Further tags

Ζω, λόγω ανάγκης ή γιατί έτσι, από τα χρήματα που έχω αποταμιεύσει, που έχω δουλέψει, που έχω κληρονομήσει, που έχω κλέψει, κοκ... Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμαστε σε πολλά χρήματα, τα οποία επαρκούν για μια αξιοπρεπή ζωή (αναλόγως με το πώς το εννοεί ο καθένας αυτό, βέβαια).

Ελληνικό φαινόμενο, κττμγ, γιατί ο μέσος Ευρωπαίος πολύ απλά δεν έχει «έτοιμα» καθότι, το εκεί μέσο πορτοφόλι, ούτε στον εφιάλτη του δεν το έχει δει ο μέσος έλληνας.

Λέγεται επίσης και για πλουσιόπαιδα που δεν εργάστηκαν ποτέ και ζήσαν ζωή χαρισάμενη με τα χρήματα της οικογένειάς τους (παραδείγματα 5 και 6).

  1. (χωρίς σχόλιο) Ν. Μουρατίδης: «Περνάω δύσκολα, τρώω από τα έτοιμα»!

  2. Το 10% «τρώει από τα έτοιμα», δηλαδή σηκώνει χρήματα από τις αποταμιεύσεις προηγούμενων ετών για να καλύψει τρέχουσες ανάγκες.

  3. Δημόσιο: Τρώει από τα έτοιμα για ομόλογο 6,4 δισ.
    Στην αποπληρωμή ομολόγου ύψους 6,4 δις ευρώ που λήγει σήμερα 18 Μαίου 2011, πρέπει να προχωρήσει εντός των επόμενων ωρών το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με πληροφορίες τα κεφάλαια από τα ταμειακά διαθέσιμα.

  4. Μέχρι πότε θα «τρώνε από τα έτοιμα», όσοι -βεβαίως- Ηπειρώτες έχουν; S.O.S. εκπέμπουν χιλιάδες καταθέτες τραπεζών και στην Ήπειρο!

  5. Δεν καταλαβαίνω; Τι σημασία έχει αν δουλεύει κάποιος; Αν δεν δουλεύει δεν έχει άποψη, ή σώνει και καλά ανήκει σε κάποια «επαναστατική» παράταξη και δεν ξέρει τι γίνεται στην αγορά εργασίας; Είναι ένας κακομαθημένος φοιτητής που τρώει από τα έτοιμα ας πούμε και βγάζει το επαναστατιλίκι του; Τι επικίνδυνη λογική είναι αυτή; Αν κάτι χάνω και σε παρεξηγώ, εξήγησέ μου.

  6. Εγώ δε θέλω να πληρώσει κανείς τίποτα και να τα βγάζουμε πέρα μόνοι μας (γιατί έτσι έχω μάθει πώς να το κάνουμε) κι εκείνος,
    λόγω οικονομικής κρίσης θες; λόγω φοβιών ότι πιθανόν δε θα τα καταφέρει ως «κύρης» του σπιτιού θες; λόγω του ότι μπορεί να είναι και λίγο κακομαθημένος ή να θέλει να τρώει από τα έτοιμα θες; περιμένει από τον μπαμπά του...

νέτι, όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από Ανδρίτσαινα μεριά. Σημαίνει «μια κι έξω».

Νομίζω ότι η λέξη ανήκει εδώ, μου κάνει για ψιλομάγκικη. Μπορεί όμως να κάνω λάθος.

Αγνοώ την ετυμολογία της, πάντως το θεωρώ απίθανο να σχετίζεται με το αγγλικό big. Μάλλον είναι ηχομιμητικό (σύντομος ήχος που δηλώνει ταχύτητα εκτέλεσης), κάτι τ. στο πι και φι, τσακ-μπαμ κττ.

Ο Λευτέρης, δυο τόμους βιβλία μπιγκ τα έβγαλε πέρα!
(ενν. είναι πολύ διαβαστερός)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταχωρίζω κάποιον στη μαύρη λίστα του ΤΕΙΡΕΣΙΑ, δηλ. της τράπεζας πληροφοριών των ελληνικών τραπεζών, όπου καταχωρίζεται σειρά οικονομικών δεδομένων όλων όσων συναλλάσσονται μ’ αυτές. Ειδικότερα στα «δυσμενή», που είναι η μαύρη λίστα, καταχωρίζονται οι ακάλυπτες επιταγές, απλήρωτες συναλλαγματικές, διαταγές πληρωμής, κατασχέσεις και πάσης φύσεως δάνεια που δεν εξυπηρετούνται. Ως συνέπεια, όποιος γράφεται στη μαύρη λίστα δεν μπορεί να πάρει μπλοκ επιταγών, ούτε δάνειο. Εκφέρεται στο τρίτο πληθυντικό «τον μαυρίσανε, θα τον μαυρίσουνε, είναι μαυρισμένος», όπου ως υποκείμενο νοούνται οι τράπεζες συλλογικά. Αντίστοιχο του “blacklist” ως ρήματος (they blacklisted him).

  1. Έχωσε ένα φέσι γύρω στα δυο εκατομμύρια στις τράπεζες, άνοιξε ύστερα καινούργια επιχείρηση στο όνομα του γιου του, τον μαυρίσανε κι αυτόν, τώρα άνοιξε στο όνομα της κόρης του, μόλις ενηλικιώθηκε η μικρή, θα δει προκοπή κι αυτή με τον μπαμπά της.

  2. Μπήκα αφανής εταίρος στο σουβλατζίδικο γιατί ήμουν μαυρισμένος. Τους έστησα την επιχείρηση, έγινε το πρώτο μαγαζί σ’ όλο τον Εύοσμο και τώρα με πέταξαν έξω και ψάχνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφ ειρωνικό, έχει αντίστοιχη σημασία με εκφρασούλες τ. όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε, τι του λείπει του ψωριάρη, φούντα με μαργαριτάρι κλπ

Ο λόγος που είσαι σα γαμώ το κερατό μου, που έχεις βουτηχτεί μεσ' στη μιζέρια, που έχεις μαραθεί από τη στενοχώρια είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί για να στανιάρεις: είναι η έλλειψη του περί ου ο λόγος. Είναι; Ε, δεν είναι, μάλλον έχεις πολύ σοβαρότερα προβλήματα που προηγούνται να λυθούν και το περί ου ο λόγος είναι απλή ενοχλητική λεπτομέρεια.

Στην ερωτηματική του μορφή τ. «αυτό σε μάρανε;», παίρνει και την έννοια εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί ξυρίζεται με όλα τα συνώνυμα.

Εδώ: Η ειλικρίνεια σε μάρανε: Δείτε υποτιτλισμένο το ηχητικό μήνυμα που άφησε ένας ολίγον μεθυσμένος νεαρός από τις ΗΠΑ στην κοπέλα του, θέλοντας να της εξομολογηθεί ότι την απάτησε με την ίδια της την αδερφή. Μην ανησυχείτε όμως, με λίγη σαμπάνια όλα θα φτιάξουν… (σ.ς. πολύ τρόμπας ο τύπος ένιγουέιζ)

Εδώ: κ.Πρόεδρε η γυμναστική σε...μάρανε: Τον Γιώργο Παπανδρέου τον μάρανε η γυμναστική. Μην και χάσει κάτι από τους μύες του. Έχει εγκαταλείψει οτιδήποτε έχει σχέση με τον αθλητισμό στην Ελλάδα [...] και...αυτός κάνει πιλάτες.

Εδώ: Κι αν εντοπίσετε κανέναν πελάτη που επιμένει ακόμη ν’ αγοράσει πίνακα ζωγραφικής ή αγαλματάκι, αυτόν να τον τσακίσετε δύο φορές. [...] Θα μου πεις τώρα, αυτό σε μάρανε, ρε Καμπουράκη; Εδώ ο κόσμος καίγεται, οικογένειες πεινάνε, άνθρωποι παίρνουν τον δρόμο της ανεργίας, το 30% των κατοίκων της χώρας ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ευρωπαίοι ελεγκτές κάνουν κατοχή στη χώρα… κι εσύ ασχολείσαι με τους πίνακες ζωγραφικής; [...] Ε, ναι λοιπόν, αυτό με μάρανε. Και αυτό.

Αχ Ευρώπη, εσύ μας μάρανες! (από joe909, 16/10/11)"Η ειλικρίνια σε μάρανε." (από Galadriel, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακολουθώ αποκλίνουσα συμπεριφορά στα πλαίσια ενός επαγγελματικού ως επί το πλείστον κύκλου, με τρόπο που να θέτω σε κίνδυνο τα καλώς ή κακώς εννοούμενα συμφέροντα του κύκλου αυτού.

Τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα είναι η τήρηση ενός έντιμου και υγιούς ανταγωνισμού, και η επαγγελματική αλληλεγγύη μεταξύ των συναδέλφων. Σε μια τέτοια περίπτωση, χαλάω την πιάτσα σημαίνει ότι μετέρχομαι πρακτικές είτε ευθέως αθέμιτες, είτε κατά παράβαση της δεοντολογίας του συγκεκριμένου κύκλου μου. Προπάντων ρίχνω υπερβολικά τις τιμές ή τις αμοιβές προκειμένου να προσελκύσω τους πελάτες των ανταγωνιστών μου. Με τον τρόπο αυτό βεβαίως ξεκινάω έναν καθοδικό κύκλο που τελικά θα γυρίσει μπούμερανγκ και σε βάρος μου, εφόσον όλο και κάποιος άλλος «εξυπνότερος» θα βρεθεί κάποια στιγμή και θα μειοδοτήσει.

Ωστόσο χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά με ειρωνικό τρόπο, οπότε αναφέρεται στον ευσυνείδητο και σωστό επαγγελματία, υπάλληλο κλπ., που δουλεύει όταν οι άλλοι λουφάρουν, δεν λαδώνεται όταν οι άλλοι τα παίρνουν, είναι εξυπηρετικός όταν οι άλλοι είναι αγενείς, χρεώνει κανονικά όταν οι άλλοι γδέρνουν κ.ο.κ. Μια τέτοια συμπεριφορά, όπως είναι φυσικό, προκαλεί τη μήνιν των συναδέλφων του, που αισθάνονται ότι ο σωστός θέτει σε κίνδυνο τα κακώς εννοούμενα συμφέροντά τους, ήτοι τη βολή και καλοπέρασή τους σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. Προνομιακό πεδίο εφαρμογής ο δημόσιος τομέας.

-Άντε ρε Αγαθοκλή, δύο η ώρα πήγε, πάμε να φύγουμε.
-Αφού στις τρεις τελειώνουμε. Έχω ένα σωρό φακέλους να διεκπεραιώσω. -Ε κι αν τελειώσουν θα σου φέρουν άλλους τόσους αύριο. Σήκω τώρα αδελφάκι μου να φύγουμε και μη μας χαλάς την πιάτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο. Χρησιμοποιείται για πράξεις οι οποίες είναι είτε παρατραβηγμένες είτε υπερβολικά καταπληκτικές.

Συναφής του κάνω παπάδες συν δυό κιλά έξτρα αδρεναλίνη. Χρησιμοποιείται και με άλλα ρήματα, σχετικά με την πράξη που αναφέρεται (π.χ. παίζω)

  1. Ρε συ, είναι τρομερός ο φίλος! Κάνει τ' άντερα του με το πινέλο!

  2. Πήγαμε χτες στο Παρλαράμα και είδαμε τους Blues Wire. Φοβερός ο Ζάικος, έπαιζε τ' άντερα του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άσθμα του ανθρώπου και του ζώου. Βλέπε τεκνεφές= ασθματικός καχεκτικός, aπό το τουρκικό tiknefes.

Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

-Δεν τ' ακούει να πορπατεί στο ρίζωμα γιατί έει τεκνεφέσι.

Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός (από nikolaosvlas, 15/10/11)Ασθματικός σκύλος (από nikolaosvlas, 15/10/11)Άσθμα (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα προέρχεται από τις γνωστές αργκό φράσεις σένιος και πένα τροποποιημένες κατά την μάγκικη ορολογία.

Σημαίνει κάποιον ή κάτι πολύ περιποιημένο, προσεγμένο, κυριλέ.

  1. «Και με σενιέ-πενιέ [κουστουμιά]. Πόσο ΑΡΧΟΝΤΑΣ είσαι ρε ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΕ!»

  2. [...]- Πω πω ρε φίλε γαμάτο! Και θα παίρνουμε και κρέατα από την Ελλάδα ε;
    - Ναι ρε από τον γαμπρό μου! Θα μας τα στέλνει έτοιμα σενιέ-πενιέ σου λέω! Κεμπαπάκια πλασμένα όλα τίγκα![...]

  3. «[...]Η κα Χαριτωμένη- Σενιέ πενιέ -ηλικιωμένη-με απορίες άλυτες, ούρλιαζε: »Εξηγήστε μου σας παρακαλώ, το τεράστιο αυτό ποσό!«[...] »

  4. «[...]φευγω για πραγα στην οποια νοικιασαμε διαμερισμα nove mesto, σενιε πενιε με 378/4=95 ατομο».[...]

Όλα τα παραπάνω από το δίχτυ.

σενιάν-πεινιρλί... (από MXΣ, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτο-αναισθητοποιούμαι, γίνομαι εσκεμμένα άνιωθος γιατί δεν αντέχω άλλο την παραμικρή συγκίνηση ή γιατί η περίσταση δεν το επιτρέπει ή γιατί πρέπει να έχω τα λογικά μου σώα εφόσον επείγει η ορθή διαχείριση μιας δύσκολης κατάστασης. Σα να είμαι μηχάνημα το οποίο με το πάτημα ενός κουμπιού απενεργοποιείται.

- Καλά, δεν σε συγκινεί καθόλου η φάση;
- Έχω πατήσει τα κουμπάκια μου, μη νομίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published