βλ. αστέρι, ορισμός αρ. 1.
Ρε τον αστερία, έβαλε τα μακαρόνια να βράσουν χωρίς νερό...
βλ. αστέρι, ορισμός αρ. 1.
Ρε τον αστερία, έβαλε τα μακαρόνια να βράσουν χωρίς νερό...
Got a better definition? Add it!
Η παλιοαδερφή.
Oυστ παλιοκουδουνίστρα...
Got a better definition? Add it!
O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.
Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.
Τι θες ρε γκέουλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αποτυχημένος, ο looser.
- Πάλι αυτόν τον μαντζίρη μάς έφερες; Μας χαλάει το κέφι να τον βλέπουμε στη μαντζιριά του.
Βλ. και μαντζιριά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δυο πλάτες. Ο χαρακτηρισμός αναφέρεται στην γκόμενα που δεν έχει καθόλου στήθος.
- Την είδες την Μαρία; Ωραίο γκομενάκι ε;
- Άσε με ρε, η κοπέλα είναι Δ.Π.
- Δ.Π.;
- Δύο πλάτες, μια πίσω και μια μπροστά. Πιο μεγάλο βυζί έχεις εσύ από αυτήν (αν υποθέσουμε ότι ο φίλος σας είναι λίγο χοντρούλης).
Βλ. και πλάκα, κόντρα πλακέ.
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε το γαμάτο, υπέροχο, που γαμεί μανούλες και τέτοια. Επίσης χρησιμοποιείται και για τις σέξι και όμορφες γυναίκες.
- Πω μαλάκα, δες μηχανή. Kawasaki Zephyr μονταρισμένο στα 1300cc.
- Μιλάμε για το απόλυτο τούμπανο.
- Πω πω, τι τούμπανο είσαι εσύ μωρό μου!
- Άει στο διάολο, βλαμμένε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα με ωραίο σώμα, χωρίς απαραίτητα να 'ναι και όμορφη. Γενικά δηλώνει γυναίκα που είναι ό,τι πρέπει για κρεβάτι.
Συνώνυμα: τούμπανο.
- Δες την αυτήν που περνάει. Δες σωματάρα, αν και από φάτσα δεν λέει και πολλά.
- Ωραίο σκυλί ρε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που την έχει μικρή.
Καλά να είμαι τόσο γκαντέμω ρε γαμώτο; Να είναι μαύρος και να μου βγει λιλιπούτσειος;!
Got a better definition? Add it!
Αγαθός, χαζούλης (απο το χαζοβιόλης). Χρησιμοποιείται μάλλον χαϊδευτικά / περιπαιχτικά παρά υβριστικά.
- Τι μου σηκώνεις το καπό βρε ζοβιόλα; Αφού λάστιχο πάθαμε...
- Εεε... Να, αγάπη μου, είπα μήπως να αεριστεί λίγο κι η μηχανή με την ευκαιρία.
- Αχ την κοπελάρα μου εμένα! Όλα τα σκέφτεται! Έλα εδώ μωρό μου, έλα εδώ να σου δώσω μιά φιλάρα!... Έλα μπράβο, σκύψε τώρα...
Δες και κομμέ.
Got a better definition? Add it!
Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.
Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.
Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.
Got a better definition? Add it!
Published