Θηλυκό: σλανγκαρχίδω.

Πρόκειται για κάθε ενδημικό πρηξαρχίδι του λημματοχώρου μας.

Σε αντίθεση όμως με άλλες παρασλανγκικές παρεκκλίσεις (π.χ. μπαγαποντοδοσία, πανοποντοδοσία, κ.λπ.), οι σλανγκαρχίδες είναι, σε γενικές γραμμές, καλόπιστα και ενάρετα μέλη του σλανγκεπώνυμου πλήθους.

Αχα! Μόλις τσάκωσα ένα σλανγκαρχίδι που ετοιμάζεται να μου την πει, γιατί θεωρεί ότι ο πληθυντικός του σλανγκαρχίδης είναι σλανγκαρχίδηδες και όχι σλανγκαρχίδες! Ξέρω πολύ καλά ποιος και τι είσαι, ένα σλανγκαρχίδι και μισό!

Σλανγκασίστ: Khan.

Τεστ σλανγκαρχιδοσύνης! Έχεις ποτέ....

1. ... πεταχτεί σαν πορδή γκρινιάζοντας ότι ceci n'est pas slang ;

2. ... αναρτήσει λήμμα για το οποίο τουλάστιχον δύο χρήστες έχουν σχολιάσει ceci n'est pas slang ;

3. ... σχολιάσει ότι κάποιος «δεν έχει βάλει το λήμμα στο παράδειγμα του»;

4. ...πρήξει τα 2 (ή τα δωδεκά) καλαμπαλίκια των mods & rockers αναρτώντας επικά λήμματα-σεντόνια; Eάν πάλι είσαι e-πονοματάρχης, έχεις ποτέ σπεύσει να καυτηριάσεις τέτοια λήμματα χωρίς να τα διαβάσεις πρώτα;

5. ... δηλώσει ότι οι συσλανγκιστές σου τραβούν κάποιο ζόρι μαζί σου επειδή σε θάβουν βαθμολογικά, ειδικά σε περιόδους που δεν συντρέχουν εξόφθαλμες μπαγαποντοδοσίες;

6. ... πλημμυροδοτήσει μυριάδες παραλλαγές μιας σλανγκομάνας;

7. ... οργώσει τον βυθό της λημματολάσπης για slangically incorrect κρούσματα, καυτηριάζοντάς τα δίκην αλάθητου καβουροπαπόσλανγκου;

8. ... αναρτήσει εντελώς εσωστρεφείς και αυτοαναφορικές παπαριές, όπως καβουροπαπόσλανγκος;

9. ... προβάλει συστηματικά περίεργες εμμονές ή ψυχώσεις σου που δεν ενδιαφέρουν ποσώς κανένα (π.χ. αναγραμματίζεις ό,τι περπατάει μπροστά σου);

10. ... λημματοδότησει με γρίφους ή με κάποιο εκούσιο ανορθογραφισμό;

11. ... Έχεις ζητήσει από mod να διορθώσει εκ των υστέρων λήμματα και σχόλιά σου, για να γίνουν πιο «πετυχημένα» από όταν τα πρωτοέγραψες; Εάν είσαι Mod, έχεις διορθώσει εκ των υστέρων λήμματα και σχόλιά σου, για τον ίδιο σκοπό;

*******************************************************************

Ετυμηγορία:

Από 0 έως 2: Είσαι νιούμπης ή πάσχεις από ανίατο σλανγκοϋπογοναδισμό. Στην πρώτη περίπτωση, είναι θέμα χρόνου μέχρι να ανανήψεις. Στην δεύτερη, γράψε 500 φορές στον πίνακα «ο καβουροσλανγκόσαυρος είναι ο καλύτερος φίλος του Σλάνγκου» και κάνε 1000 μετάνοιες ψέλνοντας Ave Yaloma.

Από 3 έως 5: Έχεις αναρτήσει πολλά καλά λήμματα, έχεις αξιοπρεπή βαθμολογική κατάταξη, το σλανγκεπώνυμο πλήθος σε εκτιμάει. Αλλά δεν παύεις να είσαι μια χρυσή μετριότητα.

Από 6 έως 8: Έχεις μια οριακά υγιή σχέση με το σλανγκ. Γνωρίζεις χιλιάδες παραλλαγές του «το σφίγγει το μπουλόνι, σε γαργαλάει η χείρα του Μ.Α.Ο. κάθε φορά που θα καεί κάποιο ντουί, έχεις βάλει το λιθαράκι σου ως Σλάνγκος Δράκος στην Λιλιάδα και περιστασιακά καβουροσλανγκοσαβουριάσεις την λημματολάσπη για μεζέδες , αλλά με την καλή έννοια!

9 και άνω: Είσαι η επιτομή του τετρατριχοτόμου σλανγκαρχίδη! Έχεις αναπτύξει πολλές σχέσεις αγάπης-μίσους με τους συσλανγκιστές σου και για καλό είναι να προσέχεις κάθε φορά που θα διασχίσεις δρόμο καθώς πολλές σλανγκοφοριάζουσες φέρουν και δαγκάνες! Ο λυσίσλανγκος ή η λυσισλάνγκη σου δυσανασχετεί έντονα για την πνευματική σου ισορροπία και επιστρατεύει Γιαλόμες τε και εξορκιστές - αλλά εις μάτην, καθώς you can checkout any time you like, but you can never leave.

Εκδίκηση. (από Galadriel, 26/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετο εκ των πόντος + έρανος.

Ή κατά το φαινόμενο της κράσης «ποντούρανος» (αλλά δεν έχω το πολυτονικό παραμύθι να βάλω κορωνίδα).
Θνησιγενής έννοια, αφού έχει προ πολλού εξαγγελθεί αρμοδίως ότι η βαθμολογία πρόκειται να καταργηθεί.

Ο έρανος βαθμολογικών πόντων εκ μέρους του σλανγκεπωνύμου πλήθους των χρηστών του σάιτοστ, υπέρ τυχόν αναξιοπαθούντος λημματοδότου, όταν υφίστανται βάσιμες υποψίες οτι κατωποντοδοτήθη υπο τινός μουλωχτού βαθμοφθόρου.

Αν ο λημματοδότης τυγχάνει φίλα προσκείμενος στην ποντερανική επιτροπή, τότε μπορεί ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί το περαιτέρω σύνθετο «μπαγαποντέρανος», όταν η πριμοδότηση υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο της αποκατάστασής του.

Το φαινόμενο έχει συνήθως ως εξής:

1) Ο λημματογράφος καταχωρίζει το κειμενάκι.
2) Η βαθμολογία του ορισμού – λήμματος κινείται σε φυσιολογικά και αναμενόμενα επίπεδα (αναλόγως π.χ. της φαιάς ουσίας που έχει δαπανήσει ο λημματοδότης, της πρωτοτυπίας του λήμματος, της πληροτητας του ορισμού κ.α.).
3) Εξ αίφνης, σκάνε κάνα-δυο κουλούρια απ’ το πουθενά (στα μουλωχτά με άνευ λόγο και αιτία) κι η βαθμολογία του λήμματος – ορισμού πιάνει πάτο.
4) Ο δύστυχος λημματοδότης ή διαμαρτύρεται κοσμίως ή αρχινάει την ποντοκλάψα (αν είναι λημμασμένος βαθμοθήρας) ή τις κατάρες (αν είναι τζαναμπέτης όπως ο υποφαινόμενος).
5) Εμφανίζεται τις, ρομαντικός ποντοσυνήγορος (αυτόκλητος, οσάκις ο λημματοδότης προτίμησε να σιωπήσει), ο οποίος επιτίθεται με πύρινους λόγους στους ανεμόμυλους που μειοδότησαν.
6) Ακολουθεί συζήτηση περί του «ποιοί και γιατί σκοτώσανε το Τζό» (τί θέλουν τα παιδιά μας στο Βιετνάμ;) κλπ.
7) Η σλανγκική κοινότης συγκινείται και αποθιστά το βαθμολογικό έλλειμμα με γενναιόδωρες προσφορές άστρων.

Parole αυτά, πολλές φορές ο ποντέρανος κρίνεται επιβεβλημένος, δεδομένου οτι αν ο ποντοκαζαντζίδης καταντά συχνά φαιδρή φιγούρα, ο ποντικός (που ροκανίζει πόντους στα μουγκά) είναι σίγουρα και πάντοτε ένα αηδές υποκείμενο.

  1. 12 Δεκεμβρίου 2009, ώρα Ελλάδος 14.38
    Μόλις με επισκέφθηκε ο φίλος μου και έβαλε 0 σε ορισμό και λήμμα. Για τον ορισμό, δεν πειράζει. Η εξήγηση ανήκει στην σφαίρα της ψυχοπαθολογίας. Αλλά το 0 στο λήμμα, πραγματικά είναι κρίμα. Δεν την έβγαλα εγώ τη φράση και, συνεπώς, ούτε καν με τη δική σου «λογική» έχει νόημα να την τιμωρείς. Και απορώ γνησίως τι δουλειά έχει σε αυτό το σάιτ κάποιος που εμφανώς μισεί τόσο πολύ τη γλώσσα. Μάστα και φύγε.

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Καρασπέκ σου εφεντίμ!
    Τίγκα στην χρησιμότατη πληροφορία (5Χ2).
    Ο κατωποντοδότης (εδώ και στην Ασπροβάλτα) να μη δεί χαρά στα σκέλια του...

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Πολύ καλός! γιατί μωρέ τέτοιο θάψιμοοοο;

(Σχόλια απο ’δώ)

  1. Λοιπόν, τώρα θα κάνω εν μέρει γαργάρα κάποιες πάγιες θέσεις μου και θα ξεκινήσω κουβέντα για την βαθμολόγηση του συγκεκριμένου ορισμού.
    Έχουμε τρία δαγκωτα (δηλωμένα στα σχόλια) πεντάρια και παίζει και ένα τέταρτο. Άρα δύο άνθρωποι ψήφισαν σχετικά αυστηρά (ή ένας πολύ αυστηρά). Γιατί ρε παιδιά;

(Σχόλια απο ’δώ)

Ούτε εμείς που τοὔχουμε το παραμύθι τη βάζουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτοαναφορικό του σάιτοστ και σημαίνει την μεταγενέστερη της ανάρτησης πρόσθεση-αφαίρεση-τροποποίηση των ορισμών, σχολίων, λημμάτων και μηδίων του μόντουλα από τον ίδιο.

Δεν προέρχεται ετυμολογικά απο την κατίνα και τα παράγωγά της (καθ' όσον οι αλλαγές γίνονται in bonam fidem), αλλά απο τις γνωστές παραποιήσεις φωτογραφιών από την NKVD στην υπόθεση του Κατύν (Katyń) το 1943.

Ρωγμή στο Μάτριξ! Χάνονται σχόλια στο slang.gr! (Σχόλιο απο εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το σλάνγκ και ρούκι, ο νεοφώτιστος σλανγκίστας που εντυπωσιάζει γιατί αν και νέωπας ανεβάζει όχι λημματολάσπη αλλά καρασπέκ λήμματα, κάτι που τον οδηγεί γρήγορα ανάμεσα στις υψηλές θέσεις της κατάταξης. Kάτι ανάλογο με έναν rookie, νεοεμφανιζόμενο δηλαδή παίκτη που εντυπωσιάζει στα trials του ΝΒΑ. Το ζητούμενο και στις δυο περιπτώσεις είναι η διάρκεια (sic).

- Πολύ σλαγκορούκι αυτός ο dokimos. Με το που μπήκε χτύπησε κορυφή, αλλά χαλάλι του γιατί το παληκάρι σολάρει.
- Ποιός δόκιμος;
- Ο πούτσος μου ο κόκκινος! Πόσες μέρες έχεις να μπεις στο σλάνγκ, ρε πάπαρμαν;

Santiago Solari (από allivegp, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που χαρακτηρίζει τον ψηλό, αγέρωχο, γυμνασμένο, άγριο, βορειοευρωπαϊκής κατατομής και ψυχοσύνθεσης άνδρα, που έχει φανερά και κρυφά χαρίσματα, όπως ηγετικές ικανότητες, ανεξάντλητες δυνάμεις κ.ά. Προέρχεται από την καύλα και τον Αλάριχο.

- Σήμερα έσκισα τρεις γκόμενες.
- Ποιος είσαι ρε, ο Καυλάριχος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία η κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας κάνναβης έχει εξαντλήσει πλήρως τους εκάστοτε pot-ες. Υπό αυτή την κατάσταση δεν είναι σε θέση να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, παρά να κουνήσουν τις κόρες των ματιών τους - με εξαντλητική προσπάθεια - και να γελάνε ασταμάτητα, από μέσα τους.

Σπάνια κάποιος φτάνει στα επίπεδα της υπερχόρτωσης στη σύγχρονη Ελλάδα λόγω ανεργίας, που ως αποτέλεσμα έχει την εξαιρετικά περιορισμένη αγορά κάνναβης και φυσικά την προσεκτική κατανάλωσή της. Παρ' όλα αυτά, όλοι οι pot-ες κάποτε φτάσανε στην απόλυτη αυτή κανναβική νιρβάνα.

Η λέξη είναι βέβαια συνδυασμός των: υπερφόρτωση + χόρτο.

Τιμή και Δόξα στη Μπιζελόσουλα, δημιουργό της λέξης αυτής.

- Στρίψε ακόμη ένα τρίφυλλο ρε!
- Μαλάκα θες κι άλλο; Εγώ δεν την παλεύω πια, έπαθα υπερχόρτωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση έμπνευσης όπου ο αργκοδαίμων επιδίδεται σε ακατάσχετη αργκογραφία και αργκολογία, πολλές φορές εκνευρίζοντας τους οικείους του με αυτή του την εμμονή.

Σε περιπτώσεις οξείας αργκοδαιμονίας οι αργκίατροι συνιστούν αργκανάπαυση, αποχή από αργκογενή και αργκογόνα περιβάλλοντα (π.χ. slang.gr) και αργκαγωγή με εκλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης αργκοτονίνης (Selective Argotonin Re-Uptake Inhibitors - SARIs).

- Τα 'μαθες κολλητάρι;
- Τι έγινε ρε Μήτσο;
- Ρε συ τον Μπάμπη, τον κλείσανε μέσα.
- Μέσα πού, ρε;
- Στο Αιγινήτειο. Μας είχε ταράξει όλους με την αργκοδαιμονία του, κοντεύαμε να βγάλουμε σπυριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified