διαφορετικό κόμμα) Παρατήρησα τους ιδίους ανθρώπους (τις κόρες τους παρατήρησα). Χρόνια μετά στην ασφάλεια Χανίων τους γνώρισα και από κοντά. Ότι ποιο ελεεινό έχει να επιδείξει ο νομός Χανιών.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified