Further tags

Σκωπτικός και περιπαικτικός χαρακτηρισμός για κλασικά ποδήλατά παλαιού τύπου.

Ευδοκίμησαν τις δεκαετίες '50 και '60, τότε που το ποδήλατο χρειαζόταν άδεια οδήγησης και πινακίδα κυκλοφορίας. Οι παππούδες ξέρουν αρκετά γι' αυτά. Η χρήση τους ήταν κυρίως επαγγελματική καθώς ήταν βασικό όχημα για οικοδόμους, μαρμαράδες, ψαράδες κ.α..

Ξεχώριζαν για την στιβαρή κατασκευή τους μιας και τα περισσότερα διέθεταν σκελετό από ατόφιο χάλυβα, για την άψογη ποιότητα κύλισης τέτοια που στις ευθείες «πηγαίνανε μόνα τους» και την απουσία προβλημάτων αφού τα λίγα κινούμενα μέρη που διέθεταν ήταν όλα προσβάσιμα και επισκευάσιμα.

Χαρακτηριστικά σημεία του ποδηλάτου είναι η δερμάτινη σέλα με ελατήρια, το μπροστινό φως με το δυναμό, τα φρένα που μεταδίδουνε την κίνηση στα παπουτσάκια με μεταλλικές βέργες (και όχι με συρματόσχοινο που είναι σήμερα) και τέλος το γενικότερα μεγάλο του μέγεθος που, σε συνδυασμό με την παλαιότητά του, υποθέτω πως δημιούργησαν το εν λόγω παρατσούκλι.

Μια φορα ειχα παει σε ενα ποδηλαταδικο να παρω κατι σαμπρελες....λεω στο νεαρο τι ηθελα και με ρωταει...«για καραβανα το θελετε ;» τσαντιστηκα!! δεν πηρα τιποτα και δεν ξαναπατεισα. Εχω ακουση να τα λενε ..ματραγκες..καραβανες..αστραχαν ακομα και ...νεκροφορες!! Πολυ ΑΔΙΚΟ για αυτους τους ηρωες, αυτα τα ποδηλατα ειναι σαν τον ελληνικο καφε ..σαν το ουζακι..το τσιπουρακι..αν το σκεφτειτε ειναι κοματι της ιστοριας μας.. (εδώ)

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 03/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρώμα μαλλιών που είναι υπερβολικά ξανοιγμένα, σε βαθμό που φαίνονται ξεβαμμένα σαν από χλωρίνη.

Λέγεται και για το χρώμα του δέρματος ή άλλου αντικειμένου, που κείνται στο ίδιο χλωμό εύρος.

Έχει μάλλον υποτιμητική χροιά.

  1. Από εδώ:

Τα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ντύσιμό της: Σατεν, γυαλιστερο, ξωβυζο, μινι, ΠΟΛΥ ρουζ ΠΟΛΥ κονσιλερ ΠΟΛΥ make up γενικότερα, ξασμένο μαλλί χλωρινέ, και λουλούδια στο κεφάλι που φοράνε κοριτσάκια δημοτικού.

  1. Από εδώ:

- Γουστάρεις κι εσύ πάλευκα κωλαράκια χλωρινέ; - χαχαχα ναιι

  1. Από εδώ:

θα πρέπει ίσως να γίνουν λίγο σκουρότερα. Mην ανεβάσετε τον κορεσμό του χρώματος διότι θα γίνει χλωρινέ κυλοτί. Λίγο να κατεβάσετε την φωτεινότητα στα πολύ ανοιχτά χρώματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Το δέντρο Φτελιά ή Πτελέα.

Ο Καραγάτσης πήρε αυτό το ψευδώνυμο επειδή συνήθιζε να διαβάζει κάτω από μια φτελιά.

Ανάμεσα σε δύο από αυτά τα καραγάτσια (από knasos, 06/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κοίλο κάτοπτρο που συγκεντρώνει τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα που έρχονται από ραδιοτηλεοπτικούς δορυφόρους, οι οποίοι κινούνται πάνω από τη γη, και τα ανακλά / κατευθύνει σε μια συσκευή τοποθετημένη πάνω του. Όλο αυτό συνδέεται με την τηλεορασούλα μας και απολαμβάνουμε ξένα κανάλια και το βλέμμα μας ανασαίνει.

Λέγεται έτσι λόγω του σχήματός του. Διατίθεται σε χρώμα γκρι, σιμπιζάκι και καφέ.

Συνεκδοχικά, λέμε πιάτο και την δορυφορική τηλεόραση γενικά.

  1. Στης ακρίβειας τον καιρό έβαλα πιάτο και εγώ...(όλα τα χα αυτό με μάρανε....)

  2. Έβαλα πιάτο πρίν 2 χρόνια: 1.2 μέτρα με 2 lnb για Hotbird, Astra, γύρω στα 140ε τα υλικά & 60ε η εργασία. Τους δύο συγκεκριμένους δορυφόρους πρέπει να τους βάλεις οπωσδήποτε, έχουν πολλά κανάλια και οι δυο μαζί, και το κόστος δεν έχει μεγάλη διαφορά από το να βάλεις τον έναν (ή μικρότερο πιάτο).

(από Khan, 08/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που θυμίζει κουφέτο ως προς τη γεύση ή το χρώμα ή το μέγεθος ή όλα μαζί.

  2. Ο ρομαντικός με την έννοια του παραμυθένιου, του ψεύτικου.

  3. Ο εξαιρετικά καλοντυμένος, λες και πάει σε γάμο ή παντρεύεται ο ίδιος.

  4. Ο επίσημος γενικά.

1.α. Disaronno 28% vol. Δυνατή μύτη φρέσκου πικραμύγδαλου, νότες καφέ και καψίματος. Στο στόμα στρογγυλό, πλούσιο, αρκετά γλυκό, με ξεκάθαρη γεύση αμυγδάλου και μακρά επίγευση με κουφετένιο χαρακτήρα.

  1. β. Η μαμά Halle φαίνεται ότι έχει γούστο αφού έχει ντύσει την μικρή με ένα κουφετένιο ροζ καφτάνι που της πάει πολύ.

1.γ. Στην ακτή με το κουφετένιο βότσαλο (τ΄τιλος ποστ)

2.α. Γιατι εχουν ενα τεραστιο μεινεκτημα αυτοι οι « κουφετενιοι κοσμοι » : εχουν αποκλεισει δρακους , μαγισσες και τερατα , μ' ενα λογο το Κακο , που τοσο ρεαλιστικα αντισταθμιστικα λειτουργει στα παραμυθια . Βιαιη επιβολη του « ροζ » που λειαινει ολες τις «οξειες γωνιες » .Κι αυτη τη φιλοσοφια ζωης τη θεωρω οχι μονο αντι -ρεαλιστικη , αλλα και κραυγαλεα επικινδυνη για τα μικρα κοριτσια . Που θα την « κουβαλησουν » μοιραια στη μετεπειτα ενηλικη ζωη τους με τα γνωστα αρνητικα αποτελεσματα .

2.β. Οι αναρτήσεις πάνε κάπως έτσι: «θα σας μιλήσω λοιπόν για το μεγάλο όνειρο που θέλω να ζήσω με τον θαυμάσιο, μοναδικό, πανέμορφο ευγενικό και ολόδικό μου κουφετένιο πρίγκηπα που θα γνωρίσω

2.γ. Οσο για το χιόνι θα πρειπει να ήταν αρκετά ρομαντικό - κουφετένιο ε;

3.α. είπα να μην εμφανιστώ τόσο κουφετένιος και κρίνοντας εκ των θαμώνων χθες...μάλλον ορθώς έπραξα

3.β. Γιατί όχι καφέ κουστούμι με μαύρη γραβάτα;
Μπουμπούκα μου ναι, αλλά παραείναι «κουφετένιος» συνδυασμός.

  1. Συγχαρητήρια για το στολισμό γλυκός και κουφετένιος όπως πάντα...

από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος του ντεφιού είναι ρυθμικός μεν, ενδεχομένως τσαχπίνικος, αλλά σίγουρα έντονος και άκομψος. Εξάλλου το ντέφι είναι στην ορχήστρα για το κέφι, εύκολο και βολικό για αξιοποίηση της γλάστρας, η οποία αρκεί να είναι διακοσμητική και δε χρειάζεται να έχει καμιά επιπλέον καλλιτεχνική αξία: αυτή είναι για το ντέφι.

Για το ντέφι είναι κάποιος / κάτι που χαρακτηρίζεται ως κραυγαλέο, άκομψα εντυπωσιακό, τ. λατέρνα, κάτι που κάνει μπαμ με την κακή την έννοια.

Άμα το τραβήξεις και στα άκρα, παίζει και με την έννοια «εξώλης και προώλης» ε, τόσος εντυπωσιασμός πια, τόσο μπαμ, τόσο γλαστρέ κατάσταση, τρώμε και καναν πουτσαρίκο να περνάει η ώρα και κάνουμε και τη βαβούρα μας έτσι να μας προσέχουν όλοι να γουστάρουμε. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται συνώνυμο με την αντίστοιχου κάλλους έκφραση για το γάιδαρο καβάλα.

Το «ούτε για το ντέφι» απαξιωτικότερο ακόμα, λες δαν ζίροου σαν να λέμε.

Μποτέ σε νυχάδικο:
-Τι θα βάψουμε; Κάτι διακριτικό ως συνήθως;
-Χμμμ λέω να το γυρίσω σήμερα, έχω κέφια. Κάνε μου ένα κόκκινο μπαμ, ένα τελείως για το ντέφι.


-Ε ρε έπρεπε να ήσουν από μια μεριά να δεις την Σοφία τι φορούσε στο σεμινάριο.
-Η Σοφία που είναι πάντα στην τρίχα;!
-Καλά, χαιρετίσματα... Όλος ο κόσμος ήταν με κοστούμι - ταγιέρ κι η Σοφία ήρθε με ένα ντεκολτέ μέχρι τον αφαλό ρε μαλάκα, εντελώς για το ντέφι!
-Βρήκε γκόμενο;
-Ε ναι.


Ποιματάκι:
Αντί να είναι καλλονή, καμία αλανιάρα
που βλέποντάς την τουμπεκί όλα τα παλικάρια

θα κάνουνε και μια σιωπή στα πλήκτρα θα επέφτει,
είναι ένα κοριτσόπουλο που ούτε για το ντέφι.

δεν θα ‘τανε κατάλληλη, να το κρατά, να παιζ’,
-λέω- για να γινότανε τη νύχτα μια ντιζέζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται, μάλλον αποκλειστικά, στην κρητική διάλεκτο -παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μεσαιωνική λέξη- και σημαίνει: μαλλί / μαλλιά, τούφα. Για την ακρίβεια, χρησιμοποιείται κυρίως στον πληθυντικό, σκουλιά, που σημαίνει μαλλιά, συνήθως λυτά και πάντως απεριποίητα.

Η ετυμολογία της λέξης (σύμφωνα με το λεξικό της Πάπυρος Larousse): σκουλί < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι), ενώ η ίδια η λέξη συνδέεται πιθανώς και με το φυτό «Πράσιον το ξενικόν», aka «σκουλόχορτο», ευρύτερα γνωστό σαν ασπροπρασιά, καλάνθρωπο και μαρμαράκι (για την ετυμολογία και τη σύνδεση με το φυτό, βλ. και εδώ).

Στο ίδιο forum εντόπισα κάποιες επιπλέον έννοιες του όρου τις οποίες δε γνώριζα. Πρόκειται για τις κάτωθι:
1. Δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο.
2. Δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι.
3. Σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο, δεσμίδα.

Πρέπει να σημειωθεί πως το ευρέως διαδεδομένο κρητικό επώνυμο Σκουλάς (συναντάται και το «Σκουλάκης») προέρχεται από αυτή τη λέξη. Σχετική ιστορία για το επώνυμο αυτό μπορείτε να βρείτε εδώ.

Κρητικιά μαμά στον πιτσιρικά της:
Μάζεψε μωρέ τα σκουλιά σου! Πώς μπορείς και διαβάζεις έτσι που πέφτουν στα μάτια σου;
(Για τις υπόλοιπες έννοιες δεν παραθέτω παράδειγμα, γιατί πραγματικά δε γνώριζα καν πως υπάρχουν και τυχόν παραδείγματα να μην αποδίδουν σωστά αυτές τις επιπλέον χρήσεις του όρου).

Marrubium vulgare, aka σκουλόχορτο (από mafie, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρμπρίζ, μπαμπρίζ, παπρίτζ, παμπρίτς, παπρίτς, μπαπρίτς, μπαμπρίτζ, παμπρίζ, μπαμπρίτς: έτσι αποκαλείται «ελληνιστί» ο ανεμοθώρακας του αυτοκινήτου.

Από το γαλλικό «pare brise», όπου pare=το φράγμα και brise=το αεράκι, η αύρα.

Παρά την αξιοπρεπεστάτη απόδοση του όρου στα Ελληνικά, είναι παραπάνω από βέβαιο ότι όσα είναι τα καταστήματα επισκευής του, τόσες διαφορετικές παραλλαγές εξελληνισμένης αναγραφής του ξενικού όρου στις αναρτημένες διαφημιστικές πινακίδες θα συναντήσετε ανά τη χώρα.

- Τι κάνει καλέ ο γιος σου ;
- Τελείωσε τη τεχνική σχολή και άνοιξε ένα μαγαζί να περνάει μπαμπρίτζια.

ΕΔΩ ΤΑ ΚΑΛΑ ΜΠΑΜΠΡΙΤΖΙΑ. (από iwn, 12/11/11)ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΘΑΡΙΖΟΥΣΑ ΑΝΕΜΟΘΩΡΑΚΑ (από iwn, 12/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική συσκευή με μορφή χαμηλού και παλαιού κουτιού με εφαρμοσμένο περιστρεφόμενο βουρτσάκι στο κάτω μέρος του, που χρησιμοποιείται για την περισυλλογή ψίχουλων από το τραπέζι του φαγητού και ενίοτε και από το πάτωμα. Απαντώνται και παραλλαγές με διπλή ή τριπλή βούρτσα ή και με λαβή.

Συναντάται επίσης και με την ονομασία «μπάτλερ», ονομασία η οποία συνηθίζεται κυρίως για πιο πολυτελείς παραλλαγές.

Εδώ το έκοψες βρε το ψωμί; Χάλια τα έκανες όλα! Φέρε την ψιχουλιέρα από την κουζίνα γρήγορα!

(από Nakas, 12/11/11)Ψωμί για τοστ χωρίς κόρα - για τους ψιχασθενείς (από dryhammer, 29/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified