Further tags

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για την -κατά κύριο λόγο- ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η συγκεκριμένη ομάδα έχει κατηγορηθεί από το σύνολο των φιλάθλων για οικονομικές και άλλου είδους ελαφρύνσεις από τις εκάστοτε κυβερνήσεις όπως διαγραφές χρεών, «δανεικά και αγύριστα», «στραβά μάτια» σε παράνομες μεταγραφές, μη επιβολές ποινών και πάμπολλες ακόμα παρόμοιες πράξεις. Η ιστορία, όπως αναφέρουν, ξεκινάει από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της ομάδας του Ολυμπιακού Πειραιώς και καταλήγει μέχρι και στις μέρες μας.

Παρ' όλ' αυτά όμως πιστεύω πως ο χαρακτηρισμός εδραιώθηκε κυρίως κατά το τέλος του 80' όταν τα ηνία της διοίκησης του Ολυμπιακού πήρε στα χέρια του ο Γιώργος Κοσκωτάς, το όνομα του οποίου συνδέθηκε λίγο αργότερα με απάτες σε βάρος του ελληνικού δημοσίου και εμπλεκόμενους αρκετούς υπουργούς της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και του ίδιου του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.

Έτσι, με όλες αυτές τις άμεσες βοήθειες και διευκολύνσεις των κυβερνήσεων, συνειρμικά η ομάδα του Ολυμπιακού Πειραιώς άρχισε να θεωρείται ως ομάδα του ελληνικού δημοσίου και οι παίχτες της ως δημόσιοι υπάλληλοι.

Άλλοι χαρακτηρισμοί: γκέι (από το gayρος), θρήνος και βοθρύλος (σε απάντηση του επίσημου θρύλος), έφηβος, γαύρος (κλασικό) αλλά και το χαρντκόρ απόγονος του Στόλου.

Η ομάδα του δημοσίου, την οποία καλούμαστε να σκίσουμε την Κυριακή, είναι ότι πιο βρόμικο στο χώρο του ποδοσφαίρου έχει να επιδείξει αυτός ο τόπος και όλα τα Βαλκάνια γενικότερα. (από νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν υπάρχει αμηχανία στην ατμόσφαιρα και καθόμαστε και δεν ξέρουμε τι να πούμε.

Ε πώς θες να είμαστε; Μετά το γκολ στο 89 καθόμαστε εδώ σαν τις χεσμένες συμπεθέρες. Πέρνα αργότερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νταραβέρι (κυρίως ουσιώνε) στα ποδανά.

Το λήμμαν δεν δίνει γουγλοχτυπήματα αλλά καταγράφεται στο Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) ως εμβληματική ναρκοσλανγκιά.

- Ζειπαί ποτατί με τον Καυλαγόρα και κλιζιτρεί; Τον πάνε παπί-λοκώ στη λειαδού; Πήρε τον λοσπού από καμιά λατσού μεναγκό; Έχασε γκαφρά σε κακό ραβεριντά;
- Όχι, διάβασε στο σλανγκρρ λήμμα για τον Ντερριντά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτική, τέχνασμα, πρόσωπο ή γεγονός που ελκύει ψήφους με (υποτίθεται) ακαταμάχητο τρόπο. Κάτι αντίστοιχο δηλαδή των μουνοπαγίδα, γκομενοπαγίδα, καυλοπαγίδα, πουτσοπαγίδα κ.τ.ό., αλλά στο πολιτικό επίπεδο. Λ.χ. ο διορισμός στο Δημόσιο για να φέρουμε ένα τυχαίο παράδειγμα.

Κάπως πιο φιλοσοφικά μπορεί να εννοήσει και γενικά το (μαζο)δημοκρατικό σύστημα που μας βάζει στο τριπάκι να ψηφίζουμε και να νομίζουμε ότι είμαστε κυρίαρχος λαός και αποφασίζουμε για την τύχη μας, και έτσι δεν κάνουμε άλλα πράγματα, όπως λ.χ. να επαναστατήσουμε λεωγωτώρα. Είναι η κατάσταση που περιγράφεται ως ότι ψηφίζω μια φορά στα τέσσερα χρόνια για να έχω το άλλοθι να είμαι καναπεδάκιας όλο τον άλλο καιρό. Σε αυτήν την περίπτωση ολόκληρο το σύστημα της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας ονομάζεται ψηφοπαγίδα ή μετωνυμικώς η κάλπη.

1.α. Επειδή το μοίρασμα χρημάτων και θέσεων αργομισθίας αποτελεί επιτυχημένη ψηφοπαγίδα, στο μοντέλο παραδόθηκε και η δεξιά, της οποίας ούτως ή άλλως η κυριότερη παράδοση ήταν το πελατειακό δούναι και λαβείν. Το μοντέλο της μεταπολίτευσης δημιούργησε μια κοινωνία που αγνοεί πως η βάση μιας βιώσιμης οικονομίας είναι ο ανταγωνιστικός ιδιωτικός τομέας. (Εδώ).

β. Την Τετάρτη που έρχεται ο Τσίπρας να τον πάρει η Διώτη να πάνε μια βόλτα και στον Τύρναβο. Έχει δεν έχει δημοτικό συμβούλιο, τζερτζελές θα γίνει... Άσε που θα’ ναι και ψηφοπαγίδα! (Εδώ).

  1. μοναδικός τρόπος αντίδρασης και αντίστασης είναι η πλήρης αποχή από τις εκλογές και την «ψηφοπαγίδα» που μας στήνουν κάθε τόσο. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

H αλλαξοκωλιά, το αμοιβαία επωφελές αλισβερίσι, το quid pro quo που λέγανε και οι αρχαίοι ημών λατίνοι.

Τα κινεζοτζαπόνια το προφέρουν αραξοκώλι.

1. «Υπάρχει δυστυχώς μια δικτατορία των μετρίων στην Ελλάδα, μια φοβερή αντινομία μεταξύ των απόγονων των αρχαίων Ελλήνων και των σημερινών μετρίων. Πώς συμβιβάζεται αυτό δεν ξέρω, είναι γόρδιος δεσμός. Δυστυχώς στο χώρο του τραγουδιού είναι άφθονος. Βλέπει τ'όνομά του και παθαίνει ονείρωξη ο άλλος, τι να πεις». Ξεσπάει, «είναι το αλλαξοκώλι των εταιρειών δίσκων και των τραγουδιστών...»

2.
Κομμάτι του Ελληνισμού είναι και η Κύπρος και ο ξεβράκωτος πολιτικός λόγος που ακούγεται δεν βοηθά σε τίποτε γιατί μιά μέρα θα ξεσπάσει και εδώ κάτι αν δεν δωθούν απαντήσεις στα σκάνδαλα του Χρηματιστηρίου,το άδικο χαμό των 121 συνανθρώπων μας,τις κάμερες,τα ελικόπτερα,τις μίζες,το Γενικό Νοσοκομείο,τον ξυλοδαρμό των φοιτητών απο την αστυνομία,την κάλυψη των εγκληματικών στοιχείων,αν δεν σταματήσει το αλληλοχαίδευμα των εφημερίδων,των καναλιών και το αλλαξοκώλι των δημοσιοκάφρων.

3.
Ο μπαμπάς του Γιωργάκη εφηύρε το αλλαξοκώλι του δημοσίου και τις πρόωρες συνταξιοδοτήσεις για να βολεύονται ακόμα περισσότεροι «πρασινο»-φρουροί.

(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βαρυψώλης φοριέται με τρεις τρόπους:

Εκ του βαρύς και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ψώλης.

1. - Ο νωντας ειναι μικροψωλης αλλα βαρυψωλης.
- πού το ξες;
- Την κραταει οταν κατουρα...τι ρωτας και συ ρε;

2. - Πιπάκι στον κώλο μας δεν μπαίνει αν δεν το αφήσουμε εμείς πρώτα. Και αν θέλει να σου μπεί, όσο και να πηγαίνεις τοίχο τοίχο θα στονΕ φορέσουν.
Είπα να μην μπούν γιατί ΞΕΡΩ ότι αν μπούν γνωστοί δικοί μου αβέρτα και λένε και υποστηρίζουν εμένα, θα γίνει αυτό που έγινε και θα λέτε ήρθαν οι απο κεί και υποστηρίζουν τον μήτσο ενω ο αλίμονος ο μουσικάντης δεν έχει κανένα. Φαστέν; - φαστεν οχι αλλα βαρεθηκα. εκτος αν μπει ο βαρυψωλης που θα με γαμησει, θελω δε θελω, και τοτε θα κανω το παν να τον νευριασω

3.
Ο βαρυψώλτς μίαν γαμεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Επαγγελματική αργκό. Με την εναλλαγή κυβερνήσεων, τα ιδιαίτερα οδοντωτά κομματόσκυλα-στελέχη κρατικών τραπεζώνε, ΔΕΚΟ και λοιπών παρακρατικών οργανισμώνε παίρνουν προαγωγή (συνήθως με κάποιο ανύπαρκτο διευθυντικό τίτλο τ. Διευθυντής Σχεδιασμού Αθιγγανικής Πολεοδομίας) και παροπλίζονται ως χρυσοί έφεδροι.

Οι εν λόγω λεβέντες παρκάρονται στα λεγόμενα ψυγεία, όπου εμφανίζονται φού και φού, σερφάρουν στο φατσομπούκι, ανεβάζουν κάνα λήμμαν στο σλανγκρρ, πίνουν φραπέ, ξύνουν τ' αρχίδια τους και κατά βάθος ανησυχούν μην αλλάξει η κυβέρνηση και αναγκαστούν να αναλάβουν θέση με ευθύνες.

Το σουτ είναι εξόχως διφορούμενο: εκτός από «σουτάρισμα» υπονοεί και «τσίμπα την αργομισθία και μη λες πολλά-πολλά».

- Συγχαρητήρια Πέρι, έμαθα ότι προήχθης σε Διευθυντή Υποσαχάριων Μελετών στην Εθνική Τράπεζα.
- Πέρνα από το γραφείο μου στην Αιόλου να παίξουμε τάβλι.
- ΟΚ, θα φορέσω και παλτό μη πάθω καμιά ψύξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το να είναι κάποιος πάρα πολύ γαμιστερός.

  1. Θα ήθελα πολύ να είχα το χιούμορ, το γοητευτικό του χαμόγελο, τη σωματάρα του και γενικά τη γαμιστερότητά του.

  2. Και μόνο στην ιδέα της γαμιστερότητας αυτής της σκέψης, κλαίω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified