Further tags

(Μαγειρική) Ο φόβος μήπως καθαρίσεις υπερβολικά πολλές, ή υπερβολικά λίγες πατάτες, όταν θέλεις να τηγανίσεις πατάτες ή να φτιάξεις πουρέ.

Πηγή: Λύο Καλοβυρνάς.

Με είχε πιάσει γεωμηλοφοβία, αλλά τελικά οι πατάτες ήταν όσες έπρεπε για τους καλεσμένους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφέψημα από το ομώνυμο φυτό με χαλαρωτικές ιδιότητες. Ίσως το μόνο αγνό αφέψημα, που έχει εκ διαμέτρου αντίθετα αποτελέσματα όταν στέλνεις κάποιον να το πιει.

Αν ένας γέρος πει σε άλλον γέρο πάμε να πιούμε το χαμομήλι μας εννοεί, να πάνε να χαλαρώσουν βουλιάζοντας στην πολυθρόνα με τις παντόφλες και με τα ούλα τους (δεν χρειάζονται οι μασέλες) και να απολαύσουν με πολλά σλουρπ το ζεστό τους. Γιατί, ως γνωστόν, κάτι το ζάχαρο, κάτι το άσθμα, κάτι τα αρθριτικά, κάτι η ανεπάρκεια κάνουν ακόμα και το περπάτημα μέχρι το καφενείο κουραστικό.

Το ίδιο ευχάριστα το πίνουν και τα μωρά όταν τους το δίνει η μάνα τους ανάμεσα από δύο γεύματα γάλακτος.

Αν ένα πιπίνι όμως στείλει για χαμομήλι έναν γερομπισμπίκη, τότε λειτουργεί αντίθετα. Ο γεροξούρας, αντί να πιει χαμομήλι, τρώει χυλόπιτα και γίνεται ρεζίλι. Βάζει την ουρά κάτω από τα σκέλια και δεν μπορεί να το χωνέψει που αμφισβητήθηκε ο ανδρισμός του και η αντοχή του. Ακούς εκεί χαμομήλι! Άσχετα αν υπάρχει κίνδυνος να του φύγει η μασέλα στην προσπάθεια να ανοίξει και να φάει το μύδι!

Απαξιωτικά λειτουργεί και ανάμεσα σε φίλους που κανονίζουν μια βραδιά αξημέρωτη με κατανάλωση ξυδιών και ψάρεμα ζαργάνας όταν στέλνουν τον μαμάκια, ξενέρωτο, σπασίκλας της παρέας να πιει το χαμομήλι του.

  1. - Ποιος νομίζεις οτι είσαι ρε ραμόλι και θέλεις να κεράσεις και ποτό; Τράβα να πιεις το χαμομήλι σου!

  2. - Θα έρθεις μαζί μας το βράδυ; -Μπαααα! δεν νομίζω... έχω διάβασμα, πρέπει να σηκωθώ νωρίς το πρωί... - Δε μας χέζεις ρε Νταλάρα, άντε να πιεις το χαμομήλι σου και όταν μεγαλώσεις τα λέμε! Εσύ χάνεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη από τα: πούτσος + κεφαλοκλείδωμα (λαβή πολεμικών τεχνών γνωστή στους αγγλομαθείς ως headlock).

Κλείδωμα (lock): (μεταξύ άλλων) οποιαδήποτε λαβή πάλης κατά την οποία μέρος του σώματος του αντιπάλου διαστρέφεται ή πιέζεται
Κεφαλοκλείδωμα (headlock): η λαβή πάλης στην οποία το κεφάλι του αντιπάλου μαγκώνεται ανάμεσα στο εσωτερικό του αγκώνα και το σώμα του.
Πούτσος: το αντρικό μόριο (έχουν γραφτεί άπειρα, διαβάστε)

Πουτσοκεφαλοκλείδωμα: η λαβή που μπορεί να πραγματοποιηθεί από ιδιαίτερα γυμνασμένο αιδοίο στο μόριο του αντιπάλου κατά την διάρκεια πάλης στο σεξ με μάγκωμα και περιστροφή. Παραλλαγή του θέματος χωρίς περιστροφή αλλά μάγκωμα και απότομη κίνηση προς την ανάποδη (όπως όταν ανοίγουμε μπουκάλι μπύρας με το ανοιχτήρι).

Πιθανές συνέπειες:

Ψυχολογικές - Το όνειρο (σφιχτό, στενό, γυμνασμένο αιδοίο) γίνεται εφιάλτης. - Ξενέρωμα.

Παθολογικές

- Τρελό στραμπούληγμα.

- Κάταγμα πέους (νομίζατε ότι δεν γίνεται; νομίζατε ότι κάνω πλάκα; για ρίχτε μια ματιά στα μήδια... ).

- Ακρωτηριασμός αν η εκτέλεση πραγματοποιηθεί από δαγκανόμουνοκαι ενδεχομένως θάνατος από την επακόλουθη αιμορραγία (μη εξακριβωμένο, αλλά εικάζεται ότι φταίει που κανείς δεν έζησε για να το διηγηθεί).

Τρόποι αντιμετώπισης:

-Σεξ σε ρινγκ παρουσία διαιτητή: σε ένα ρινγκ υπάρχουν κανόνες για να αναδειχθεί κάποιος νικητής χωρίς να χρειαστεί να σκοτώσεις τον αντίπαλο σου ή να σε σκοτώσει αυτός. Όταν όμως η μάχη γίνεται εκτός ρινγκ δεν υπάρχουν κανόνες και φυσικά κανένας δεν ακολουθεί τους κανόνες του ρινγκ.

-Αποφυγή συνεύρεσης με μέλη ομάδων υψηλού κινδύνου: Στις ομάδες υψηλού κινδύνου συγκαταλέγονται:
* οι σβάρτσεςπου ξημεροβραδιάζονται στα γυμναστήρια (ειδικά αν ακούσετε την λέξη Plate φύγετε φύγετε φύγετε) * κυρίες που πίνουν νερό στο όνομα των ασκήσεων Κέγκελ(ρωτάς πχ «από Κέγκελ πώς πάμε;» αν αρχίσει και περηφανεύεται για το πόσο συχνά κάνει και τέτοια, μένεις σε εγρήγορση) * όσες έχουν φήμη δαγκανομούνας - ακόμα και αν πρόκειται για κακεντρέχειες, φύλαγε τα ρούχα σου για να χεις τα μισά. Επίσης σχετικές παροιμίες: Του φευγάτου η μάνα δεν έκλαψε ποτέ, He who runs away lives to fight another day (ελ. μτφ. - προσαρμογή: αυτός που τρέχει γρήγορα θα ζήσει να γαμήσει άλλη μέρα).

Αν καταλάβατε καλά, this is the twilight zone. Παίζει όμως και το θέμα αδρεναλίνη εδώ, σο, ό,τι σας φωτίσει ο γιαραμπής.

Σχετικό λήμμα: στραβοψωλιάζω


Δισψλαιμερ: Λέμε και καμια μαλακία να περνάει η ώρα ...

Από το λήμμα «αιδοίο το οδοντοφόρο» εμού της ιδίας από το οποίο προέκυψε και η έμπνευση για το παρόν: «Το μουνί με δόντια - τέχνη: Από όλα τούτα η τέχνη εμπνεύστηκε και βγήκε το ταινιάκι «Teeth», μιλάμε για τρελή αρρώστια το σενάριο. Η τύπισσα με το που τα 'παιρνε στην κράνα τους έκανε πουτσοκεφαλοκλείδωμα και ακύρωση - τους τα κοβε με δαγκιά [sic] και τα πέταγε στα σκυλιά. »

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το «e-bay», ο γκέι που «δημοπρατείται» από το Διαδίκτυο.

Μας πέτυχε ένας e-gay στο ιντερνέτι και την έπεφτε σ' όλους μας, ποιος θα πρωτοτσιμπήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα του Λάκη Λαζόπουλου από τους «Δέκα Μικρούς Μήτσους». Το έλεγε ως χορεύτρια.

Γενικά το λένε χορεύτριες, αλλά και ο οποιοσδήποτε κλαψομούνης, για οποιαδήποτε δυσκολία- αναποδιά.

Όταν το λέει χορεύτρια, η απάντηση στο «τι τραβάμε» είναι εύκολη.

  1. -Δύσκολοι καιροί για επενδυτές! Άτυχη η γενιά μας ! Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες!

  2. -Τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες μ' αυτήν την γενιά!
    -Θα σού 'λεγα τι τραβάτε, αλλά έχε χάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω φραπέ.

-Φτιάχνει αυτή φραπέ;
-Και πετυχαίνει και τις φουσκάλες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόημα της παραπάνω φράσης είναι πολυσχιδές, καθώς ακριβώς ανακλά τον πλούτο που έχει η ελληνική γλώσσα συγκεντρώσει γύρω από την ομιλία και τον έναρθρο λόγο. Η φράση λοιπόν προκύπτει από την αντιπαράθεση:

α. της ομιλίας ως λόγου, δηλαδή όχι μόνο ως του πρωταρχικού μέσου ορθού σκέπτεσθαι του νοήμονος ανθρώπου, αλλά και ως βάσης ενός κώδικα ηθικής που βασιζόταν στην άμεση διανθρώπινη συναλλαγή (βλ. και λογοτιμήτης)

β. με το πέρδεσθαι ως λόγου του κώλου, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την τελείως αποστερημένη από νόημα ομιλία, εξ ου και την ομιλία η οποία δεν δεσμεύει τον άλλο (βλ. παραπλήσιο νόημα στο μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι, όπου ακριβώς το να μιλάει κάποιος απαξιωμένος όπως ο κώλος, καθιστά και αυτό που λέει απαξιωμένο, δηλαδή κουβέντα του του κώλου, καθώς και το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, όπου η κλανιά είναι ίδιον του πορδήθεν μάγκα).

Ο ερωτών «μιλάμε ή κλάνουμε;» μπορεί να εγκαλεί κάποιον είτε για έλλειψη σοβαρότητας έναντι σοβαρού αντικειμένου συζήτησης, ή για την προκλητική ανευθυνότητά του στην τήρηση συμφωνιών. Η φράση στη δεύτερη και πιο σοβαρή περίπτωση ουσιαστικά δοκιμάζει τη σχέση και το κατά πόσο αυτή μπορεί να βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

- Γεια σου ρε Νικόλα αρχηγ....
- έκλασες;
- Α ρε μαλάκα, πάω για καφέ, θα' ρθείς;
- Μπααα, έχω δουλειάάά....
- Να σου πω ρε συ, έδωσες τα λεφτά του Χαρίδημου;
- Όχι, αύριο.
- Καλά ρε μαλάκα, μιλάμε ή κλάνουμε;
- Με πληγώνεις με αυτό που λες...

Αυτός που μιλάει δεν κλάνει, κι αυτός που κλάνει δεν μιλά. Δώστε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιάζων χαρρυκλυννικός όρος για να πεις «ψυχοπάθεια» ή «ψυχοπαθολογία», αλλά αφορά κυρίως σε ελαφρές νευρωσούλες. Υποθέτω ότι πριν τσιμπήσει τον όρο ο Χάρρυ Κλυνν ήταν σύνηθες μαργαριτάρι λαϊκών τύπων. Είναι ένας slangically correct τρόπος να απαντάς σε Γιαλόμα. Συνήθως λέγεται «μην πάθουμε καμιά ψυχολογία» και εννοούμε ότι δεν πρέπει να καταπιεζόμαστε, για να μη μας μείνει κανένα απωθημένο κ.ο.κ.

  1. (Ο Χάρρυ Κλυνν ως οικογενειάρχης κάνει πικνίκ στην παραλία):
    Ελλεεινίδα μαμά (τσιρίζοντας): - Λαλάαααααακη, μην κάνεις τα κακά σου πάνω στο τραπεζομάντηλο, κάν' τα μες στη θάλασσα!
    Έλλεεινας μπαμπάς: - Ωχού, ας το παιδί να ενεργηθεί, μην πάθει καμιά ψυχολογία άμα λάχει να 'ούμε...

  2. Γιαλόμα: - Έχεις σκεφτεί γιατί θες να κάνεις σεξ μαζί μου αυτήν την στιγμή, τι προσπαθείς να αποδείξεις στον εαυτό σου;
    Γιαλομοπαθής: - Ωχού, άσε με με τις ψυχολογίες πρωϊνιάτικα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον όρο, η λέξη «βράσε», υποδηλώνει μεγάλο αναβρασμό και μεγάλη αναστάτωση, όπως συμβαίνει κατά το βράσιμο του νερού, όπου άλλα μόρια ανεβαίνουν κι άλλα κατεβαίνουν λόγω της θερμικής ενέργειας που αναπτύσσεται.

Στον όρο,η λέξη «μάλε» ετυμολογείται από την ιταλική λέξη male που σημαίνει κακό, άσχημο.

Με δυο λόγια, εκφέροντας τον όρο μιλάμε, για αναβρασμό που οδηγεί σε κακό και άσχημο αποτέλεσμα.

Όταν εκφέρουμε τον όρο «μάλε-βράσε», μιλάμε για ανακατωσούρα, αναμπουμπούλα, μεγάλη αναστάτωση, μεγάλο αναβρασμό, μεγάλη αναταραχή, μεγάλη ένταση και μεγάλη φασαρία. Μιλάμε για μια κατάσταση που φέρνει τα πάνω κάτω.

Σημείωση: Απ' αυτόν τον όρο προκύπτει και η λέξη μαλιοβράσι που σημαίνει: έγινε μεγάλη φασαρία.
Πολλές φορές, ο όρος εκφέρεται και ως: «έγινε το μάλε-βράσε».

Κλείνοντας, απονέμω τις ευχαριστίες μου στον acg.

  1. Λίλιαν: - Είμαι να σκάσω.
    Λάουρα: - Γιατί;
    Λίλιαν: - Πήγα χθες απροειδοποίητα στο σπίτι του Πέρι, άνοιξα την πόρτα και τι να δω; Έπιασα το μαλάκα αγκαλιά με την Καλλιόπη την κολλητή μας.
    Λάουρα: - Έλα ρε. Και πώς το εξήγησαν;
    Λίλιαν: - Δεν πρόλαβαν. Φούντωσα. Ανέβασα θερμοκρασία στο πιτς φιτίλι. Μ' ανάψαν τα λαμπάκια. Ήμουν ασυγκράτητη. Έγινε της πουτάνας. Το μάλε- βράσε σου λέω. Μιλάμε για την... ένταση.
    Λάουρα: - Και τι έκανες;
    Λίλιαν: - Ξεμάλλιασα την Καλλιόπη και χτύπησα τον Πέρι με μια κατσαρόλα που βρήκα πρόχειρη. Τον χτύπησα στο κεφάλι. Τον άφησα σέκο κι έφυγα.
    Λάουρα: - Χαμός στο ίσωμα, ε;
    Λίλαν: - Ρε σου λέω έγινε το ελα να δεις.

  2. Επειδή κατάγομαι από την περιοχή και κυνηγώ σε κοντινά μέρη, λέω με σιγουριά ότι υπάρχει όντως πρόβλημα. Στους γύρω νομούς και η κουτσή Μαρία το παίζει γουρουνοκυνηγός. Με αποτέλεσμα να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι, να φτιάχνει ο κάθε άσχετος δική του ομάδα με πιο άσχετους από αυτόν και να γίνεται το μάλε-βράσε σε σημείο που είναι επικίνδυνο να βρίσκεσαι στα μέρη που κινούνται αυτοί.
    Δες

  3. «Πέφτουν» και τα χρηματιστήρια και γίνεται το μάλε-βράσε... Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ο αστείος (όχι όμως γελοίος) άνθρωπος. Η «περίπτωση», που λέμε
  2. έκφραση: «μού 'κανες την καρδιά περιβόλι» = με τρόμαξες, με λαχτάρισες.

Το περιβόλι (ο λαχανόκηπος ή ο ανθόκηπος) είναι τόπος πολύχρωμος και ευωδιαστός.

Τι σχέση έχει με τα ανωτέρω, δεν ξέρω.

  1. - Πλάκα δεν έχει ο Μίλτος;
    - Ου, μεγάλο περιβόλι είναι ο τύπος!

  2. Μπήκε στο σπίτι τόσο απότομα... είχα μισοκοιμηθεί... μού 'κανε την καρδιά περιβόλι!

Got a better definition? Add it!

Published