Further tags

Είναι η πρώτη χωρίς αναστολές γκόμενα που μας χούφτωσε έβερ, και η τελευταία που θα μας σερβίρει φραπεδάκι στο λυκόφως της ζωής (ή μέχρι τελικού ακρωτηριασμού, όποιο από τα δύο έρθει πρώτο).

To μόνο ντεσού της Μαρίας Παλάμη είναι οι περιορισμένες της κοινωνικές δεξιότητες.

Μερικοί την αποκαλούν Μαριγούλα, η χείρα με τα πέντε ορφανά.

- οκ το καταλαβαμε οτι εμμεσα θες να μας πεις οτι εχεις γκομενα εδω και 2-3 χρονακια εχεις γκομενα την Μαρια Παλαμη.
(εδώ)

-χαχαχα ειναι σαν να βλεπεις την bellucci και να εχεις την μαρια παλαμη ρε φιλε...δεν ζηταω την bellucci αλλα μια μαστροκωστα δεν με χαλαει..
(εκεί)

-εγω, που ειμαι 26 χρονων, 110 κιλα και με φατσα σαν τον διαβολο πιθηκο θα βρω την θεογκομενα στην ταυλανδη να με αγαπησει γιατι θα γνωρισει τον καταπληκτικο μου χαρακτηρα μεσα σε 2 εβδομαδες το πολυ; εδω στην ελλαδα 26 χρονια στην ελλαδα και η μοναδικη γυναικα που μας εχει ερωτευθει ειναι η ΜΑΡΙΑ ΠΑΛΑΜΗ. τυχαιο;;;;; δεν νομιζω...
(παρακάτω)

Mother Fist never gets angry
Mother Fist she never gets bored
I don't have to feed her
I just have to need her
She cries give me the word
(Marc Almond)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν η μηχανή του είναι στο συνεργείο, κλεμμένη, καβατζωμένη από φίλο, whatever. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο!

  1. - Παίζει να μου δώσεις την πάπια να πεταχτώ εδώ δίπλα;
    - Είμαι αμήχανος ρε...
    - Σιγά ρε! Τι σου ζήτησα;;
    - Εννοώ πως το παπί είναι στον μάστο(υ)ρα.

  2. - Και μου λέει η Λάουρα να την πάω μια βολτάρα με το Tουντούμι (Yamaha TDM) και με πετυχαίνει αμήχανο...
    - Κώλοσες στη γκόμενα ρε;! ΚΟΤΑΑΑΑ! ΚΟ ΚΟ ΚΟ!
    - Μπούκωνε και θυμήσου ότι δεν έχω ασφάλεια... γατάκι..
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμπαδισμός για το «η τηλεφωνική γραμμή είναι κατειλημμένη». Επειδή όταν μιλάμε (και δεν έχουμε αναμονή), κάνει αυτό το μονότονο μπιπ μπιπ μπιπ που θυμίζει και καλά βουητό.

Χρησιμοποιείται απρόσωπα. Όταν λέμε «βουίζει» δεν εννοούμε ο ομιλητής, αλλά η γραμμή, «το τηλέφωνο».

Συνώνυμο: «μιλάει» (απρόσωπο πάλι)

  1. - Μίλησες με τη μικρή; Τι σου είπε;
    - Δεν τα κατάφερα, το έχει καβαλήσει, βουίζει.

  2. Προσπαθώ εδώ και 2 εβδομάδες να επικοινωνήσω με την επιθεώρηση εργασίας για να κάνω μερικές ερωτήσεις. Όλη την ημέρα βουίζει το τηλ τους και μετά τη 13.30 δεν το σηκώνουν. (από το νετ)

  3. η ιστοσελίδα του ΑΣΕΠ είναι για κλάμματα. Γενικά η αναζήτηση με κριτήρια δεν παίζει πουθενά, σε λίγες μόνο περιπτώσεις.
    Επίσης το τηλέφωνο του ΑΣΕΠ 2131319100 ΠΑΝΤΑ ΒΟΥΙΖΕΙ....
    (από το νετ)

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφυλόν τι μετά της σλανγκενεργού καταλήξεως -ιά.

Αν αξίζει να καταχωρισθεί, είναι μάλλον για την ύπαρξή του σε δύο φράσεις:

  1. Βγάζει μια εκφυλιά. Το λέμε για το ερώμενο πρόσωπο, το μεναγκό που αποπνέει μια εκφυλιά με την καυλή έννοια, είναι σκυλί και μάλιστα ατάιστο και ξυπνάει μέσα σου τον χωροφύλακα.

  2. Τι εκφυλιές είναι αυτές; Λέγεται με φαρισαϊκό σκανδαλισμό για κάτι που (όχι και τόσο) κατά βάθος μας καυλώνει. Ή για να μην περιπέσουμε σε ερμηνίτιδα, μπορεί να ειπωθεί από τσιαμτσίκα και για να καυτηριάσει ένα αίσχος, όνειδος, ιεροσυλία.

  1. Θρεντ: Οι Αλβανίδες κάνουν καλό κρεβάτι; Ας μου απαντήσει κάποιος έγκυρα!
    - οτι εχουν μια εκφυλια ειναι αληθεια..
    παντως εχουν μια σκλυραδα στο προσωπο...
    (απ' το μπουρδελοφόρουμ).

  2. - πωπω, δύο προτάσεις μέσα σε δύο μέρες;; Δεν το πιστεύω..
    Ας παντρευτουμε όλοι μαζί γιατί δεν μπορώ να διαλέξω..
    - Τι εκφυλιες ειναι αυτες κοπελιτσα μου, αυτα σας μαθαινουν στο σχολειο; (εδώ).

  3. Η πεδοφιλια δεν είναι παράνομη;;; Από πού και ως που μπορεί να υπάρξει ένα κώμα που να την υποστηρίζεις και να είναι νόμιμο; Δηλαδή συγνώμη εγώ θα βγω με την ντουντούκα και θα λέω ότι είναι παιδεραστής και γαm@w τα ανήλικα παιδιά σου και δε θα έχει το δικαίωμα να με βάλει κανείς μέσα;;; Φυσικά σε άλλες χώρες δε ξερώ τι εκφυλιες ισχύουν προς χάριν της ελευθερίας. (εδώ).

0.25 (από Khan, 02/12/10)(από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία (μτφ), η ανοησία, η μπούρδα, η σαχλαμάρα, η κουκουρούκου φάση / πράξη, η άλαν ντάλον κατάσταση, μπλε, γκάου, κλπ.

- Άρχισες πάλι τις κουκουρουκιές; Ετοιμάσου να σε γειώσει το αφεντικό, τον ακούω να έρχεται.

(από allivegp, 01/12/10)(από perkins, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Παρατηρώ κάτι με κρυφό ενδιαφέρον, δήθεν φευγαλέα, με συγκεκαλυμμένη έντονη κτητική διάθεση και επιθυμία, είτε για πράγμα είτε για πρόσωπο.

Επίσης και επιθυμώ σφόδρα, γουστάρω ν' αποκτήσω, ψήνομαι να.

Από το βλέφαρο του ματιού.

Συνώνυμα: κοζάρω μπανιζοκοζαρίζω, μπανιζοκοζάρω, μπανίζω, ζαχαρώνω, κοιτάω, βλέπω, παίρνω μάτι.

Επίσης «ρίχνω βλέφαρο», που σημαίνει επίσης παρατηρώ, κοιτάζω, πλην όμως ελάχιστα ως προς τη χρονική διάρκεια και ενδιαφέρον και ως βάρος, αγγαρεία.

  1. Εκείνη: - Λάκη κάτσε φρόνιμα, σε είδα πως τη βλεφάριαζες όλο το βράδυ τη γκόμενα.

  2. Πριν την επίσκεψη στο WC: - Βάλε στην τσέπη το κινητό σου, γιατί ο τύπος στη γωνία το βλεφαριάζει άσχημα.

  3. Ο γκατζετάκιας: - Βλεφαριάζω από μέρες το καινούργιο iphone, θα πάω αύριο στο Πλαίσιο να το αγοράσω.

  4. Προς τον συνοικιακό γόητα: - Έλα βρε Μηνά, μην είσαι τόσο ακατάδεκτος, ρίξε και σε μας κάνα βλέφαρο.

  5. Ο αιώνιος: - Αύριο αρχίζει η εξεταστική, πα να ρίξω κάνα βλέφαρο στην αντοχή υλικών.

ΔΥΟ ΤΕΧΝΗΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ (από iwn, 01/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται εν είδει επιρρήματος, για να περιγράψει μια έξτρα πρίμα γκουντ κατάσταση, μια φάση τριφασικιά και ανεβαστικιά, ένα τρελό σκηνικό κλπ.

Συνώνυμα: τζετ, τζιτζί, τζάμι, και γαμώ, καύλα, πένα, τούμπανο, πάουερ, δύναμη, ζάχαρη, μέλι, κομπλέ... και πολλά άλλα, ων ουκ έστιν αριθμός.

Παράγωγο επίθετο: γκαζιάρικος

Πολύ γκαζιάρικο μωρό η Πόπη.

Γιατί γκάζι;

Μα φυσικά διότι έχει μόνο θετικές συνδηλώσεις, σε αντίθεση πάντα με το φρένο:

Έκανα χτες βράδυ κίνηση να τη γαμήσω αλλά μου 'βαλε φρένο.

Το γκάζι ταυτίζεται με την Ενέργεια, τη Δύναμη. Στη φράση μου έχωσε γκάζια, παραδεχόμαστε πως υπομείναμε αγόγγυστα τον υπέρτερο δυναμισμό του νουθετούντος ημάς.

Το γκάζι, όπως και το Αυτοκίνητο, είναι ένα παντοδύναμο σύμβολο του βιομηχανικού πολιτισμού, ίσως και της ίδιας της ιδέας της Προόδου, σύμφυτης με αυτόν. O φίλος μου ο Βίκας με είχε προτείνει παλαιότερα το σχετικό Ο Μύθος της Μηχανής του Lewis Mumford, το οποίο ακόμη δεν αξιώθηκα να διαβάσω :(

Συναφές πανίσχυρο σύμβολο του βιομηχανισμού είναι το ηλεκτρικό ρεύμα, βλ. σχετικά το σαββοπουλικό «σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα». Εξ ου και ο Pierre Bourdieu έχει προτείνει, ενάντια στη φρενίτιδα του τεχνικού πολιτισμού, «να κατεβάσουμε τους διακόπτες».

Αυτά όσον αφορά το γενικόν του πράγματος. Ειδικά όσον αφορά τον Έλληνα, για τον οποίο το αμάξι του είναι το υπέρτατο φετίχ, δεν είναι καθόλου τυχαίο που ταυτίζει την καλοπέραση με το γκάζι. Ο έλληνας είναι ακόμη δέσμιος του μυθικού αφηγήματος της Προόδου, εξακολουθεί εν πολλοίς να θαυμάζει με παιδική σχεδόν αφέλεια τα μεγάλα τεχνικά επιτεύγματα του Πρώτου Κόσμου - ίσως γιατί ο ίδιος ούτε καν με αυτά. Ο έλληνας αντιμετωπίζει το μεταμοντέρνο και τις σχετικές επιφυλάξεις και σκεπτικισμό απέναντι στην Πρόοδο ως εξωτικά φρούτα, από τα οποία θέλει να δοκιμάσει μια σταλιά έτσι για τα νεφρά, αλλά ως εκεί, μην το παραχέσουμε κιόλας: η Άννα Βίσση, το 4Χ4 και το τζακούζι παραμένουν σταθερές αξίες στη ζωή του. Ο έλληνας είναι ακόμη βαθύτατα μοντέρνος (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) ήτοι, με σημερινούς όρους, βαθύτατα οπισθοδρομικός.

- Για πε, τι κάνατε τελικά χτες, βγήκατε;
- Πού να στα λέω, μαζεύτηκαν όλοι οι πεθαμένοι, που 'χαμε να τους δούμε από του Αγίου Πούτσου ανήμερα! Κώστας Παγκράτι, Σπυράκλας, Κουνούπι, Πεταλούδας, ο Φίλιππας ο καπετάνιος, πανικός σου λέω, τα πάντα όλα! Αράξαμε Πανόρμου, ήπιαμε τον κώλο μας, κλάσαμε στο γέλιο, γενικώς την περάσαμε γκάζι. Μαλακία σου που δεν ήρθες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είθισται να λέμε ότι κάποιος ή κάτι είναι αμφιβόλου ποιότητας, χαρακτήρα, προέλευσης κλπ. Για συντομία και από μαγκιά όμως, λέμε «αμφιβόλου» σκέτο, πράγμα που καθιστά την έκφραση ειρωνικότερη.

  1. - Έχεις φάει ποτέ σουβλάκι από κει;
    - Μπα, μου κάνει λίγο αμφιβόλου...

  2. - Γαμώ του άντρες ο Λεфτέρης.
    - Μμ, τον κόβω για αμφιβόλου...

  3. Τι είναι όλ' αυτά; Πάλι σήκωσες το ντέλι της γειτονιάς; Σου έχω πει εξακόσιες φορές ότι είναι αμφιβόλου αυτά που πουλάει!

Η Αγγελική Αμφιβόλου-Αβυσσαλέου (από Vrastaman, 30/11/10)

βλ. και γενική αντί ονομαστικής

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείτο πολύ στην ένδοξη εϊτίλα, και γι' αυτό πολλοί από εμάς την χρησιμοποιούν με νοσταλγική γλυκάδα.

Ως προς την προέλευσή της, έχει σημασία ένα παιδικό παιχνίδι που περιγράφεται εδώ, εδώ και εδώ. Επαναλαμβάνω: το παιχνίδι ονομαζόταν βασιλιάς και μετά από κλήρωση ένα παιδί έκανε τον βασιλιά και τα άλλα έπρεπε να παραστήσουν το καθένα ένα επάγγελμα για το οποίο συνεννοούνταν μεταξύ τους κρυφά από τον βασιλιά. Τότε πήγαιναν στον βασιλιά και ακολουθούσε ο διάλογος:

Παιδιά: - Καλημέρα, βασιλιά
με τα δώδεκα σπαθιά. Τι δουλειά;
Βασιλιάς: - Τεμπελιά!
Παιδιά: - Και τα ρέστα;
Βασιλιάς: - Παγωτά.
Παιδιά: - Είπε η γιαγιά να σου κάνω μια δουλειά.
Βασιλιάς: Τι δουλειά;

Τότε τα παιδιά παρίσταναν με παντομίμα το επάγγελμά τους. Αν ο βασιλιάς καταλάβαινε το επάγγελμα, το φώναζε δυνατά και μετά έτρεχε να πιάσει το εν λόγω παιδί, αλλιώς έμενε βασιλιάς (άσχετο: θυμίζει τους αφρικανούς βασιλείς που περιγράφει ο René Girard, όπου ο βασιλιάς είναι το αποδιοπομπαίο θύμα που λύνει τα αινίγματα, όπως ο Οιδίπους).

Υπάρχει και μια παραλλαγή, όπου οι στίχοι πήγαιναν:
- Πώς σε λένε;
- (Λ.χ.) Κατερίνα.
- Πού δουλεύεις;
- (Λ.χ.) Στην Αθήνα.
- Πόσα παίρνεις;
- Εκατό.
- Και τα ρέστα;
- Παγωτό!

Ωστόσο, δεν αποκλείεται η έκφραση να προϋπήρχε του παιδικού παιχνιδιού. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να μεταφερθούμε στα ένδοξα εκείνα χρόνια, όπου τα παγωτά υπήρχαν μεν, πλην ήταν πολύ απλά και αρκετά φτηνά. Δεν είχαν βγει οι διάφορες νιρβανιές, τα χάγκεντατζ και οι άλλες πολυτελείς κραιπάλες με την μπόλικη σαβούρα που τρώμε σήμερα. Μπορούμε, επομένως, δίκην πλατωνικού αιτιολογικού μύθου, να φανταστούμε μια παρέα με κάποια ζευγαράκια να κάθεται νωχελικά και ψιλοαλληλοχαμουρευόμενη και, αισθανόμενη κάποια στιγμή πείνα, να πρέπει να παραγγείλουν σε κάποιον, στον μικρότερο και πιο υποτακτικό της παρέας να φέρει τα αναγκαία. Θα αρχίσουν να λένε τα κλασικά, λ.χ. σουβλάκια, μακαρονάδες, πίτσες, μπύρες, και στο τέλος αφού θα έχουν ειπωθεί τα ων ουκ άνευ θα του πούνε «και άμα σου μείνουν ρέστα, φέρε και παγωτά». Τα παγωτά, δηλαδή, δεν είναι το αναπόσπαστο. Πρώτα σκεφτόμαστε το κυρίως πιάτο και μετά, αν μείνουν λεφτά, σκεφτόμαστε και το παγωτό που, άμα το ξεχάσουμε ή δεν φτάσουν τα χρήματα, δεν χάθηκε κι ο κόσμος, το πολύ πολύ να τον ξαναστείλουμε. Προϋποτίθεται πάντα ότι τα παγωτά είναι φτηνά, μπορούμε να τα προμηθευθούμε εν αφθονίαι, και για αυτό τα υποτιμάμε κιόλας, τ. σιγά τι έγινε, θα τα βρούμε με τα παγωτά μετά. Σε μια τέτοια λογική πρέπει να είναι και το παιδικό τραγουδάκι για τα ρέστα από την δουλειά.

Ως προς την χρήση, τώρα, παίζουν κυρίως δύο περιπτώσεις αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους:

  1. Λέω κάτι πάρα πολύ σημαντικό με το οποίο κλείνω ένα θέμα, και ό,τι άλλο ειπωθεί μετά θα είναι πολύ ευτελές, καθώς έχει ήδη τεθεί η πεμπτουσία του. Για να πάμε στον αιτιολογικό μύθο μας, είναι σαν να έχω παραγγείλει την μπολονέζ με την παρμεζάνα και με χύσ' τα μέσα και μετά τα ρέστα να μην τα διεκδικώ πίσω αλλά να τα παραχωρώ για ένα μηδαμινό οικονομικώς παγωτό της εποχής. Το ψυχολογικό αίσθημα εν προκειμένω είναι ότι έχω μόλις καταγάγει θρίαμβο και έχω την μεγαλοψυχία του ανώτερου νικητή, οπότε δεν διεκδικώ ρέστα αλλά τα παραχωρώ για ένα άχρηστο πλην αναγκαίο κατά Derrida συμπλήρωμα.

Η έκφραση είναι, λοιπόν, παρόμοια με την όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες, τάδε και μετά το χάος, κ.τ.λ. με την διαφορά ότι εδώ έχουμε ένα δεριδιανό συμπλήρωμα, δηλαδή το παγωτό είναι αυτό που παραδόξως καλείται να συμπληρώσει το ήδη υπερτέλειο, εντέλει και να το αποδομήσει, καθώς άμα ήταν τέλειο, γιατί χρειαζόταν συμπλήρωμα; (εξόχως δεριδιανό είναι και το παιδικό τραγουδάκι που βάζει τα παγωτά ως ρέστα των χρημάτων που βγαίνουν από την τεμπελιά!). (Βλέπε παραδείγματα 1).

  1. Αρκετά διαφορετικά, το λέμε όταν πρόκειται να απαριθμήσουμε μια σειρά από τετριμμένα, αυτονόητα και γνωστά σε όλους μας πράγματα, στο τέλος της οποίας σειράς θα τοποθετηθεί το πλέον τετριμμένο για να την κλείσει. Το και τα ρέστα παγωτά λέγεται τότε για λόγους οικονομίας, ώστε να μην χρειαστεί να απαριθμήσουμε το σύνολο των αυτονοήτων, λέμε συνήθως τα δυο πρώτα αυτονόητα, το πολύ τρία, και μετά λέμε την έκφραση για να καταλάβει ο συνομιλητής ότι και τα άλλα είναι εξίσου τετριμμένα. Όπως στα μαθηματικά λέμε το στη νιοστή ένα πράμα. Έχει δηλαδή ευρύτατη χρήση αντί του και τα λοιπά, όπως οι εκφράσειςκαι άλλες / λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και ταλιμπάν, με την λεπτή ιδιαιτερότητα ότι υπονοούμε ότι μεσολαβεί μια σειρά από γνωστές σε όλους αυτονόητες οντότητες, μεταξύ των οποίων η κατακαυλίδα είναι η πλέον αυτονόητη.

Για να πάμε στον αιτιολογικό μύθο, είναι σαν μια παρέα που έχει ειδωθεί και φάει χίλιες φορές μαζί μέσα σε μια γενική βαρεμάρα, ρούχλα να αναρωτηθεί τι θα πάρουμε, νταξ, το σουβλάκι με διπλή πίτα του Μητσάρα, το παιδικό της Χαράς, το φραπέ του Νίκου, νταξ μην τα πολυλογούμε αφού τα ξέρουμε, και τα ρέστα παγωτά (παραλείψαμε και πέντε άτομα ως ευκόλως εννοούμενα).

Μερικές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες: λέγεται πολύ συχνά η έκφραση με τετριμμένες αφηρημένες έννοιες. Λ.χ.:

Μου είπε το μεναγκό ότι άλλα περίμενε από μια σχέση, τρυφερότητα, κατανόηση, και τα ρέστα παγωτά.

- Πώς ήταν η ομιλία του Φιλελευθερόπουλου; - Νταξ, ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, και τα ρέστα παγωτά. - Πήγες στην ομιλία της Judith Butler; - Ναι, μωρέ, ξέρεις, επισφάλεια, ενδεχομενικότητα, celebrating & undermining και τα ρέστα παγωτά.

Κυρίως, χρησιμοποιείται όταν παραθέτουμε ένα τσιτάτο, που είναι τόσο βαρύγδουπο, ώστε να χρήζει δικαιολόγησης η παρεμβολή του στον λόγο μας, αλλά και τόσο τετριμμένο ώστε να μην καμαρώνουμε που το είπαμε, λ.χ. από το σάη μας: εδώ, όμοιος ομοίω αεί πελάζει, και τα ρέστα παγωτά, εκεί, μηδένα προ του τέλους μακάριζε, και τα ρέστα παγωτά. (Βλέπε παραδείγματα 2).

  1. Μία τρίτη λιγότερο συχνή, αλλά πιο επίκαιρη, περίπτωση: όταν κάτι είναι κραυγαλέα ακριβό, τότε, ειρωνικώς, πλειοδοτούμε και δίνουμε ακόμη παραπάνω από το παράλογο ποσό, για να πάρει ο εκμεταλλευτής μας και παγωτά με τα ρέστα. (Βλ. παράδειγμα 3).

Εκφέρεται και ως παγωτό, αν εννοείται το ανκάουνταμπλ οικογενειακό παγωτό.

Λήμμα και ορισμός ύστερα από εκτενή συζήτηση με Jeanoir.

  1. α. Εάν είσαι δεκάξι δεν σου χρειάζεται ο i7930 ούτε SSD ούτε καν ο Phenom X2 555, κάνε ένα μηχάνημα με Phenom Χ2 555 και τα ρέστα παγωτά. (εδώ)

β. Φίλε μου καταρχήν …BMW R1200R ‘’και τα ρέστα παγωτό ‘’(που λέει και η κόρη μου!) (εδώ)

γ. Νταξ....ΜΑΤΣΟΥΚΑ και τα ρέστα παγωτό!!Μιλάμε για μεγάλο έρωτα... (εδώ)

δ. λοιπον εφοσον ειχε μια ροδελα,αυτη πρεπει να μπει....η καθολου. τα ραουλα μονο τα βαρια κανουν δουλεια. αυτα για να ρθει ισια ο ιμαντας κ τα ρεστα....παγωτα (εδώ)

  1. α. ): - Οκ!!Και τα λεφτα απο την πωληση [ενν. της Ολυμπιακής] τι τα έκαναν;
    - Προεκλογικό αγώνα,μίζες,ταξίδια και τα ρέστα παγωτά!!! )D) (εδώ)

β. Το άγχος πλέον δεν αποτελεί αφηρημένη έννοια. Τύπου «αγάπη, μίσος, φιλοπονία, φυγοπονία» και τα ρέστα παγωτό! Το άγχος έχει αποκτήσει υπόσταση στερεού σώματος. Το βλέπεις, το αγγίζεις, το μυρίζεις, μπορείς να το κόψεις με το μαχαίρι! (εδώ)

γ. Γάμοι, διαζύγια και τα ρέστα παγωτά (της Έλενας Ακρίτα στα Νέα).

  1. σε παιδοτοπο στου Ζωγραφου... 350 ευρώ «προσφορά» 15 παιδια και 15 μεγαλοι +40 ευρω τα ποτα/αναψυκτικα (τι ποτα..;) + 2μιση κιλα τουρτα.. συγνωμη ρε παιδια, 2μιση κιλα φτανουν για 30 ατομα; κι αντε λεει να σας παει 400 ευρω.. γιατι να μου παει τοσα δηλαδη; οχι, 500 να σου δωσω και τα ρεστα παγωτα (εδώ)

  2. Η Σουλτάνα η Φωφώ, από τους σλάνγκαρχους Κραουνάκη και Λίνα Νικολακοπούλου, όλοι οι στίχοι εδώ:

Κοίτα ρε, που μου 'σκασε γαμπρός
σκανταλιάρης και πρωθυπουργός
Κι άντε ρε που θα, και θα, και θα
Μάζευ' τη μαγκιά σου, τα μισά-μισά δικά σου
και τα ρέστα παγωτά. Κι ας λένε

(από Khan, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified