Further tags

Ο φόβος, το άγχος.
Επίσης νιώθω φόβο ή άγχος, τα κάνω πάνω μου, τρομάζω.

- Μαλάκα έτσι όπως πετάχτηκες μέσα στο σκοτάδι... Πωωω, κλανιέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε ανερχόμενη στύση. Λαϊκιστί, μισή κάβλα.

(Βασίλης)
- Ρε μαλάκα το πρωί ξυπνάω και τι να δω! Τούμπανο ρε μόρτη! είδα και ένα όνειρο φίλε... κάβλα!
- Εμένα πάλι το πρωί ήταν σε ημίκαβλα... έριξα ένα κατούρημα... άδειασα φίλε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνεχής και σε μεγάλες ποσότητες ροή αιδοίων (μαζί με το περιτύλιγμα) από συγκεκριμένο σημείο στο οποίο τυγχάνει να στέκεται ο ανυποψίαστος παρατηρητής. Την ακατάσχετη μουνορραγία δεν πρέπει να την μπερδεύουμε με την ακατάσχετη αιμορραγία η οποία μπορεί να έχει θανάσιμες συνέπειες για τον παθόντα, καθότι η ακατάσχετη μουνορραγία δημιουργεί συναισθήματα ευεξίας, ευφορίας και ανείπωτης χαράς στον προαναφερθέντα παρατηρητή και σε καμμία περίπτωση δεν απειλεί τη ζωή του.

Η ακατάσχετη μουνορραγία είναι έννοια ταυτόσημη ενός πλούσιου αιδοιοφόρου ορίζοντα, κάτι που ο λαός συνηθίζει να αποκαλεί και μουνοθύελλα, μουνοπλαγιά, θεομουνία ή και μουνοπλημμύρα.

- Πού πήγατε τελικά με τον Μικέ χθες το βράδυ;
- Γλυφάδα.
- Πώς ήταν, είχε τίποτα;
- Αν είχε λέει... ακατάσχετη μουνορραγία είχε μεγάλε. Μας βγήκαν τα μάτια έξω σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερσυγκέντρωση θηλυκών εκπροσώπων του είδους σε ένα σημείο. Συνώνυμα η θεομουνία, η μουνοθύελλα, αγγλιστί moon storm, η μουνοπλαγιά, ο μουνόλακκος, η ακατάσχετη μουνορραγία, το Αιδοίον πέλαγος, ο μουνώνας (ή μουνιώνας), του μουνιού το πανηγύρι (αλλιώς μουνοπανήγυρις) και ο πλούσιος αιδοιοφόρος ορίζοντας.

Έλεος...

Mουνοπλημμύρα την οποια ο Αιδεσιμότατος Μούν προίσταται γάμου Μουνάκηδων. (από Vrastaman, 25/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης υπάρχει και το «με πήγε χεζμεντέν», δηλαδή με πήγε τρεις και μία, με πήγε ρεπετσίνι κ.ο.κ.

- Εκεί που περπατούσα ρε συ, πετάγεται ο Κώστας από το πουθενά!!! Χεζμεντέν με πήγε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε απέλπιδα και συχνά επίπονη προσπάθεια συγκάλυψης, εντός παραλιακής άμμου, εξ' αίφνης στύσης του γεννητικού μορίου ανδρός λουομένου, χαρακτηρίζεται δε από την πρηνηδόν στάση του ατυχούς φέροντος το εν λόγω όργανο καθώς και από την χαρακτηριστική λακουβίτσα (ή λακούβα, ανάλογα με το μέγεθος του μορίου) που δύναται να παρατηρηθεί μετά το πέρας της στύσης.

- Τι μωρό είναι αυτό ρε φίλε;
- Ωωπ... αμμόχωστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρενήρης κατάσταση στην οποία δύναται να περιέλθει αιχμάλωτος του άστεως φαντασιώνοντας Ελληνικές παραλίες.

- Φεύγω για Μήλο αύριο.
- Σκάσε και θα με πιάσει αμμώχ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονική μέθοδος διόρθωσης γραπτών κατοχυρωμένη από το Ελληνικό Πανεπιστήμιο.
Εργαστηριακές έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι βοηθοί-μεταπτυχιακοί-διδακτορικοί φοιτητές διορθώνουν ασύγκριτα χειρότερα από τους καθηγητές. Καθώς, όμως, ο εχθρός του κακού είναι το χειρότερο, ο ανεμιστήρας έχει υποδειχθεί ως η χείριστη μέθοδος διόρθωσης, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για το κάτω φράγμα αντικειμενικότητας.
Η καθεαυτού μέθοδος, ή τουλάστιχον το ντηκλάσσιφάιντ κομμάτι της, συνίσταται στο άπλωμα εν είδει τραχανά των γραπτών στο πάτωμα και την ακαριαία εκκίνηση του ανεμιστήρα. Τα γραπτά που μένουν στη θέση τους κόβονται, ενώ όσα μετακινούνται υπόκεινται σε μια αλεατορική κατανομή βαθμολογιών που υπερβαίνουν το πέντε (5).
Η ταχύτητα, που αποτελεί προφανές πλεονέκτημα της μεθόδου, δεν ανακλάται απαραίτητα στην αμεσότητα έκδοσης των αποτελεσμάτων, καθώς συνήθως τα γραπτά γίνονται αντικείμενο πειραματισμού για την εξέλιξη ή και την αντικατάστασή της.

Πάλι ανεμιστήρα διόρθωσε ο καργιόλης ρε πστ! Να διούμε πότε θα πάρουμε πτυχίο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα Κυπριακά σημαίνει «δολοφονώ».

Επαίξασιν τον Πολύκαρπον Γιωρκάτζηννν!

Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)Το σερνό τσιγάρο του Σολωμού Σολωμού (από Vrastaman, 31/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified