Further tags

  1. Η κωλοφωτιά στο Κυκλαδίτικο ιδίωμα, το μαμούνι δηλαδή του γιαλού.

  2. Συνομοταξία πρηξαρχίδως που υπεραναλύει τα πάντα με τετριμμένα κλισέ της ποπ-ψυχολογίας. Εκ του γιαλόμα και του γαμοσλανγκοτέτοιου «-μούνα».

  1. - Σας στέλνω μια πανέμορφη πυγολαμπίδα να φωτίζει την κάθε σας στιγμή!!!zzzzzzzzzzzzzz.................... πείτε την και κωλοφωτίτσα :) ή και γιαλομαμούνα όπως τη λένε στα νησιά!!!
    (εδώ)

  2. - Το νησί που λαμπιρίζει σα γιαλομαμούνα στα περιοδικά και τις τηλεοράσεις, που αποκαλύπτει μια ντίσνεϋλαντ κι όχι έναν ιστορικό οικισμό καθώς πλησιάζεις απ’ τη θάλασσα, που μουλιάζει σαν τον μπακαλιάρο στις ακριβές πισίνες, που ξημερώνεται ντοπαρισμένο με live streaming στα κλαμπ και πουλάει την εσωτερική αρμονία στα spa...
    (για την Μύκονο, εκεί)

  3. Καυλαγόρας: - Τι όμορφη που είσαι σήμερα!
    Πρηξαρχίδοβα: - Και γιατί ειδικά σήμερα και όχι χθες; Και με ποια κριτήρια ορίζεις την ομορφιά; Καυλαγόρας: - Μπη στα διάλα, γιαλομαμούνα!

Το μικρό μαγαζάκι Γιαλομαμούνα στην Χώρα της Άνδρου... (από Vrastaman, 13/09/10)Γιαλομαμούνα Κυκλαδική (από Vrastaman, 13/09/10)Mme Yalom, teh original Yalomamouna (από Vrastaman, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εδώ υπάρχει βέβαια και σαφέστατα ένα παιχνίδι ηχητικό. Παίζουμε με τις λέξεις ΠΑΣΟΚ, κομμούνα και μούνα.

Και τι υπονοεί ο ποιητής με τέτοιου είδους λογοπαίγνια; Πολύ απλά είναι τα πράγματα κυρίες και κύριοι. Στις οργανώσεις τού ΠΑΣΟΚ υπάρχουν ένα σωρό νεαρά μουνάκια που εύκολα τα χτυπάς παίζοντάς το αριστερών ιδεολογιών. Με πέντε-δέκα αριστερο-αφασό-μαλακιούλες τα έχεις ρίξει και πηδήξει. Έτσι κι αλλιώς κι αυτά τα δύστυχα δε θέλουν κάτι άλλο.

Μπουζουριέρα, βιτρίνα, είναι όλο το αριστερό στυλάκι τους. Να πηδηχτούνε θέλουν τα καημένα αλλά επειδή είναι και «ντροπαλά» το παίζουν πολιτικοποιημένα στο ροζ στυλάκι.

Στο ίδιο ροζ στυλάκι πηδιώντουσαν αδιάκριτα στα τέλη των '70 και τα άλλα παρόμοια θηλυκά της οργάνωσης «Ρήγας Φεραίος» τού ΚΚΕ εσωτερικού. Θυμάμαι να γινόμαστε μέλη του για να πηδήξουμε.

Αναρτήθηκε κατόπιν έκκλησης του Vrastaman.

Γαμώ το φελέκι μου, πρέπει να παραθέσω και παράδειγμα για να βγει το λήμμα, άντε κι ας βάλω κάτι πασίγνωστο :

- Τι έγινε τελικά ρε, την πήδηξες την πασοκoμούνα;
- Σιγά τα δύσκολα ρε, χώρια που με κυνηγάει τώρα να τρέχω στις μαζώξεις τους!

Και σιγά μην πάω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γκομενάκια - εργαζόμενες μερικής απασχόλησης σε διαφημιστικές εταιρείες προώθησης προϊόντων, κατά κόσμον προμόσιον.

Τα συγκεκριμένα εργαζόμενακορίτσια είναι πάντοτε εκπάγλου καλλονής , στοιχείο απαραίτητο για να τραβούν την προσοχή των συνανθρώπων μας ουτωσώστε να προωθήσουν το προϊόν τους.

— Πάμε ρε Μπουρνάζι;
— Όχι, τις έχω βαρεθεί τις μπουρναζογκόμενες και τις πλατινομαλλούσες.
— Έλα ρε παπάρα, αφού ξέρεις... πάντα σκάνε και τα γαμάτα τα διαφημισόμουνα.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα με την οποία αξίζει να κονεδιαστεί κανείς. Διαφέρει από την κονεδιάρα, η οποία είναι η κοπέλα με τα πολλά κονέ.

- Γνώρισα και την Ερασμία σ' εκείνο το παρτάκι.
- Και πώς σου φάνηκε;
- Είναι κονεδογκόμενα, δεν το συζητώ!

Δες και -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την πολύ συχνή της χρήση η φράση «πουτάνας γιός» καθιερώθηκε τόσο πολύ στην γλώσσα μας που πλέον μπορεί εύκολα να θεωρηθεί ως μία, ενιαία και αδιαίρετη λέξη. Κάτι σαν την Αγία Τριάδα. Συχνότατη η χρήση της λέξης αυτής στα γήπεδα, στις δημόσιες υπηρεσίες και όπου βασιλεύει η κλασσική ελληνική καφρίλα.

Κλίση του ουσιαστικού

Ενικός Αριθμός

Ο πουτανασγιός
του πουτανασγιού
τον πουτανασγιό
πουτανασγιέ

Πληθυντικός Αριθμός

Οι πουτανασγιοί
των πουτανασγιών
τους πουτανασγιούς
πουτανασγιοί

  1. - Τι έδωσε ρε ο πουτανασγιός; ΠΕΝΑΛΤΥ;
    - Όχι ρε. Θέατρο
    - Α. Δεν είναι και τόσο πουτανασγιός τότε. ΑΛΛΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ, ΕΙΝΑΙ!!

  2. - Μία ώρα περιμένω για μια κωλοϋπογραφή ρε αρχίδια, πουτανασγιοί!
    - Σας παρακαλώ κύριε, ηρεμήστε
    - Σκάσε μωρή πουτανασκόρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για άτομο που είναι μεγάλος τσιγκούνης, που η τσιγκουνιά του μπορεί να σκοτώσει και άνθρωπο, που δεν δίνει ούτε cent ακόμα και σε άτομα που πραγματικά χρειάζονται βοήθεια και κοιτάει πώς θα γεμίσει το πορτοφόλι του με όσο το δυνατόν περισσότερα.

Συνώνυμα: φιλάργυρος, σπαγγόραμα / σπαγγοραμένος.

- Ρε τον ματζιρόπουστα τον Άκη, του ζήτησα να μου δανείσει 1 ευρώ να πάρω τσιγάρα, και έκανε σαν υστερικός.
- Έτσι είναι φίλε, δεν είναι όλοι ανοιχτοχέρηδες σαν εμάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.

- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη παραπέμπει σε κάποιον που, προσπαθώντας να κάτσει πάνω σε βελόνες, ανασηκώνεται συνέχεια, γιατί τον τσιμπούν και δεν μπορεί να καθίσει ήσυχα στη θέση του.

Άρα αποκαλώντας κάποιον κωλοβελόνη, αναφερόμαστε σε κάποιον:

  • Τσιγκούνη, σε κάποιον τσίπη που ανησυχεί συνεχώς και διακαώς για τη διαχείριση των εξόδων του. Αυτός είναι μόνιμα σφιγμένος και μαζεμένος, λες και τα νώτα του βάλλονται συνεχώς από βελόνες που τον τσιμπάνε θέλοντας να ανοίξουν τρύπες από τις οποίες θα αποδράσει το χρήμα του. Αισθάνεται πως τον κυνηγάει μονίμως το τέρας της σπατάλης, γι' αυτό κι αυτός δεν χαλαρώνει ποτέ, προσπαθώντας σε μόνιμη βάση να βρίσκει νέους τρόπους οικονομικής διαχείρισης. Κάνει το σκατό του παξιμάδι, αλλά όπου βρεθεί κι όπου σταθεί κοιτάει να μην πάει ούτε ένα λεπτό τού ευρώ ανεκμετάλλευτο. Έτσι ζει μιζερομίζερα και στερημένα, φυλακίζοντας τα θέλω του σε ακραίο βαθμό (βλ. παρ. 1).Σχετικά λήμματα: καβούρια έχει στις τσέπες - καβουράκιας, Σπαγκάϊ Λάμα, σπαγγοράμα, πυρετό να 'χει, δεν σου δίνει, μαντζίρης, καρφώνω τη δεκάρα στον τοίχο.
  • Πολύ νευρικό και τσιτωμένο άνθρωπο που μη μπορώντας να ηρεμήσει και να χαλαρώσει με τίποτα λόγω εσωτερικής αναστάτωσης, πετάγεται συχνά από τη θέση του, τρέχοντας πάνω κάτω, λες και χίλιες βελόνες τον τρυπούν, ωθώντας τον σε διαρκή κινητικότητα. Μπορεί να μιλάμε είτε για μόνιμη, είτε για συγκυριακή κατάσταση (π.χ: ένα πρόβλημα που έχει πάρει γιγάντιες διαστάσεις στο μυαλό του) (βλ. παρ. 2).

    Σημείωση: Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί πως η ονομασία Κωλοβελόνης αποδίδεται επίσης και σε τύπο καλικαντζάρου. Αυτός ο τύπος καλικάντζαρου είναι λεπτός, σουβλερός και ψηλός σα μακαρόνι και μπορεί να τρυπώνει απ’ τις κλειδαριές, αλλά κι απ’ τις τρύπες του κόσκινου... Λέμε τώρα Δες εδώ

  1. - Ρε τι κωλοβελόνης είναι αυτός;
    - Γιατί το λες;
    - Πήγε και έβγαλε από τον ηλεκτρικό πίνακα, άκουσον άκουσον, τα ενδεικτικά λαμπάκια, για να καταναλώνει λέει... λιγότερη ενέργεια. Τώρα σκέπτεται τι πατέντα να κάνει, ώστε τα νερά του μπάνιου να τροφοδοτούν το καζανάκι της τουαλέτας...
    - Μαζεύτε τον βρεεε!

  2. Στη δουλειά:
    - Ωπ... Πάλι έφυγε ο Πέτρου; Καλά τι κωλοβελόνης είναι ρε συ αυτός; Μα να μη μπορεί να κάτσει ήσυχος σε ένα σημείο; Λες και του βάζουν νέφτι στον κώλο... χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαιος σλανγκ όρος. Με πολλαπλές χρήσεις. Αναφέρω τις κυριότερες:

  • Ποδόσφαιρο: Ένας παίχτης που κυριολεκτικά σέρνεται μέσα στον αγωνιστικό χώρο. Είτε παίζει είτε δεν παίζει, ένα και το αυτό.
  • Ιππόδρομος: Ένα άλογο που σπανίως τερματίζει, και αν γίνει το θαύμα και τερματίσει καταλαμβάνει την αριθμητική θέση των συμμετεχόντων αλόγων (π.χ. όγδοο στα 8 που έτρεχαν). Υπάρχει και ιπποδρομία κουτσάλογων (όλα τα κουτσάλογα τρέχουν μαζί).
  • Υπάλληλος: Κάνει εντελώς τα ανάποδα απο αυτά που του λες. Όχι μόνο δεν προσφέρει, αλλά καταστρέφει κιόλας.
  • Κωλόμπαρο: Η κονσοματρίς που στο τέλος της βάρδιας της, αντί να πληρωθεί, το αφεντικό της ζητάει να πληρώσει τα ποτά που ήπιε.

    Ο όρος προέρχεται από την χρηστικότητα του συγκεκριμένου συμπαθέστατου ζώου, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι πρέπει να πατάει γερά και στα τέσσερα πόδια του. Δυστυχώς, ένα κουτσό άλογο ισοδυναμεί με ένα άχρηστο στην αρχή και νεκρό στη συνέχεια άλογο.

-Ο πρόεδρος υποσχέθηκε ότι θα κάνει μεταγραφές του χρόνου. -Ποιος ξέρει τι κουτσάλογο θα μας κουβαλήσει πάλι...

-Όλα τα λεφτά στο 5, έχω πληροφορία.
-Άσε μας ρε Λάκη. Όλο σότα μας δίνεις. Ο ΤΡΕ ΜΠΙΕΝ (το 5) είναι γνωστό κουτσάλογο. εγώ σε πάω στοίχημα, ότι δεν θα τερματίσει καν...

(από electron, 02/09/09)(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγνώστου προελεύσεως σύνθετη λέξη που υποδηλώνει ταν ηλίθιο και τον κακεντρεχή.

Τι παπαροζούμης είσαι ρε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified