Further tags

Παμπάλαια μάγκικη έκφραση, που επιβιώνει ως απειλή σε καβγάδες συνήθως συνταξιούχων. Συναντάται και ως σεντεγκλέρια. Τί σκατά είναι όμως το σιντεγκλέρι / σεντεγκλέρι; Και γιατί τραβιούνται; Έλαμου, ντε.

Αφού έσπασα το κεφάλι μου, προκρίνοντας τούρκικη προέλευση (sinek-sinekler = μύγα-μύγες) άρα τραβιέμαι/τσακώνομαι «σαν τις μύγες», κατά την τούρκικη παροιμία, βλ. και τούρκικη μετάφραση Sineklerin Tanrisi = Lord of the Flies (William Golding 1954), ο δαιμόνιος Μπετατζής μου επέστησε την προσοχή, στην μορφή σαντικλέρι, διότι κάπου ανακάλυψε στη νεοελληνική λογοτεχνία την λέξη αυτή ως γυναικείο κοκαλάκι για τα μαλλιά.

Επίσης, υπάρχει Μη Κερδοσκοπικό Σωματείο www.santikleri.gr στην πόλη του Βόλου.

Φτου κι απ’ την αρχή.

Πάμε στους φρατέλλους μας λοιπόν.

Υπάρχει και μια σύγχυση με την γαλλική λέξη Santéclair = καλή υγεία / ευζωία και την ρουμανική Santicler = ένα γλυκό με αβγό, ζάχαρη κι αλεύρι.

Υπάρχει όμως κι η φραγκισκανή Αγία Κλαίρη της Ασσίζης (1194-1253) ή Saint Clair[e] ή Σάντα Κλάρα ή Κιάρα (εξού και το επώνυμο Sinclair), ιδρύτρια του Τάγματος της Πενίας των Γυναικών, η οποία inter alia, λατρεύεται ως πατρόνα των διακριτών συντεχνιών (guilds) των χρυσοχόων (goldsmiths) και των διακοσμητών επίχρυσων αντικειμένων (gilders).

Η Αγία Κλαίρη λοιπόν, στην Καθολική αγιογραφία, εικονίζεται να κουβαλάει πάνω της ένα φυλαχτό (monstrance < λατ. monstrare = επιδεικνύω ή pyx < pyxis < ελ. πυξίς = ξύλινο κουτί/δοχείο), το οποίο περιείχε το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου.
Τούτο προς ανάμνηση της θρυλούμενης εκδίωξης των στρατιωτών του Φρειδερίκου του ΙΙ Χόχενστάουφεν, με την Επίδειξη-Έκθεση της Θείας Μετάληψης προς αυτούς, ενώ προσεύχονταν γονυκλινής (ποιος ξέρει τί παίχτηκε)...

Μάλιστα, στην Αγγλία ακόμα και σήμερα εφαρμόζεται ένα ιδιότυπο δικαστήριο για το Trial of the Pyx, δηλ. την εξακρίβωση-πιστοποίηση της περιεκτικότητας των νομισμάτων της Βασιλικής Μήτρας σε συγκεκριμένα και αποδεκτά μέταλλα.

Τέτοια φυλαχτά με Σώμα & Αίμα είτε σε μορφή στρογγυλού μεταλλικού μενταγιόν είτε ως μικρά ξύλινα ή μεταλλικά κουτάκια (τα οποία έσερναν μαζί τους σε μια δερμάτινη τσάντα [burse]), είχαν πάντοτε μαζί τους οι Δυτικοί ιερωμένοι, προκειμένου να τελέσουν το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, εις όφελος όσων λόγω π.χ. ασθενείας ή φυλάκισης, αδυνατούσαν να προσέλθουν σε ναό.

Εξ άλλου και σήμερα πολλοί πιστοί έχουν μαζί τους ένα φυλαχτό μ’ ένα μικρό κομμάτι από original Τίμιο Ξύλο, που το γράφει στην ούγια και πωλείται σε ελάχιστες ποσότητες (για να φτάσει για όλους). Οπότε ο Ζωρζ Πιλαλί, μάλλον υπερέβαλε λιγάκι, όταν σε κάποια μωραϊτο-αμερικάνικη πρόζα του, περιέγραψε την φάση όπου καλούσε τη γκόμενα ν’ αράξει στον καναπέ του, που ήτανε ολάκερος από Τίμιο Ξύλο (σμιλεμένος στο χέρι)!

Αν ισχύουν όλ’ αυτά, εδώ στην έκφραση έχουμε το ρήμα «τραβιέμαι», με την κυριολεκτική έννοια (τραβολογάω-ώ-ιέμαι), δεδομένου ότι στους καβγάδες, το πρώτο πράγμα που σηματοδοτεί πάλη, ήταν να βουτήξει ο ένας τον άλλο απ’ τα πέτα (βλ. έκφραση «ήρθαμε πέτο με πέτο») ή απ’ το σταυρό-φυλαχτό κλπ, ενώ κατά τις ιστορικές λεηλασίες ή ακόμα και σήμερα ληστείες, το πρώτο πράγμα που διαρπάζεται-κόβεται με την βία είναι τυχόν πολύτιμο κόσμημα στο στήθος (πολλές φορές πάνω στη φούρια κόβονταν και αυτιά που φορούσαν σκουλαρίκια! – Σ.Σ. το ίδιο κάνουν σήμερα τα σεπτά όργανα της Τάξης, όταν διενεργούν την προβληματικής συνταγματικότητας «εξακρίβωση» ή «προσαγωγή υπόπτου», όταν ο «ύποπτος» δηλ. κανας 20άχρονος φοράει σκουλαρίκια = τον τραβάνε απ’ το σκουλαρίκι με πίκα, έτσι, να πονέσει ο πούστης) και όχι η μεταφορική έννοια τραβιέμαι = ταλαιπωρούμαι, κάνω μακρά οδοιπορικά, έχω μπλεξίματα («τραβηχτικές») κλπ.

Την λέξη σαντικλέρι = φυλαχτό, διακοσμητικό, τιτριμίδι, στολίδι για τα μαλλιά, την απαντά κανείς και σήμερα (κομμάτι περιορισμένα όμως λόγω παλαιότητας) στα παρ’ ημίν εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας.

Άλλωστε, τα επιστήθια -και μη- στολίδια είχαν διάφορα είδη και ονόματα (φυλαχτά, εγκόλπια/γκό[ρ-λ]φια, χαϊμαλιά, κιουστέκια, τρέμολα, σπίλες, σπλίγγες, ξελίτσια, καμπάνες, καράβελα, πρεπενδούλια, κριτσάπια, μποτόνια, αμπράκαμοι, κωνσταντινάτα / κωσταντιά-ντινά, βενετιά, διμισκιά κλπ), αναλόγως προς την εξάρτηση-συνάφεια των τεχνιτών με την Δύση ή την Ανατολή (π.χ. το ισνάφι τους λέγονταν ελ. χρυσικοί ή ιταλ. τζογιελιέρηδες ή τουρκ. κουγιουμτζήδες/κοϊμτσήδες/κοεμτζήδες ή αραβ. τζιοβαερτζήδες). Μύλος...

Έπειτα, ας μην ξενίζει η «έκπτωση» λατρευτικού αντικειμένου σε διακοσμητικούς χαριεντισμούς. Το καθ’ ημάς κομπολόι, ελάχιστα χρησιμοποιείται στα καφενεία ως ροζάριο...

Αν η έκφραση προήλθε κατ’ ευθείαν από την χρήση ως διακοσμητικό της γυναικείας κώμης, τότε για την σημασία της δεν χρειάζεται να πάμε μακριά... (βλ. μαδομούνι, ήρθαμε μαλλί με μαλλί / εξτένσιον με εξτένσιον, γατοκαβγάς κλπ).

Αυτήν την ερμηνεία μπορώ ν’ ανασυνθέσω προς το παρόν, μέχρι να εμφανισθεί κανάς επιστήμων από την Γαλλία, που να τα’ χει πεί πρωτύτερα και να’ ναι πιο προικισμένος...

- Τσιμπάς ζάρι λέμε! Απ’ το σπίτι σου τα 'φερες;
- Εγώ; Να στραβωθώ! Να με πάνε δεμένο στον Άγιο! Μα τη Μπαναΐα όχι!
- Βρε ακούς εκεί που σου λέω; Παίζε καθαρά, για θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεγκλέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χάπι βαρβιτουρικό / ηρεμιστικό ή χάπι / σιρόπι κωδεϊνούχο / αντιβηχικό, ως εκ της αποχαυνωτικής του επιδράσεως.

- Ρε συ τι έπαθε ο Σάκης κι ήτανε σαν φάντασμα; - Ε πλακώθηκε στους υπναρούληδες πάλι, τι να πάθει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το γυφτιλίκι, το γκεϊλίκι και η εξουσία που ασκείται μέσω αυτών.

  2. Κάτι σαν το γκεϊμπέκικο, αλλά με στοιχεία τσιφτετελιού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλείψιμο, είτε με τη μεταφορική έννοια, είτε με την κυριολεκτική.

Πολύ κωλογλείφτης ο φίλος σου, ε; Όλο γλειφτετέλια είναι. Πες του να τη κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αντίτιμο του επί χρήμασι γαμησιού.
Εξαρτάται από το τι γούστα θα βγάλει ο γαμιάς, το μπάνικον της εμφάνισής του, αλλά και την πιάτσα (ας είναι και τηλεφωνική ή νετική) όπου γίνεται το κονέ. Επίσης, το πλήθος, τα προσόντα, η ηλικία και το φύλλο των νταλαβεριζόμενων, όπως και ο γαμιστρώνας παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Επειδή το γαμήσι είναι πολυσήμαντο, οι εποχές στριμόκωλες και το τζάμπα πέθανε, ακούγεται αγανακτισμένα όπου εκμετάλλευση.

Σε σύγκριση, το κλασικό γαμησιάτικα ακούγεται ανάλαφρος μπαμπαδισμός.

Συναντάται κι ως γάμιστρο.

  1. Ένα εικοσιπεντάρι το γάμιστρο, ενώ οι πιο άσχημες και ηλικιωμένες κατεβαίνουν και στο δεκάρικο. Στο ισόγειο υπάρχει το καφενεδάκι για τους νταβατζήδες. Αυτοί όλη μέρα μπεκρουλιάζουν και δέρνουν τις γυναίκες τους. Στο πάνω πάτωμα στεγάζεται η Αστυνομία. Μια ομάδα αστυφυλάκων με υπαστυνόμο. Υποτίθεται πως προστατεύουν τις γυναίκες από πελάτες και προαγωγούς.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Η αληθινή, δεν κυβέρνησε ποτέ. (αναφέρεται στη «γενιά του Πολυτεχνείου») Αυτοί που καπηλεύονται το Πολυτεχνείο από την άλλη φόρεσαν ζιβάγκο και τα μάμησαν όλα για 20+χρόνια για να αναλάβουν οι άλλοι και να μας ζητήσουν και τα....γάμηστρα!

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως υποτιμητικός όρος και υβριστικά.

Στην κυριολεκτική του έννοια σημαίνει «πανί για το μουνί», δηλαδή σερβιέτα.

- Άντε φύγε από 'δω ρε μουνόπανο !

- Άμα σας πετύχουμε μετά το μάθημα ρε μουνόπανα, θα σας γαμήσουμε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υποθήκη. Λέγεται για ακίνητα τα οποία είναι υποθηκευμένα. Ουσιαστικά, ο πλήρης όρος είναι οικονομικό βάρος. Αλλά έμεινε να λέγεται σκέτο «βάρος».

- Και γιατί δεν πουλάς το κτήμα ρε;
- Γιατί έχει βάρος. Πρέπει να βρω αγοραστή, να καθαρίσει, να πάρω τα υπόλοιπα, ή να τα πάρω κασαδούρα, και να μεταφέρω το βάρος σε άλλο ακίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άμα είσαι μιας κάποιας ηλικίας, τότε παιχνιδομηχανές, κονσόλες, πλέη-στέησον, ιξμπόξ, γουί και λοιπά μεταγενέστερα των ογδόνταζ μπλιμπλίκια για σένα θα ονομάζονται πάντα ατάρι.

Γιατί είναι εξωτική-ψαρωτική ονομασία, γιατί το θυμάσαι από το «πατάρι»(που βρίσκεται τα τελευταία είκοσι χρόνια) και γιατί μπάσει περιπτώσει, κατάλαβες τι εννοώ, αυτό που το βάνεις στην τηλεόραση και παίζεις.


  1. - Τι του πήρες του μικρού για τα γενέθλια;
    - Ένα ατάρι από αυτά τα μαύρα. Το άσπρο ήταν πιο φτηνό αλλά δεν έβγαζα άκρη μαζί του.
    - Έχει βγάλει ένα κι η νιτέντο.
    - Ατάρι;
    - Ναι (άντε γεια).


  2. - Δε μου λες, δεν κλείνεις το ατάρι να ανοίξεις κάνα βιβλίο;
    - Το ποιο;
    - Με δουλεύει κιόλας το μαλακιασμένο...


  3. - Μωρ’ τι μαλάκας είναι τούτος; Που σταδιάλα τον βρήκατε και τον βάλατε αρχηγό;
    - Να τον αφήσεις ήσυχο τον Τζέφρι. Τον είδαμε και τον χοντρό, όλη μέρα καβάλα στο ατάρι...
    - (Τρίτος πετάγεται) Πάλι για ποδοσφαιρικά μιλάτε; θα σας αλλάξω θρανίο.

η γλύκα του να κάνεις τίποτα (από vanias, 14/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τουαλέτα.

Κατ' αρχήν, αποτελεί μια μπανεύκολη μεταφορά της χεζοσλάνγκ ότι το ψηφίζω ή ρίχνω (μια) ψήφο σημαίνει χέζωκατουρώ ή και γαμώ), συναφώς προς πολυάριθμες άλλες μεταφορές, όπως στέλνω φαξ, εξοφλώ γραμμάτιο, ρίχνω τον οβολό μου κ.τ.ό. Οπότε κάλπη είναι η λεκάνη της τουαλέτας ή όλο το δωμάτιο.

Εδώ, όμως, με ενδιαφέρει ο όρος ως ανήκων στο ιδίωμα των επ' εσχάτοις αγανακτισμένων άκα αγανακτίστας που πλατειάζουν τον τελευταίο καιρό στις πλατείες των πόλεων και προαστίων και δη στην Πλατεία Συντάγματος. Στο ιδίωμα τους, λοιπόν, κάλπη είναι ειδικά η μεταφερόμενη χημική τουαλέτα, που στήνεται σε χώρο κατάληψης από σκηνίτες αγωνιστές. Στο Σύνταγμα λ.χ. οι κάλπες έχουν τοποθετηθεί στην δυτική και ανατολική πλευρά της Πλατείας.

Ο όρος, επομένως, σκοπεύει ειδικά να απαξιώσει την ψήφο μέσα στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που έχει εκτραπεί σε κομματοκρατία ή και σε έξωθεν συναινεσοκρατία, όπου το να ψηφίζεις τον ένα ή τον άλλο δεν είναι δραστικά πιο χρήσιμο από το να χέζεις (μάλλον λιγότερο αφού το χέσιμο είναι τουλάχιστον μια αναγκαία βιολογική λειτουργία που προσφέρει και κάποια ηδονjή). Σε αυτό το είδος ψήφου-σκατού αντιπαραβάλλεται βεβαίως βεβαίως η ψήφος στο πλαίσιο αμεσοδημοκρατίας, που για πολλούς αγανακτησοπατέρες αποτελεί την μοναδική αξιοπρεπή ψήφο. Εξάλλου, η σχετικά εύκολη μετακινησιμότητα των φορητών τουαλετών τις προσομοιάζει σε κάλπες: οι μεν στήνονται σε χώρους κατάληψης για τις ανάγκες των αμεσοδημοκρατών, οι δε στήνονται σε εκλογικά κέντρα για τις ανάγκες των εμμεσοδημοκρατών.

Όσοι έχουν ζήσει τις κάλπες (με την σλανγκ σημασία), τις έχουν ζωηρά εντυπωμένες στην οσφραντική μνήμη τους ως μια αύρα καταληψίλας, δηλαδή σκατίλας ματαίως διηθημένης από άγνωστες χημικές ουσίες. Πιθανολογώ, βέβαια, ότι αυτή η σημασία της κάλπης είναι πολύ πιο παλιά από τους Αγανακτισμένους και έχει να κάνει γενικά με φορητές τουαλέτες που μεταφέρονται σε χώρους κατειλημμένους από κριτικούς προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία ιδεολόγους.

- Τι έγινε, φίλος, να ψηφίσεις πας; Δεν θα στο πρότεινα, οι ανδρικές κάλπες ζέχνουν τόσο που χρειάζεσαι μάσκα με φίλτρο για να μπεις μέσα...
- Καλά, πάω τότε να ψηφίσω στα Μακντόναλντς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι ή κάποιος που χαρακτηρίζεται από σύγχυση, ασυναρτησίες, λάθη, ανοησίες, κάτι ή κάποιος που είναι ό,τι να 'ναι.

Προκύπτει ως εξής: άλλα αντί άλλων > άλλ' αντ' άλλων > άλλ' αντ' άλλα· το τελευταίο, που έδωσε και το λήμμα, πρόκειται για αρχικά εσφαλμένη χρήση (το αντί σε παλαιοελληνικά συντασσόταν κανονικά με γενική), η οποία όμως επικράτησε –πολλοί μάλιστα γράφουν και άλλα ντάλα (για το συσχετισμό του με τη φράση της Παρασκευής το γάλα, δες στα σχόλια εκεί).

Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι πρόκειται για νεόκοπο σχηματισμό τύπου φαυλεπίφαυλος, και μάλιστα τείνει πράγματι να συμπεριφέρεται κλιτά, παρά την προέλευσή του (βλέπε παράδειγμα 5).

  1. Γκαντεμιά είναι...: να πέφτεις σε βλάκα και να σου γράφει αλλαντάλλα στο εισιτήριο σου και αντί να φεύγεις στις 9.10 (που τελικά ήταν ημερομηνία-λανθασμένη-) να φεύγεις στις 12 παρά δέκα και να γυρνάς πόσες ώρες φιτιλιασμένος (από φόρουμ)

  2. Δυστυχώς δεν έχω βρει ακόμα και (μάλλον δεν θα βρω) τρόπο έτσι ώστε το avi να εμπλέκεται / συνεργάζεται με κάποιο τρόπο με τον firefox, γιατί νομίζω πως για λόγους ασφάλειας το firefox δεν μπορεί να διαβάσει φακέλους που βρίσκονται στον σκληρό δίσκο (νομίζω, το ψάχνω) . Προς το παρόν χρειάζεται για να ακούς και να βλέπεις αυτό που μεταφράζεις, αλλιώς η μετάφραση θα είναι αλλαντάλλα. (από το γκρίκ ντιβιντί σαμπς)

  3. Αντί να χρησιμοποιήσω προσεκτικά τις έτοιμες σχέσεις για μερικώς βέλτιστη τραπεζοειδή - από της οποίας τη μόρφωση κρέμοταν ολοκληρη η άσκηση (ίδια γεωμετρικά μεγέθη κατάντη) - έβγαλα αλλαντάλλα... (και δεν μου έκανε καν κλικ ότι στη σύνθετη διατομή η ροή γινόταν στη μικρή κοίτη). (από εδώ)

  4. Ξέρω από ΕΓΚΥΡΗ ΠΗΓΗ ότι ο τύπος φεύγει αλλαντάλλα στα μέτρα και στο ρυθμό γενικά (φαίνεται και στα λάιβ αυτό) και βάζει όλη την ορχήστρα να ακολουθεί λέγοντας «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ Ο ΡΥΘΜΟΣ». (από φόρουμ, ο λόγος για τον Ακατονόμαστο)

  5. — Κι όμως φίλε μου... Βγαίνει ο παναθλιότατος εδώ και χρόνια και σε κάθε ευκαιρία κοκορεύεται για το πως ο ίδιος ήταν κοντά σε συμφωνία πριν του ρίξει ο Σαμαράς την κυβέρνηση! Όχι απλά ξεχνάμε... Ούτε καν θυμόμστε! Και μετά ζητάμε από τους Σκοπιανούς να θυμούνται... τι έγινε 2500 χρόνια πριν!
    — Καλά δεν έχεις και πολύ άδικο. Ότι είμαστε αλλαντάλλες, είμαστε...
    (από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified