Further tags

Σημαίνει σπάω κάποιον στο ξύλο, κοψομεσιάζω = κόβω + μέση.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δείξει υπερβολική κούραση όταν κάποιος σηκώνει βάρος.

  1. Άμα σε πιάσω, θα σε κοψομεσιάσω!

  2. Άσε, σήκωσα το σακί με τις ελιές στην πλάτη και κοψομεσιάστηκα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι όλα τα πράγματα για κάποιον κυλάνε ομαλά, χωρίς ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα στο πρόσφατο παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση όταν χαιρετάμε κάποιον και τον ρωτάμε πως τα περνάει.

- Τι κάνεις, πώς τα περνάς; - Εδώ, όπως τα ήξερες, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.

(από Khan, 30/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσπαθώ να γαμήσω ανεπιτυχώς, αερογαμώ κι αεροψεκάζω aux noces du Karaghioze δίκην εφαψάκια.

Βλ. επίσης: αερογάμης, αερόπιπα, ξεροκαβλώνω, ξεροπούτσι, ξεροχύνω, το γαμοσλανγκοτέτοιο ξερό-. Παίζει κι ως ιδιωματισμός της ορεινής Αρκαδίας (βλ. β' παράδειγμα).

Αγγλιστί: dry humping.

1.
Όσο για τα πορνίδια αυτά, κανόνισε να βγούμε για καφέ - αν έχεις επαφές μαζί τους. Θα τις στρώσω χαρακτήρα. Τέτοιες γυναίκες μου το παίζουν παρθενοπιπίτσες,ενώ έχουν πάρει όλο το Κωλονάκι (:Ρ) και την Γλυφάδα. Ο λόγος που είναι ξυνομούνες ανοργκάσμικ πουτανογαμιόλες είναι επειδή το ξερογαμήσι που κάνανε απέβη άκαραπο - όπερ μεθερμηνευόμενον εστί, δεν βρήκαν δουλειά και τις έχει βγει το όνομα.

  1. Σιγά μη μπορούν να κάνουν τίποτα, έτσι ξερογαμιόνται.
    (Δημήτριος Σπ. Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη 2013)

Ο διάσημος σχετικός πίνακας από την Βικτωριανή εποχή. (από Khan, 02/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Αδόκιμη σύνταξη λέξεων που οφείλεται σε ένδεια λεξιλογίου (λεξιπενία) και χρησιμοποιείται κατά κόρον από αθλητικογράφους, αθλητές ή παραγοντίσκους του αθλητισμού. Η υγεία δεν είναι κάτι που «βγαίνει» αλλά κάτι που αναδύεται, ή αλλιώς, αυτός που την κατέχει σφύζει από αυτή.

Εν πάση περιπτώσει, με το λήμμα οι ανωτέρω ειρηθέντες θέλουν να δηλώσουν ότι η ομάδα τους δεν νοσεί, αλλά είναι και φαίνεται υγιής, κάτι το οποίο τις περισσότερες φορές βέβαια είναι ευσεβής πόθος (wishful thinking) παρά πραγματικότητα.

  1. Κοτσόλης: Βγάζουμε υγεία σαν ομάδα (εδώ)

  2. Αργεντινή: Η Τίγκρε βγάζει υγεία, η Ολ Μπόις βρίσκεται υπό πίεση (εδώ)

  3. Πέτροβιτς: Βγάζει υγεία ο Απόλλων Πατρών (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται η κατεργαριά, η μικροαπατεωνιά,το πονηρό κόλπο, η «λαδιά» που μπορεί να γίνει εις βάρος κάποιου.

Μου έκανε κατσαγανιά ο χασάπης ο Θρασύβουλας. Ανακάτεψε στη ζούλα ένα σκασμό ξύγκια με τον κιμά που μου έκοψε χθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμες εκφράσεις: κάνω θερινό / καλοκαιρινό
κάνω γιάμπαλα / λαμπόγυαλο.

Η έκφραση «το κάνω καινούριο» μάλλον είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή της φράσης «το κάνω θερινό» που, όπως οι συνάδελφοι γράφοντες επεσήμαναν, προέρχεται από τα θερινά σινεμά και είναι μια έκφραση που συνήθως ακούς από άτομα μιας κάποιας ηλικίας (μπαμπαδίστικη)!

To κάναμε το μαγαζί / το αμάξι / το διαμέρισμα κοκ
θερινό / καλοκαιρινό / καινούργιο/ λαμπόγυαλο / γιάμπαλα.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 30/12/13)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 30/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατευθείαν από τη χώρα του τζόγου και των λαχείων που δίνουν για ελάχιστη παρηγοριά ένα μικροποσό στους πολλούς, όταν τα λαχεία τους τελειώνουν σε ένα συγκεκριμένο νούμερο, δηλώνει τρανή αποτυχία και μεγάλη γκαντεμιά γι' αυτούς που δεν καταφέρνουν ποτέ τίποτα και αποτυγχάνουν σε όλα, ακόμα και να πετύχουν στόχους φαινομενικά απλούς και εύκολους.

Δεν πειράζει, και του χρόνου, κουράγιο, αισιοδοξία και καλή δύναμη.

- Πώς τη βλέπεις την οικονομική κατάσταση τη νέα χρονιά ;;; Λες να ρεφάρουμε ;;
- Αδερφέ, δεν ξέρω για τη νέα χρονιά, φέτος πάντως δεν πιάσαμε ούτε το λήγοντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπανεύκολο πρωτοχρονιάτικο λολοπαίγνιο ως μια επιπλέον τροπή στα βασιλόπιτα, βασιλόπιτας, μπορεί να δηλώσει κάτι από τα παρακάτω: α) Τη φαντασίωση κάθε άντρα για στοματικό σεξ από σέξι αγιοβασιλίτσα, β) αυτό που συμβαίνει σε κάθε λογής τσιμπουκάδικα κατά την εορταστική περίοδο γύρω από την Πρωτοχρονιά όπου αυξάνει ο τζίρος, γ) σενάριο σε κίνκι Χ-mas porn, δ) παρτόλα, τ. όπου πίπες και χαρά η Βασίλω πρώτη, ε) τα αναγγελόμενα νέα μέτρα για μετά την Πρωτοχρονιά ενός νέου έτους, αυτά που πληρώνουμε κοντά στην Πρωτοχρονιά, όπως λ.χ. τέλη κυκλοφορίας και στ) γενικώς όλα αυτά που περιμένουμε καλώς να μας μπουν μαζί με το νέο χρόνο, ζ) ένας τρόπος με kitch value για να ονομάσεις την βασιλόπιτα, όταν είσαι εκνευρισμένος που σε κουβαλάνε σε μια βαρετή εκδήλωση, η) οποιαδήποτε πίπα σου τύχει Πρωτοχρονιά ανήμερα. Συχνά, όμως, θ) είναι απλό ορθογραφικό λάθος τ. πεοτείνω ή φροϋδικό σλιπάκι, καθώς στον γραπτό λόγο, ιδίως τον χειρόγραφο, αυτοί που γράφουν κατά την παλαιά ορθογραφία με δύο ταυ την βασιλόπιττα, είναι σαν να την γράφουν βασιλόπιπα (δες και δες).

  1. Βασιλόπιπα, ποστ κοινωνικής κριτικής από τον μπλόγκερ Old Boy.

  2. ΒΑΣΙΛΟΠΙΠΑ ή ΒΑΣΙΛΟΓΛΕΙΨΙΜΟ ;;;; !(AKOYΩ ΓΝΩΜΕΣ)! (Από το Φέισμπουκ).

  3. Στο χωριο του πατερα μου ειχαμε μια Βασίλω που επαιρνε απιστευτα τσιμπουκια. Η διασημη βασιλοπιπα. (Από το Τουίτερ)

(από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ως μπουχτιστικό ορίζεται κάτι που είναι πολύ χορταστικό και χρησιμοποιείται κυρίως για φαγητά αλλά και για μία κουραστίκη κατάσταση.

Εχθές έφαγα ένα πολύ μπουχτιστικό τοστ.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified