Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.

Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.

Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, προερχόμενη από τον σοφό λαό, που περιγράφει τον δημόσιο δρόμο, έξω από χωριό ή κατοικημένη περιοχή. Πρόκειται περί ουσιαστικοποίησης του επιθέτου «δημοσία» (οδός), με μετάθεση του τόνου.

- Γιαγιά, ψάχνω τον γιό σου, τον Σήφη, ξέρεις που είναι;
- Τον έχω ειδομένο δίπλα από τη δημοσ(ι)ά, πριν από λίγο, παιδί μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μποξεράκι, κοινώς το περιπολικό.

- Μην πολυτρέχεις. Στα 300 μέτρα την έχει στήσει ένα μπατσικό και έτσι και μας πιάσουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο δονητής. Που σε απαυτώνει.

  2. Ο κώλος.

  1. βλ. εδώ

  2. Αγαπάς τον σύντροφό σου; Είσαι ερωτευμένη μαζί του;
    Αν απαντήσεις ναι και στα δύο, τότε γιατί σκέφτεσαι κάποιον άλλον; Μήπως τα θέλει ο απαυτούλης σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη της αργκό. Το χρήμα, τα λεφτά. Προέρχεται από τα γνωστά 30 αργύρια.

Όταν βγήκαν οι λάμες ο αργύρης ήρθε με τη μια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.

Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).

Εξού και τα:

  1. «Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).

  2. «Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.

Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».

Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.

Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.

Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαλιάρες, οι φάπες. Παλιά έκφραση, μάγκικη, που την χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο μέγας Τσιφόρος.

Μία από τις κατώτερες μορφές ξύλου, καμμία σχέση με το κλωτσομπουνίδι, το βαράτε, το βρωμόξυλο, το σάτα κιούτα.

Με τις ψιλές δεν κάνεις γκάιντα κανέναν, αλλά του σπας τον τσαμπουκά και τον κάνεις ξεφτίλα στον περίγυρο για να μην παίρνουν θάρρητα κι άλλοι. Έχει δηλαδή μία δόση υποτίμησης προς τον αποδέκτη, εννοώντας ότι δεν είναι και για παραπάνω, είναι για μισό μπουκέτο το πολύ.

Α, οι ψιλές συνήθως πέφτουν.

- Σιλάνς.
- Γιατί ρε, τι θα μου κάνεις; Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια.
- Σιλάνς για θα πέσουν ψιλές λέμε.
- Σιγά τ' αυγ...
- [Φαπ]
- ...ά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Όταν κάποιο καρφί μας δώσει στεγνά και βρούμε μπελάδες. Το χρησιμοποιούμε κατά κύριο ρόλο όταν κάποιος φωνάξει τους μπάτσους να σε δέσουν. (βλ. παράδειγμα 1).

  2. Η δεύτερη έννοια του λήμματος είναι η ευρύτατα γνωστή στους κάγκουρες και τους γκαζοφονιάδες πρόκειται για την καρφωτή ταχύτητα όπου οι επίδοξοι οδηγοί χωρίς συμπλέκτη, με γρήγορες κινήσεις κουμπώνουν την ταχύτητα με σκοπό να κερδίσουν πολύτιμα δευτερόλεπτα στη κόντρα. (βλ. παράδειγμα 2).

  1. -Τα 'μαθες τα νέα;
    -Ποιά νέα;
    -Δέσανε τον Μιχαλάκι απο καρφωτή!
    -Έλα ρε, αληθεια;
    -Ναι ρε!
    -Να σε ρωτήσω κάτι;
    -Για χώσε!
    -Ποιός ειναι ο Μιχαλάκης;

  2. -Χθές τι έγινε; Τα στήσατε;
    -Ναι και πάνω που του 'ριχνα 3 κολώνες σπάει το σασμάν απο καρφωτή.
    -Τσαγάκι εεε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified