Further tags

Έκφραση για να χαρακτηρίσει μια μη όμορφη γυναίκα, ενίοτε χρησιμοποιείται και καθ' υπερβολή προκειμένου να δημιουργηθεί μια ιλαρότητα με τη μεταφορική και εξαιρετικά απαξιωτική επιλογή της σύγκρισης.

Σιγά, ρε φίλε, τη γκόμενα που ψώνισες, αυτή είναι πιο άσχημη κι απ το χρέος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάγκικος αναγραμματισμός της φράσης «γελάς, μουνάκι».

Δεν αποτελεί υποχρεωτικά μέρος διαλόγου. Απαντάται και σε ρητορικούς μονολόγους όπου ο ευρισκόμενος σε κλητική πτώση εν τη αγνοία του γελά ανέμελος προ κάποιας επικείμενης ενέδρας. Ο δε τονισμός της φράσης κλιμακώνεται όπως ακριβώς και στην επική φράση του ταξίαρχου Θεοχάρη «...σκουλήκι...», διατυπωμένη από αμφότερους τους δύο τρισμέγιστους διδάσκαλους Βασιλείου και Σεφερλή.

Ο αναγραμματισμός ακολουθεί την πεπατημένη του δήθεν εξευγενισμού γνωστών παλιοκουβεντών του τύπου τσαπού, λακαμάς κλπ.

  1. (Σουρρεαλιστική προσθήκη σε ιστορικό διάλογο)

- Με θυμάσαι ρε πούστη;;
- Όχι (χαμογελώντας)
- ... μουνάς, γελάκι...

(... ακολουθεί το γνωστό μακελειό)

  1. (Εκτός διαλόγου - απόσπασμα από το μονόπρακτο «Περιμένοντας τον κοντό που μου έφαγε την γκόμενα»)

... Α, ρε πουσταρά, αρχίδι του δάσους... έβγα απ'τ' αμάξι, ρε ξεκωλιάρη και θα μαζέψεις και για το σπίτι... μουνάς, γελάκι...

(από Abas, 14/01/10)

βλ. και χασίστες και φουντικοί, γλωσσεύω την μπέρδα μου, φρόας τας σένας, καθώς και τα εκάστοτε σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε έχω, σε κουλαντρίζω απόλυτα, είσαι για τον πούτσο, αν παιζόταν στο στοίχημα η διαμάχη μας (σε οποιοδήποτε επίπεδο), θα με έδιναν φαβορί με 1.10 απόδοση.

  1. (από τα φοιτητικά χρόνια...)
    - Ρε κωλόπαιδα, ανοίξτε την πόρτα, τώρα αμέσως...
    - Ποια πόρτα, πάλι κλειδώθηκες στην τουαλέτα με το «διάβασε με»;
    - Ανοίξτε την πόρτα, γιατί θα σας γαμήσω όλους, έναν έναν, και πιο πολύ εσένα κοντέ, που είσαι και του χεριού μου...

  2. (στίχοι)
    Δεν είμαι του χεριού σου και του φιλιού σου
    που το 'χεις τσαλακώσει σ' άλλα χείλη
    δεν είμαι του χεριού σου και του φιλιού σου
    καλύτερα να μείνουμε δυο φίλοι ...

  3. ...Την ίδια στιγμή που η κινηματογραφική εμπειρία είναι πια... του χεριού μας μέσω υπερσύγχρονων γκάτζετ, σε κάποια σινεμά γιγαντώνεται σε βαθμό εξίσου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρεις τρόποι χρήσης:

1) Όταν κάποιος τρώει ή πίνει πολύ λίγο σε δεδομένη κατάσταση, σε μεμονωμένο περιστατικό. Σπουργίτι είναι ας πούμε αυτός, που σε ένα τραπέζι ή νυχτερινή έξοδο, (ή είσοδο...), ενώ όλοι οι άλλοι χέζονται στο φαί ή πίνουν τα κερατά τους, καταναλώνει με υπέρ του δέοντος φειδώ. (Βλ. Παρ.1)

2) Ειρωνικά ή και όχι, σε καλοφαγά που τσακίζει τα πάντα, φάση έτσι. (Βλ. Παρ.2)

3) Μπορούμε να το πούμε εν ώρα γεύματος σε άτομο που είναι όντως αδύνατος και τον βλέπουμε να τρώει λίγο. Ωσεκτουτού, κατευθείαν βεβαιωνόμαστε ότι αυτός μάλλον δεν θα τρώει ποτέ του και γι' αυτό θα 'ναι έτσι, ξεχνώντας προσωρινά ότι ξέραμε (αν ξέραμε) για τον ανθρώπινο μεταβολισμό, που άλλους χοντρούς και άλλους αδύνατους παθολογικά τους κάνει. (Βλ. Παρ.3)

  1. (ντάπα ντούπα, ντάμπα ντούμπα)
    - Έλα τέταρτος γύρος υποβρύχια, για πάμε, για πάμε, Τεό για έλα κι εσύ, γιατί όλο στην απέξω είσαι σήμερα...
    - Άσε ρε, είχα το στομάχι μου το μεσημέρι και δεν είμαι και σε διάθεση τώρα για να γίνω χάλια...
    - Πιες ρε σπουργίτη!!

  2. - Έλα μικρέ, πάρε να φας, πολύ ωραία η τσικολάτα
    - Όι, άσε, γιατί έφαγα πάλι όλο το σπίτι και μονόφαγα σχεδόν τη πίτα και είχα και δυο πιάτα μακαρόνια πιο πριν, άσ' το.
    - Φάε ρε σπουργίτη!

3α. - Καλά ρε φίλε δεν τρως τίποτα έτσι; Σε παρακολουθώ τόσην ώρα και πραγματικά τσιμπολογάς σαν σπουργίτι.
- Το ξέρω, έτσι είναι το σκαρί μου εμένα.
- Καλά μιλάμε, φάε σαν άνθρωπος, δεν μπορώ να σε βλέπω!
- ...
- Φάε ρε μια μπουκιά καλή, να δυναμώσεις!
- Φάε ρε αρχίδια δυο, να το βουλώσεις...

3β. (Η μάνα στο παιδί της, που είναι από φύσης του πολύ λιγόφαγο σαν και τον παππού του, μόνο που η μάνα το ξεχνάει αυτό και δεν αντέχει στην ιδέα οτι ο μοναχογιός της είναι το σαμιαμίδι της τάξης και προσπαθεί με κάθε τρόπο, καλό ή κακό, (αναλόγως της διάθεσης και της υπομονής της) να το παχύνει.)

(...)
- Μαμά σου λέω, δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν έχω άλλο όρεξη...
- Θα το φας όλο. Παναγία μου, τίποτα δεν τρως. Σαν το σπουργιτάκι, εκεί λίγο-λίγο δυο μπουκίτσες και τέλος!
- Μα δεν μπορώ... δεν βάζει άλλο το στομάχι μου!
- Δεν υπάρχει δεν μπορώ. Αν δεν το φας όλο δεν θα πας μέσα!
- Μα δεν... Μη... Άααουτς!! - Να! Κανόνιζε να τελειώσεις πριν έρθει ο πατέρας σου και σε δει να τρως ακόμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυποποιημένη έκφραση από το ιδιόλεκτο της αριστεράς που καταγγέλλει όσους φαινομενικά προοδευτικούς, επαναστατικούς, ανατρεπτικούς ανθρώπους στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τις δυνάμεις της αντίδρασης, του κατεστημένου. Οι απόψεις και ενέργειες «ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης», οι φορείς τους είναι «νεροκουβαλητές στο μύλο της αντίδρασης».

Χρησιμοποιούταν κατά βάση από την κομματική ορθοδοξία για την καταδίκη:

  • Κάθε κριτικής στο Κόμμα ή στον «υπαρκτό σοσιαλισμό». 'Όποιος χτυπά τα στρατά της προόδου, εξυπηρετεί τον αντίπαλο, την αντίδραση.
  • Προωθημένες θέσεις ή δυναμικές ενέργειες, που ξεφεύγουν από τη γραμμή. Οι θέσεις και ενέργειες φοβίζουν τις μάζες και τις σπρώχνουν στην αντίδραση. Οι φορείς τους είναι «προβοκάτορες» ή (το αμίμητο) «αντικειμενικά πράκτορες».

Η έκφραση εξακολουθεί να χρησιμοποιείται είτε στα σοβαρά είτε με σαρκαστική/αυτοσαρκαστική διάθεση.

- Είστε φάλτσοι κανταδόροι στο πεντάγραμμο της σοσιαλδημοκρατίας, ουρά της μπουρζουαζίας, δεκανίκια του καπιταλισμού, νεροκουβαλητές στο μύλο της αντίδρασης.

- Μια στρατηγική πόλωσης με εμπνευστή την κυβέρνηση και συνεργούς τους «γνωστούς – αγνώστους» και τους ζηλωτές των τυφλών συγκρούσεων με το «κράτος», που κυριολεκτικά «ρίχνουν νερό στο μύλο της αντίδρασης».
(Αληθινό παράδειγμα. Ασυνείδητα γελοία η χρήση του «κυριολεκτικά»)

Αντώνυμο: Σπερμοκουβαλητής στον κόκκινο μύλο. (από Khan, 27/01/10)φραγκοκουβαλητής στον Πράσινο Μύλο (από HODJAS, 30/01/10)

Δες και ξύλινη γλώσσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μου» χρησιμοποιείται δόκιμα ως κτητική αντωνυμία συμπάθειας.

Στη (δια)λεκτική όμως πάλη σλανγκικών και μη φιλοφρονήσεων, χρησιμοποιείται δίκην προγαμιαίου σάλιου: συμβολικά, κάνουμε κάποιον δικό μας πριν τον κάνουμε δικό μας.

Ανήκει στο οπλοστάσιο πολλών ευπροσήγορων φυλών (βέλτσοι, νυφίτσες, κυρα-περμαθούλες, κ.α.) με σκοπό το με-το-γάντι άδειασμα των συνομιλητών τους.

Ασίστ: ο johnblack μου.

- Εσύ αγορίνα μου αυτό κατάλαβες; Εγώ απλά ανοίγω μια κτγμ ενδιαφέρουσα συζήτηση, δεν αντιπαρατίθεμαι σε κανέναν. Κι αν έχεις άγνωστες λέξεις, λυπάμαι αλλά δεν προτίθεμαι να αλλάξω το στυλ μου γι' αυτό. Καλές γιορτές!
(εδώ)

- Eυχαριστώ πολύ καλέ μου φίλε. Σου εύχομαι ολόψυχα καλές γιορτές και ευτυχισμένος ο νέος χρόνος...
(προς μπαγαποντοδότη, εκεί)

- Καλέ μου βράστα, η ευρηματικότητά σου, οι συνειρμοί που κάνεις και η ικανότητά σου στα λογοπαίγνια είναι πράγματι απιστεύτου [...] Αλλά ως εκεί.
(παραπέρα)

- Το μόνο που έχω να πω είναι το εξής - γαμιά μου, εσύ!!!
(ΡΤΠ calling Νούλης, εδώ)

Λαβ ιζ ιν δη ερ! (από Vrastaman, 04/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κώλος.

Και τα δυο καθιερωμένα λεξικά της τρέχουσας καθομιλουμένης καταγράφουν και αυτήν την σημασία της λέξης, πλάι στις άλλες τις κομιλφό – ο πάτος της θάλασσας, οι πάτοι για την πλατυποδία κλπ. Για να την αποδώσουν, χρησιμοποιούν, βέβαια, όρους ουδέτερους ή ευφημιστικούς – π.χ. στον Τριανταφυλλίδη ο πάτος ορίζεται ως ο πρωκτός, ο πισινός και στον Μπαμπινιώτη ως ο πισινός, τα οπίσθια.

Όμως, οι ορισμοί αυτοί δεν πιάνουν τις λεπτές αποχρώσεις της λέξης, τις συνδηλώσεις που εμπεριέχει, ό,τι, δηλαδή, κάνει τον ιθαγενή χρήστη της ελληνικής γλώσσας να ξέρει – έτσι απλά, να ξέρει – πότε πρέπει να πει πάτος και πότε κώλος ή ό,τι άλλο.

Διότι, ασφαλώς, πάτος δεν είναι ο οποιοσδήποτε κώλος. Είναι, συγκεκριμένα:

α. Ο μεγάλος κώλος, που – κακά τα ψέμματα – τον έλληνα τον γκαυλώνει και, μάλιστα, μέχρι σημείου εξαγρίωσης. Απαντάται στις στοκ φράσεις θα σου σκίσω τον πάτο, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου ανοίξω τον πάτο που δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για την βιαιότητα των προθέσεων του απειλούντος και που, εν δυνάμει, κυριολεκτούν. Άξιον μνείας και το ξεπατώνω, που, γενικά, σημαίνει ξεριζώνω, χαλάω, ρημάζω.

Παρενθετικά, ενδιαφέρον έχει και ότι όπως τον πάτο έτσι και τα βάρδουλα – γνωστά από τις φράσεις θα σου σκίσω τα βάρδουλα και θα σου ξεσκίσω τα κωλοβάρδουλα – τα συναντάμε στην αργκό της υποδηματοποιίας ή τσαγκαρικής, με κοινό σημείο αναφοράς το πετσί, το δέρμα.

Υπερθετικό του πάτου είναι, ως γνωστόν, η πατάρα αλλά και το πιο νεόκοπο πατούρι. Θα έλεγα ότι ενώ η πατάρα (και το πατάρι) τονίζει τον ενθουσιασμό που προκαλεί το θέαμα, ή η ανάμνηση, ενός μεγάλου και γκαβλωτικού κώλου, το πατούρι, κρίνοντας από τις χρήσεις που συναντώ, είναι σαφώς πιο απαξιωτικό – κινείται στο ίδιο κλίμα που περιγράφουν τα λήμματα ξεκωλοπατόμουνο, ξεφτιλίζω τον κώλο και ξεψώλι.

β. Ο ταλαιπωρημένος κώλος. Η σημασία απαντάται κυρίως στην φράση μου έφυγε ο πάτος – ή, μου βγήκε ο πάτος δηλαδή, έχω εξαντληθεί, έχω χτυπήσει μπιέλα. Η χρήση αυτή συνήθως δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα. Η εξάντληση δεν προέρχεται από γαμήσι αλλά από σκληρή δουλειά, περπάτημα κλπ. – είπαμε, ο έλλην το ζόρι το βιώνει στον κώλο του, δες και αυγό στον κώλο, σφίγγουν οι κώλοι, έγινε ο κώλος μου τάληρο, πήρε φωτιά ο κώλος μου, καίγεται ο κώλος μου και άλλα.

γ. Ο τυχερός κώλος. Εκ της λαϊκής δοξασίας ότι την καλή τύχη τελικά την εξηγεί η διεύρυνση της έδρας. Όπως ο πολύ τυχερός άνθρωπος είναι όχι μόνο κωλόφαρδος αλλά και, απλά, κώλος, έτσι και ο ακόμη πιο τυχερός, ο τυχερός μέχρις αγανακτήσεως, είναι πάτος, ή και πατάρα. Και όπως μπορεί κάποιος να ξεκωλωθεί στο ζάρι, ας πούμε, ή στα τρίποντα, κατά μείζονα λόγο μπορεί και να ξεπατωθεί.

Να μην συγχέονται όλα αυτά με τον φέρελπι επιθετικό της Μίλαν Alexandre Rodrigues da Silva, ευρέως γνωστό ως Πάτο.

  1. Ο Κώστας ήρθε από μπροστά και έμπηξε με μεγάλη δύναμη το κοντάρι του μέσα τις λέγοντάς της «Πάρτα μωρή, θα σου τον βγάλω από το στόμα, θα σου ξεσκίσω τον πάτο, θα σου βάλω και τα αρχίδια μου μέσα σου καύλα... Πουτάνα γυναίκα. (Από το τσοντοσάιτ flock.gr εδώ)

  2. Της βάζει μια τρικλοποδιά και την ξαπλώνει κάτω
    κι απ' την πολύ την καύλα του της ξέσκισε τον πάτο.
    Η Αθηνά εσπάραξε σαν κότα σουβλισμένη
    μα όλο και τον έσπρωχνε γοργά να μπαινοβγαίνει.

(Από την μαθητική μπαλάντα 'Ο Τρωικός Πόλεμος')

  1. Της θειας σου ο πάτος, γαρούφαλα γιομάτος!

  2. Νατος νατος ο κώλος της χρονιάς 2006. Naomi, η νέα Λατίνα με την τρελή πατάρα που βάζει γυαλιά σε όλες τις προηγούμενες με τις επιδόσεις της... (Από εδώ, Black Sugar online sex shop)

  3. Η καλύτερη... Βάλερι (της εσκισα το πατούρι... πολύ κλασάτο... αλλά επείδη το ξεπαατώσανε πριν κανά χρόνο δεν κανονίζουν κάτι για Αθήνα ξανά). (από το escortforumgr.com εδώ)

  4. Πονάω!!!! Το κορμάκι μου δεν το νιώθω. Πονά η μέση μου. Την έκατσα. Σήμερα πάλι μου έφυγε ο πάτος (μα καλά πως εκφράζομαι επιστήμονας άνθρωπος… δεν ντρέπομαι). Νομίζω πως χρειάζομαι διακοπές από την προσαρμογή μου από τις διακοπές. (Από εδώ)

  5. Τρίτο 21 στη σειρά!... Μα τι πάτος είσαι συ, αδερφάκι μου...

  6. Το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να σουτάρετε τρίποντα και να εύχεστε να σας ανοίξει η πατάρα ΜΠΑΣ ΚΑΙ καταλάθως κοντράρετε το μάτς (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική έκφραση (κυρίως στο τάβλι), όπου ο λέγων περιπαίζει την απίστευτη κωλοφαρδία του αντιπάλου του, ο οποίος αν και βρισκόταν προ ολίγου σε δυσμενέστατη κατάσταση, βγήκε και «καβάλα» με το ζάρι που έφερε.

Η έκφραση ακολουθεί το σχήμα λιτότητας, δηλαδή πλήρως σημαίνει «είσαι τόσο τυχερός, σα να πέφτεις από το ύψος της Ακρόπολης – σαν το Μιμίκο και τη Μαίρη – και όχι μόνο να μην παθαίνεις τίποτα, αλλά να βρίσκεις και παρατημένο πορτοφόλι γεμάτο λεφτά»!

(Πλακωτό):
-Το αφήνεις διπλό;
-Όχι, άμα φέρω τις εξαιρετικές (εξάρες) μου, πώς θα τις παίξω;
-Κοίτα, σου ‘χω κλείσει με πόρτες όλο το σπίτι, έχεις δυο πούλια στη μαμά, τα’ χεις μαζέψει όλα στον άσσο, εξάρι δεν έχεις, σου το ‘χω αφήσει ανοιχτό να φέρεις εξάρι μονόβολο να πιάσω μάνα, έχεις φέρει πενήντα ζαριές κι ούτε ένα έξι, τι περιμένεις; Ούτε ο Ρωχάμης με το Σεχίδη δεν το παίζουνε!
-Εξάρια!!! Αλεού μπόιλερ! Θα μαζέψω και πρώτος που ‘μαι και ψημένος!
-Αγόρι μου, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι! Ρε, με ποιους παίζουμε και χάνουμε...

Ταβλαδόρικα και παραταβλαδόρικα: άνοιξε το τριώδιο, απλώνω τραχανά, ασσόδυο, αυτό πώς θα το παίξω;, γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα, γκέλα, γκιουλ, δίνει πλάτη για τάβλι, δυόδυα, έλα στον θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία, εξαίσιο, εξάπαντος, έξι δύο τα αλλότρια, έχω φέρει σήμερα;, θα σου βγάλω νεραντζάκι, θα σου πάρω την πίεση, και κουλούρι και τυρί, και σκατά, κατσίκι, κι ένας δάσκαλος αγάπησε μια φτωχιά και την πήρε, κοκορέτσι, μακαρόνι, μάνα, με ασσόδυο δε γάμησε κανείς, μπαρμπούτι, μπαρμπουτιέρα, ξίδι, ούτε στο Γεντί Κουλέ δεν το παίζουν / δεν το παίζει ούτε ο Ρωχάμης, παιδί, πάλι ντόρτια ήφερα, παραμάνα, παραπάνω από διπλό δεν πάει, πέφτεις απ’ την Ακρόπολη και πιάνεις πορτοφόλι, πλακωτό, ποδήλατο ξέρεις;, ποιος Θανάσης;, πολύ τα κουνάς, ρίχνω παχιές, ροντέο, σα δάσκαλος, σαν να τον χτύπησε η Παναγία με το τάβλι, σκακαδόρος, σουβλάκι, σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα, σώγαμπρος, τα ζάρια στον μάστορα, ταβλαδόροι, ταβλαριέμαι, ταβλιάρης, ταβλομάχος, τέντζερης, τετράδυο, τις έχεις, τούρκοι, τριήρεις / τριήρης, τσολιάς, φουνταριστός / μπάτσος / βατσιμάνης, χασσόδυο, χατζηπετρής, χύνομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified