Further tags

Παίρνω κοκαΐνη. Προκύπτει απ' τον βράχο, που είναι η κόκα στην αργκό.

- Καλά ρε γιατί είναι έτσι αυτός στην τσίτα;
- Αφού ρε έσπαγε βράχια όλο το βράδυ.

(από patsis, 21/07/11)Στο 0:11. (από patsis, 02/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΠΑΣΠίτης (ή γενικότερα το μέλος της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ) ο οποίος τυγχάνει φανατικός οπαδός του σημιτικού εκσυγχρονισμού, σε αντιδιαστολή με τον «προεδρικό» Πασπίτη - που πίνει νερό στ' όνομα του Ανδρέα και των (θεωρούμενων) επιγόνων του. Ο όρος έβγαζε νόημα (και είχε μεγάλες δόξες) όταν ο Σημίτης ήταν στην εξουσία, αλλά βέβαια ξέπεσε όταν ο εκσυγχρονισμός ξεχάστηκε και αντικαταστάθηκε από το επόμενο μεγαλόπνοο σχέδιο για τη σωτηρία της χώρας (την περίφημη «επανίδρυση του κράτους»).

Η λέξη πρωτοειπώθηκε από τη Μαλβίνα Κάραλη και έπιασε αμέσως, διότι θεωρήθηκαν πετυχημένα τόσο το ταιριαστόν της κατάληξης - ιστήρι όσο και η (καθόλου τυχαία) ομοιοκαταληξία με το μαλακιστήρι.

  1. - Και εκεί που τους είχαμε ξεσηκώσει όλους στο αμφιθέατρο και θα παίρναμε την συνέλευση και θα πέρναγε η κατάληψη και θα γινόταν της πουτάνας...
    - Ναι;
    - Παίρνουν το λόγο τα δυο εκσυγχρονιστήρια της ΠΑΣΠ και τους παραμυθιάζουν ότι θα χάσουν το εξάμηνο, και κωλώνουν οι χέστες και χάνουμε την ψηφοφορία για μία ψήφο!
    - Όχι ρε πούστη.
    (Διάλογος θα μπορούσε να έχει γίνει οπουδήποτε κατά τη μεταρρύθμιση Αρσένη.)

  2. - Ο Γιωργάκης τα ξαναβρήκε με το Σημίτη!
    - Λες να επανεμφανιστούν τα εκσυγχρονιστήρια; Πλάκα θα 'χει!

(από Khan, 26/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η πρέζα. Για να βρει τα λεφτά για τη δόση του ο χρήστης αναγκάζεται να σκαρώσει συνηθισμένες ή και απίθανες ιστορίες τις οποίες προσπαθεί να τις πλασάρει σε γνωστούς και αγνώστους.

Πέθανε ο πατέρας μου... έχω την κακομοίρα την μάνα μου στο νοσοκομείο για εγχείρηση... ξέμεινα από βενζίνα... με λήστεψαν δυο πρεζόνια εδώ πιο κάτω... είμαι φίλος / υπάλληλος του γιου σας...

  1. Κάθε ιστορία την οποία αυτός που στην διηγείται την χρησιμοποιεί για να σου αποσπάσει λεφτά ή άλλο όφελος.
  1. Η παραμύθα έχει βασανίσει κόσμο.

  2. Άσε την παραμύθα ρε φίλε !

Εγώ την πρέζα την έχω -χίκ- γραμμένη... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται και από τους ιστιοπλόους (ειδικά στους αγώνες) τις στιγμές της μεγάλης απελπισίας λόγω της άπνοιας.

- Και πώς τα πήγατε την Κυριακή στον ιστιοπλοϊκό αγώνα;
- Πώς να τα πήγαμε, μαύρη απελπισία. Δεν καταφέραμε καν να τερματίσουμε.
- Άπνοια;
- Άσ' τα μεγάλε, τι να σου λέω; Δεν κουνιόταν πούστης!!!

No wind today!!! (από pointman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.

  2. Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.

  3. Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).

  1. (Από τις ειδήσεις)
    Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.

(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).

  1. Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.

  2. Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για ερωμένο /-η, που στίβει τους ερωτικούς χυμούς του παρτενέρ του, τον κάνει να φτάσει σε πολλαπλούς οργασμούς, μέχρι να μην μπορεί άλλο.

Είναι να μην σε πιάσει ο Πέρι στο στόμα του! Σε ξεζουμίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της οδού Αιόλου (δίπλα στην εθνική τράπεζα) ήταν και το κατάστημα του Πουλόπουλου (Πιλ-Πουλ) που πουλούσε καπέλα, πίλους. Κάποτε όμως έπαθε οικονομικό «κραχ» και έκλεισε. Τότε οι πιστωτές του τον κυνηγούσαν να τον βρουν, αλλά αυτός είχε γίνει ... Πουλόπουλος, το είχε σκάσει. Έτσι το «Πουλόπουλος» πήρε την έννοια του ανθρώπου που το έσκασε ύστερα από χρεοκοπία.

αντιπροσωπεία πολυτελών οχημάτων
- Καλημέρα κύριε... - Καλημέρα!
- Και εσείς περιμένετε να παραλάβετε το αυτοκίνητο σας;
- Τι να περιμένω αγαπητέ μου, δεν έμαθες, βάρεσαν κανόνι... - Τι, τι, πώς, μα μααα... - Τι μα και μαμά, πουλόπουλοι γίνανε!

Το Pil Poul (από Vrastaman, 13/03/09)Κι αυτός πήρε τον πούλο.  (από GATZMAN, 14/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω αυτό που θέλω παραβλέποντας τις γνώμες των υπολοίπων (μπαμπαδίστικη κατά κύριο λόγο έκφραση).

Η φράση χρησιμοποιείται και όταν κάποια αντικείμενα / μηχανήματα δεν λειτουργούν ως οφείλουν προσπαθώντας να μας αποδείξουν ότι διαθέτουν προσωπικότητα.

Μάνα προς το πιτσιρίκι που έχει επιστρέψει κάθιδρο από το παιχνίδι:
Σου είπα να προσέχεις να μην ιδρώσεις γιατί θα κρυώσεις αλλά εσύ κάνεις του κεφαλιού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified