Further tags

Ζωολογικός, ζωοφιλικός και κτηνοβατικός χαρακτηρισμός.

Μακρολογία του «την βάψαμε».

Χρησιμοποιείται σε απροειδοποίητο τεστ, αποτελέσματα εξεταστικής, και αγωνιώδη αναζήτηση τραπεζιού σε καφετέρια.

Τώρα που αρχίζει η εξεταστική θα φιλήσουμε τα βυζιά της χελώνας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιστί, το σοβάτισμα εκδηλώνεται με δυο θεμελιώδεις τρόπους:

Ασίστ: johnblack, Τζούλια Αλεξανδράτου.

- Μακιγιάζ ελαφρύ. Σοβάτισμα μόνο για τις πλισεδιασμένες. Για τα αγοράκια ούτε λόγος (εκτός κι αν παίζουν στην τηλεόραση). (εδώ)

- Ο κατασκευαστικός κλάδος έδειξε χθες τα πρώτα σοβαρά σημάδια ανάκαμψης. Η μισή Ελλάδα το έριξε στο ...σοβάτισμα!
(Με αφορμή την κυκλοφορία τσόντας με την Τζούλια Αλεξανδράτου, εκεί).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική απάντηση όταν θέλουμε να ξεχάσουμε πράξεις η λόγια που μας ενόχλησαν λόγω περιεχόμενου.

Την ανωτέρω φράση την λέμε στον έχοντα κάνει η πει τα ανωτέρω άσχημα πράγματα η λόγια. Εν ολίγοις, δίνουμε συγχώρεση ότι όλα διαλύθηκαν όπως διαλύεται το αλάτι στο νερό.

Λέω διαλύεται, όχι εξαφανίζεται, σαν να λέμε συγχωρώ αλλά δεν ξεχνώ.

Συνώνυμα: θάβω το τσεκούρι του πολέμου (ξεθάβεται και πάλι εάν χρειαστεί).

Έλα τώρα, μη με βρίζεις άλλο, ρε φίλε... Νερό και αλάτι ό,τι είπαμε... δεν θα σου ξαναπηδήξω την γυναίκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξοδεύω, σπαταλώ καταχρηστικά, ξεζουμίζω, εξαντλώ μέχρι τέλους.

  1. Σώνει ρε, σώνει, μη μιζάρεις άλλο θα την ξελιγώσεις την μπαταρία.

  2. Αστο να γυρίζει, το ξελίγωσες.

  3. Ψες ήπιαμε σαν νεροφίδες σοροπάκια και ξελιγώθηκα.

  4. Ζούζουνε, το ΣΚ βγαίνω με άδεια να ξελιγωθούμε θέλει! Τούμπαρε το στρώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.

Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.

Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».

Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.

Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.

Βλέπε και πετσάκιας.

Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...

  1. (ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
    - Πστ, πώς είναι τα θέματα;
    - Πέτσα.

  2. - Πώς πάει η δουλειά;
    - Πέτσα...

  3. (τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
    - Πέτσα.

Πως πάει η πολιτική του σταδιοδρομία? Πέτσα! (από Vrastaman, 05/03/10)(από gaidouragathos, 13/07/12)

Δες ακόμη τσάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράσις προέρχεται από πινακίδες σε σημεία του επαρχιακού/ορεινού οδικού δικτύου, όπου παρατηρείται η ύπαρξις πάγου και απαιτείται η αντίστοιχη προσοχή των οδηγών. Αναφέρεται δε ολογράφως, συνήθως κάτω από το κίτρινο τρίγωνο με το θαυμαστικόν (κατά τον ΚΟΚ Πινακίδα K-25: Προσοχή άλλοι κίνδυνοι μη δηλούμενοι στις πινακίδες Κ-1 έως Κ-24 - βλ. μήδιον 1).
Παράδοξον πως δεν χρησιμοποιείται η προβλεπόμενη από τον ΚΟΚ Πρόσθετη Πινακίς 5 με το σύμβολο της νιφάδος (βλ. μήδιον 2). Έτσι όμως δεν θα είχαμε το λήμμα μας.

Η φράσις μεταπήδησε εις σλανγκικήν και χρησιμοποιείται εις ποικίλας περιπτώσεις με την ίδια όμως προφορά: πολλά βαρύ εκφορά του «Αργά» (ελαφρώς παρατεταμένο το τονιζόμενο) -> παύση -> εκφορά του «Πάγος» και πάλι με παρατεταμένο το τονιζόμενο.

Η χρήση της γίνεται κυρίως σε τρεις περιπτώσεις:
1. κάποιος θέλει να βάλει «φρένο» (λόγω ή έργω) σε κάποιον άλλον (Παραδείγματα 1 και 2)
2. Αστεία/ειρωνικά ως σχόλιο για την ταχύτητα που έχει αναπτύξει κάποιος (σε στεριά ή θάλασσα).
3. Αν είσαι Αμερικανόβλαχος φορτηγατζής και πρωταγωνιστείς στο αμίμητο Iceroad Truckers (βλ. μήδι 4).

Υπό αυτή την έννοια, συνάδει με την χρήση της λέξης «πάγος» ως ανασταλτικόν γενικής χρήσεως όπως π.χ. παγόμουνο, «του βάζω πάγο» αλλά ουχί παγόβουνο και σπάω τον πάγο.

Αν αναρωτιέστε για την ελαφράν καθαρεύουσαν, έπιασα έναν παλιό ΚΟΚ για να βρω τις πινακίδες και μού 'μεινε...

  1. - Μεγάλε κάνεις στην άκρη γιατί βιάζομαι;
    - Αργά... Πάγος...

  2. - Μίμη τρέχα! Το παιδί είναι στην ακροθαλασσιά χωρίς μπρατσάκια!
    - Αργά... Πάγος Σούλα. Η θάλασσα είναι 10cm βαθιά...

  3. - Κοίτα να μαθαίνεις πως πάνε γρήγορα το αμάξι ρε μαλάκα!
    - Ναι, αργά... πάγος! Κόψε το Warp Drive μη σκοτωθούμε με τα 40 που πηγαίνεις ηλίθιε... μεθαύριο θα φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα άκρα άωτα της λεξιπενίας που μαστίζει τη γενιά μας (φευ! αλί!, αμπντούλ μου κλπ).

Ο ποιητής θέλει συνήθως να χαρακτηρίσει την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από κάποιο χαρακτηριστικό γεγονός που συνέβη. Ειδικά, εάν δεν θυμάται πότε ακριβώς συνέβη, τότε ώρες, λεπτά, μέρες, χρόνια και λοιπές χρονικές μονάδες μπορούν κάλλιστα να τσουβαλιαστούν υπό τον γενικό όρο-ομπρέλλα: «τέτοια».

Ακριβές συνώνυμο, η μελλοντολογικής χρήσης λέξη «τέρμινα».

Διότι, ως γνωστόν... «τέτοια» saves (όπως καθετί αόριστο)...

- Ρε, Ζουζουνίτα, τι θα γίνει; Θα μας στείλουν καμιά ώρα τους φακέλλους με τις προσφορές;
- Άσε ρε, τους έχω πάρει χίλια τηλέφωνα, τους έστειλα μέηλ... Εδώ και κάτι τέτοια τους κυνηγάω... Clients Meints

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σε έντυπα λεξικά δεν το βρήκα, στο ίντερνετ το βρήκα ως ντοπιολαλιά της Aρκαδίας που σημαίνει αγράμματος, άξεστος. Κυρίως με αυτή τη σημασία το έχω ακούσει και γω.

Υποθέτω πως το ντουβλούκι, με την κυριολεκτική του σημασία, είναι κάτι σαν ξύλο (απελέκητο...), κούτσουρο, γκουμούτσα κττ. Αν όμως κάποιος ξέρει από πού προέρχεται η λέξη (τούρκικα; αλβανικά; άλλο;) και τι σημαίνει, θα βοηθήσει λίγο το πράμα...

  1. Όμως χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο των λέξεων κουλό, τούβλο (2ος ορισμός) ή της κακιάς και αναπάντεχης είδησης («μου ήρθε κεραμίδα») κλπ.
  1. Kαλημέρα :) Πάντοτε απορούσα από πού βγαίνει το ντουβλούκι...χαχαχ μαρεσει ηχητικά η λεξη αυτή, δεν την ηξερα, την ακουσα από μια μητέρα κάποτε....πλάκα δεν έχει;
    (για το παιδί της την έλεγε!)
    από το ιντερνέτι

  2. - Τι νέα;
    - Κάθεσαι;
    - ;;;
    - Κάτσε λοιπόν, να ακούσεις το ντουβλούκι που έσκασε σήμερα...

(από joe909, 04/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδού μια όσο σύντομη γίνεται, υποκειμενική και σίγουρα γεμάτη ελλείψεις αναλυσούλα:

Ο Ρομαντισμός (χοντρικά: τέλη 18ου αι.) είναι ένα καλλιτεχνικό ρεύμα που υπέστη κατά τον 20ό αιώνα -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεγάλη υποτίμηση, παρά την ψευδο-επιστροφή σε αυτόν, και παρά την μέχρι στιγμής αδιάκοπη (αν και όχι εύκολα ορατή) επιρροή του σε μεγάλες στιγμές της σύγχρονης τέχνης.

Η οριστική και αμετάκλητη υποτίμησή του επήλθε με τα απανωτά σοκ που πέρασε ο δυτικός κόσμος κατά το πρώτο μισό του 20ού: τους δύο παγκόσμιους πολέμους, την Οκτωβριανή επανάσταση, την πτώση των αυτοκρατοριών και την κατάπτωση της θρησκείας, σοκ τα οποία τον προσγείωσαν απότομα στην ωμή ζωή, πάνω που ανθούσε η παλιά καθεστηκυία κατάσταση πραγμάτων (με όλα της τα πλην αλλά και τα συν), γκραν φινάλε της οποίας υπήρξε η Μπελ Επόκ.

Τα σοκ αυτά, μαζί με άλλους παράγοντες, έθεσαν υπό απόλυτη αμφισβήτηση τις αξίες του δυτικού πολιτισμού, εδραιώνοντας, συγχρόνως, την νεότερη εποχή. Όμως ο ρομαντισμός (που κατά τη γνώμη μου, όσο ακραίο και να ακούγεται αυτό, ελλοχεύει ακόμα και σε ωμά μοντέρνα κινήματα σαν τους αξιονιστές) ήταν ένα σπουδαίο -αν και πολύ συχνά υπερβολικό- κίνημα, που εξέφρασε την πρώτη στην ιστορία του ανθρώπου νοσταλγία για τη φύση και τις αγνές ανθρώπινες σχέσεις. Κι αυτό γιατί ο άνθρωπος είχε πια εγκατασταθεί για τα καλά στις πόλεις: η ζωή του και η σχέση του με τον συνάνθρωπο άλλαξε προς αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα. Ως προς αυτή την διάθεσή του, ο ρομαντισμός είναι το πρώτο νεωτεριστικό κίνημα.

Επειδή είχε μεγάλη πέραση στην εποχή του, κακοποιήθηκε αργότερα -όπως οτιδήποτε έχει γνωρίσει επιτυχία με την αξία του σε αυτόν τον ντουνιά. Και ήταν εύκολο θύμα γιατί, σε πρώτη ανάγνωση, ο ρομαντισμός δείχνει «εύπεπτος». Το βάθος του εκφράζεται με μέσο την θλίψη και την γλυκιά μελαγχολία και όχι την ωμότητα ή τη βία.

Η κακοποίησή του συνίσταται στην κακέκτυπη απομίμησή του, η οποία είναι αυτό που λέμε «ρομαντζούρα». Πλην αλλ' όμως, όσοι (οι περισσότεροι δηλαδή) απαξίωσαν στα νεότερα χρόνια να εντρυφήσουν στον ρομαντισμό και τον προσπέρασαν κατευθείαν, αντιμετωπίζοντάς τον υποτιμητικά, ακριβώς λοιπόν επειδή ποτέ δεν τον γνώρισαν σε βάθος, αποφάσισαν πως οποιαδήποτε ρομαντζούρα είναι το ίδιο και το αυτό με τον καθαρόαιμο ρομαντισμό, άρα τον απέρριψαν -και τον απορρίπτουν ακόμα- ως ρομαντζούρα και τον ίδιο.

Όσα τρωτά σημεία και να έχει το Ρομαντικό κίνημα (τα οποία, προσωπικά, εντοπίζω περισσότερο στη ζωγραφική του, λιγότερο στη λογοτεχνία του και ακόμα λιγότερο στη μουσική του), η πλήρης απαξίωσή του είναι μια καθαρά κομπλεξική και βιαστική αντιμετώπιση, που πηγάζει από ταμπού ταξικοκοινωνικής φύσης, κττμγ.

Υπάρχουν όμως ρομαντζούρες. Είναι, για να μιλήσουμε για σημερινά πράγματα, οι new age κιέτσ' μουσικές που χαρακτηρίζονται ως σούπες. Είναι τα μυθιστορήματα τύπου άρλεκιν και το 70% της σημερινής παγκόσμιας «λογοτεχνικής» παραγωγής. Είναι οι πίνακες του Μπομπ Ρος. Είναι δηλαδή το κιτς ή η ξεπέτα που φέρει και εκμεταλλεύεται κάποια στοιχεία ρομαντικά για να ξεγελάσει αφενός τον αδαή, αφεδύο τον με στεγανά και στερεότυπα κριτή.

Κατά το «ρομαντζούρα» πάει και η κλασικούρα, η γενικούρα, κλπ.

Δύο παραδείγματα όπου τα πράγματα είναι εντελώς τελείως ανάποδα και παρεξηγημένα:

  1. - Σ΄αρέσει ο Σοπέν;
    - Αμάν ρε φίλο, ξεκόλλα με αυτές τις ρομαντζούρες πια...

  2. - Σ' αρέσει ο Μπομπ Ρος;
    - Αχ ναι, είναι πολύ ρομαντικά τα τοπία του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή δίνω πρέσσα.

Κυριολεκτικά, εκφωνείται σε περιπτώσεις όπου ανοίγω την στρόφιγγα του αγωγού για να επιταχύνω τη ροή και να αυξήσω την παροχή του ρευστού, επομένως και την πίεση στη διατομή του αγωγού.

Στην καθομιλουμένη, όμως, μπορεί να έχει πλείστες άλλες χρήσεις, όπως,

  • επιστρατεύω όλες τις εγκεφαλικές δυνάμεις που μου έχουν απομείνει προκειμένου να ολοκληρώσω μία εργασία,
  • επιταχύνω την εργασία μου ώστε να προλάβω το ραπόρτο προ της δεδομένης προθεσμίας,
  • τεντώνομαι προκειμένου να μπορώ να αγγαρειομαχήσω με αξιώσεις, ως φανταρική λειτουργία,
  • πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα ώστε να προλάβω να βγάλω κάποια ύλη μέχρι αύριο που δίνω μάθημα.

    Γενικά, κολλάει σε οριακές καταστάσεις όπου συντρέχουν λόγοι «αύξησης της ροής» εργασίας, πληροφορίας κουλουπού...

- Ρε φίλε; Δε μαζευόμαστε το βραδάκι να δώσουμε λίγη πίεση μπας και βγάλουμε δυο-τρία κεφάλαια μέχρι αύριο; Δε χάνουμε τίποτα... -Πω ρε μαν, νωρίς το θυμηθήκαμε και φέτο... Δε γ...ται; Και τα υπόλοιπα πρωί-πρωί τα χτυπάμε μια σμίκρυνση. Οκ, θα σκάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified