Further tags

Τα κάνω όλα πουτάνα, τα σπάω. Το αναφέρει όποιος έχει εκνευριστεί και γενικά τα έχει πάρει στο κρανίο για κάτι που συνέβη.

Η έκφραση προέρχεται από την γλώσσα της νύχτας όπου όταν υπάρχει διαφωνία με τον ιδιοκτήτη για οφειλές (από και προς) ο εκάστοτε πελάτης/μπράβος φορτώνει άσχημα, γυρνάει τα τραπέζια ανάποδα κι ο κόσμος που είναι στο μαγαζί καμιά φορά παίρνει πούλο.

- Ρε μαλάκα δεν σου είπα να έρθεις χθες στο μπαράκι; Ήτανε τίγκα στα μουνιά.
- Σου είπα ρε γαμώ την πουτάνα μου. Είχα μπλέξει βάρδια με την κωλοδουλειά κι είμαι και απλήρωτος με τους μαλάκες. Άντε να μη γυρίσω τα τραπέζια ανάποδα τώρα.

(από HardcoreGR, 04/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aναφέρεται σε άτομα νεαρότερης ηλικίας που θεωρούν ότι μεγάλωσαν και προσπαθούν να υπονομεύσουν ή να εκμεταλλευτούν άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.

Είμαι 30 χρόνια μάστορας και θέλει να μου φάει και το μεροκάματο το μαλακισμένο. Τα παιδιά που γαμούσαμε μας ζητάνε κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιά για τον λατρεμένο μας φραπέ (τον γκαϊφέ, μην πηγαίνει ο νους σας στο κακό) και δη για τις υψηλών οκτανίων μπριζωτικές και του ιδιότητες.

Βλ. επίσης: καφεταμίνη.

- Θα κάτσω να πνίξω τον πόνο μου στο φόρουμ και την Φραπεΐνη. Είμαι ένας φτωχός και πάμφτωχος καομπόγιας.

- Έτσι! Να νιώσω όλη τη φραπεΐνη να ρέει στο αίμα! Φαντάζεσαι, λοιπόν, σπάσιμο, όταν στην πρώτη ρουφηξιά το καλαμάκι μου φέρνει ζάχαρη

- Εδω Σερρες ειχαμε λιακαδα,πηγα χτυπησα μια φραπεινη τωρα το μεσημερι,γυρισα πριν λιγο σπτι και ακουω ΧΕΝΙΟΣFM

Άντε, και με την κακή έννοια:

- Επειδή πολλοί συναγωνιστές έχουν εθιστεί στους φραπέδες, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πολύ φραπεΐνη έχει παρενέργειες.

Got a better definition? Add it!

Published

Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.

- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.

Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.

Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).

Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!

βλ. και σκατούρημα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kάτι το οποίο είναι 100% άδικο.

- Κοίτα ρε μαλάκα.. θα του έπαιρνα όλα τα λεφτά.. και ήρθε ο πούστης ο ασσέος στο ρίβερ..
- Δίκαιο...

βλ. και κυριολεκτικά, πλάκα κάνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώρα αιχμής, στάση Πολυτεχνείο, έχει να περάσει τρόλεϊ στην άνοδο πάνω από τέταρτο... Ο κόσμος στην στάση αυξάνεται εκθετικά, οι διάφορες εθνικότητες ανταλλάσσουν πολιτισμό με την άκρη του ματιού να είναι καρφωμένη πάντα στο βάθος του δρόμου... Η αναμονή τσακίζει κόκαλα, οι ταρίφες με σαρδόνιο χαμόγελο κάνουν πασαρέλα μπροστά μας παίζοντας τα φώτα, τελικά τσιμπάνε 2 απελπισμένα θύματα... μείον 2 σκεφτόμαστε με ικανοποίηση οι υπόλοιποι...

Εκεί που όλα έδειχναν χαμένα, ξάφνου αχνοφαίνεται η κίτρινη ελπίδα, το μεταφορικό μέσο της καρδιάς μας... Επικρατεί στιγμιαία αναστάτωση στους εν δυνάμει επιβάτες, ο ανταγωνισμός μεγάλος, καθένας πρέπει να κινηθεί γρήγορα αγνοώντας τον διπλανό του, εδώ πια δεν χωράνε συναισθηματισμοί...

Το τρόλεϊ σταματάει στο φανάρι μόλις λίγα μέτρα πριν από την στάση, φαίνεται ότι κουβαλάει πολύ κόσμο μέσα, οπλιζόμαστε με αποφασιστικότητα...

Πράσινο, εκκίνηση, στάση, οι πόρτες ανοίγουν, κατεβαίνει ένας, δεν χωράνε άλλοι, οι νόμοι της φυσικής κάμπτονται, η έννοια του όγκου επαναπροσδιορίζεται, με λίγη καλή θέληση ανεβαίνουν τελικά καμιά 20αριά άτομα... είναι πραγματικά απίστευτο πόσα μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος...

Σκέφτομαι. (Άρα υπάρχω!!). Δεν μπαίνω.

Μετά από 4 προσπάθειες οι πόρτες καταφέρνουν να κλείσουν και το τρόλεϊ ξεκινάει... παραμορφωμένες μούρες κολλημένες στα τζάμια με ένα αίσθημα ικανοποίησης τύπου«τα καταφέραμε διάολε!».

Το «παιδομάζωμα» έχει συντελεστεί και στεφθεί με απόλυτη επιτυχία.

Μόλις λίγα δευτερόλεπτα αργότερα σκάει καινούριο τρόλεϊ όπου επιβιβάζομαι με ανθρώπινες συνθήκες.

Τι κρίμα που δεν περίμεναν λίγο ακόμα και οι άλλοι...

- Έρχεται Έρχεται!
- Ποιο είναι ρε; 5άρι;
- Όχι, το 3.
- Το παίρνουμε;
- ρελός είσαι ρε; Αυτό είναι παιδομαζωχτικό. Δεν βλέπεις, τίγκα στον γενίτσαρο είναι! Θα πάρουμε το επόμενο.
- Α καλά.
- Εισιτήριο έχεις;
- Έχω κάρτα.
- Έλα ρε!
- Ναι!
- Σωραίοςςςς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που πάει γρήγορα και απρόσεχτα, βρίσκει σε διάφορα αντικείμενα γύρω του.

Χρησιμοποιείται και στην αυτοκίνηση όταν κάποιος οδηγός πηγαίνει τσίτα τα γκάζια με παντιλίκια και βρίσκει πάνω σε κράσπεδα, κάδους, κτλ.

Σε διαδρομή μάουντεν μπίκε: έεελα ρε Βάγγο.. πω ρε πστ αρούβαλος έρχεται... πήρε και τους θάμνους και τα πεύκα μαζί χαχαχα.

Δες και ατσούμπαλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν δεν επικοινωνεί το μυαλό, δεν κάνει ρέτζιστερ. Λέγεται όταν τρώει κόλλημα/σκαλώνει ο εγκέφαλος και δεν μπορεί με τίποτα να φέρει στην επιφάνεια μια παλιά εικόνα, μια ιστορία, ένα πρόσωπο. Πχ όταν βλέπεις ένα γνωστό στον δρόμο, η φάτσα του σου φαίνεται γνωστή αλλά δεν μπορείς με τίποτα να θυμηθείς από πού τον ξές, πόσο μάλλον το όνομα του.

Είναι μάλλον δάνειο από το σύμπαν των Η/Υ, όπως τάχαμου η Μνήμη τυχαίας προσπέλασης (RAM) δεν επικοινωνεί με τον σκληρό δίσκο δηλαδή την Κύρια ή κεντρική μνήμη.

register /ˈredʒɪstəʳ/ = εγγράφω, εγγράφομαι.

- Πωω ρε φιλαράκι, πού είσαι ρε αλάνι τόσο καιρό, πού χάθηκες;
- ;;;!!!!!;;;
- Καλά ρε μαλάκα δε με θυμάσαι;
- Κάτσε ρε ψηλέ μισό, να κάνω ρέτζιστερ... ααα το μαλάκα το Γιάννη, πού 'σαι ρε μορφή; καιρούς και ζαμάνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified