Further tags

Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.

«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.

Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)

(από Khan, 09/06/12)Ως "βούδας" χαρακτηρίζεται πλέον και ο Προκόπης Παυλόπουλος. (από Khan, 13/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός για κάποιον που είναι γκαντέμης σε ό,τι αφορά την προσωπική του υγεία υπό την έννοια ότι αποτελεί πρώτο υποψήφιο για να εμφανίσει:

  • Συρροή σπάνιων συνδρόμων π.χ. ρευματικά νοσήματα, αυτοάνοσες παθήσεις, κ.α. παρόμοια,
  • Σπάνιες μορφές νεοπλασιών (π.χ. μαστού σε άνδρες),
  • Απαράλλαχτα θα εμφανίσει τις πιο κουφές παρενέργειες με τη λήψη ακόμη και των πιο συνηθισμένων φαρμάκων (π.χ. τοξική επιδερμική νεκρόλυση με λήψη ερυθρομυκίνης),

...και γενικά τραβά ασθένειες, ατυχήματα και τραυματισμούς σαν μαγνήτης. Ακόμη και σε ένα χώρο με πολλά άτομα το καλοκαίρι, τα κουνούπια θα τον προτιμήσουν από όλους και θα πέσουν πάνω σ' αυτόν να τον κάνουν βούκινο.

- Όντως λοιπόν, όπως οι περισσότεροι υποψιαζόμασταν όλα αυτά τα χρόνια, οι «γλυκοαίματοι» δεν είναι απλώς ένας παραδοσιακός μύθος: τα κουνούπια έχουν πραγματικά την τάση να «επιτίθενται» συχνότερα σε ορισμένους ανθρώπους! (από εδώ)

- Ρε παιδιά εμένα γιατί δεν με τσιμπούν ποτέ;;;; Είμαι κι εγώ πικροαίματη ;;;;; ( Εκαταλάβαν μας και τα κουνούπια....:π) (ο αντίποδας από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γεμίζω το στόμα μου με νερό και ραντίζω κάτι για να το υγράνω ελαφρά.

Το αναφέρει κάπου ο Πετρόπουλος, και ο Λουντέμης στο Παιδί που «τα μέτραγε τ' άστρα» γράφει, μιλώντας για στριφτό τσιγάρο τα εξής : «Το 'κοβες απ' το χωράφι, μπρέ παιδί, το κρέμαγες κι ερχότανε και γινότανε κίτρινο σα φλουρί. Το 'παιρνες ύστερα, γέμιζες το στόμα σου νερό, το μπούχιζες, και καθόσουνα σταυροπόδι και το 'κοβες γλυκά-γλυκά, κι ύστερα τ΄άναβες και μοσκοβόλαε η κάμαρή σου σαν εκκλησιά».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H πουστοποίηση.

Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από τον Πλεύρη (père).

- Όχι στην εκπούστευση της ελληνικής γλώσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευγενική έκφραση για κάτι που είναι κλεμμένο. Εναλλακτικά ψειρισμένο.

Κύριε Γαβαλά θέλετε ένα φαγωμένο ρολογάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντροκώλα γκόμενα, που είναι φαρδιά κάτω και στενή πάνω, αυτή που έχει μεγάλη λεκάνη.

-Κοίτα την αχλάδω που περνάει!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Μεθώνη από την Ενετοκρατία, υπήρχε ο νόμος της αρρενογονίας: ο πρώτος γιος κρατούσε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας. Οι αδελφές έπαιρναν μόνο το ποσό της προίκας που είχε συμφωνηθεί και τίποτα άλλο. Ίσχυε αυτό που λέγανε λοιπόν το «ό,τι πάρει η νύφη στην Καβάλα». Τούτο σήμαινε ότι η γυναίκα δικαιούται όσα πήρε μέχρι την ώρα που σαν νύφη καβάλησε το άλογο και πήγε στο σπίτι του άντρα της.

Από το νέτι εδώ.

Τούτο σήμερα φυσικά έχει αλλάξει αφού η γυναίκα εργάζεται και δεν ισχύει όπως πριν, γιατί καταργήθηκε εκ των πραγμάτων η προίκα και γυρίσαμε στο αντίθετο να λέμε ότι είναι δύσκολος γαμπρός και δεν πρόκειται να παντρευτεί αυτός που δεν έχει προίκα. εδώ.
Πού είναι οι καιροί που λέγανε: Ό,τι πάρει η νύφη στην καβάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σύγχρονες παροιμίες είναι βγαλμένες από τις κλασικές παλαιές και καλές παροιμίες που όλοι ξέρουμε, και είναι διαφοροποιημένες και εκμοντερνισμένες ολίγον τι.

Στο νέτι εδώ: Πας για μαλλί; φερε και κανά ποπ κορν...

καουκα (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με πολλές ερμηνείες.

Η πρώτη επίσημη εμφάνιση του «πατώνω» ήταν το 1925, όταν και το τραγούδησε ο Γιάννης Στυλιανόπουλος, σε μουσική Γρηγόρη Κωνσταντινίδη και στίχους Αιμίλιου Δραγάτση. Το κομμάτι έγινε γνωστό από την επιθεώρηση «Πρωτευουσιάνα του 1925» του θεάτρου Κεντρικόν (οδός Κολοκοτρώνη) με τον θίασο Νίκου Γονίδη. Το επανέφερε σε remake ο ηθοποιός Τάκης Μηλιάδης την δεκαετία του '60.

Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:
1. Κυριολεκτικά: Ρωτώντας τον άλλο αν πατώνει ή όχι στη θάλασσα.

2. Μεταφορικά: Για το αν έχει πιάσει κάποιος πάτο στα επαγγελματικά, τα αισθηματικά του κ.ο.κ. (λινκ)

3. Σεξουαλικά: Σε όσες θέλουμε να σκίσουμε τον πάτο ή στο ρητορικό ερώτημα για το αν το πέος μας πιάνει πάτο ή όχι. (λινκ «να κρατήσω κόντρα για να την πατώνω την πουτάνα»)

4. Μεταφορικά: Για να δηλώσει ότι το άτομο τα έχει χαμένα. (λινκ)

  1. - Γιωργάκη, μη πας πιο βαθιά. Εκεί που είσαι πατώνεις;

  2. - Τώρα που σε ρήξανε στο Περιφερειακό για τα στημένα, πατώνεις; Η έχει και πιο κάτω ο πάτος σου;

  3. - Μωράκι μου ...πατώνεις;
    - Ναι καύλα μου, μέχρι κάτω.

  4. - Ρε τούβλο, πατώνεις; Τι μαλακίες πας και λες στη κοπέλα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified