Ο γλοιώδης.
- Κόψε τον Ανδρέα... Σκέτος γυμνοσάλιαγκας για να γαμήσει!
Ο γλοιώδης.
- Κόψε τον Ανδρέα... Σκέτος γυμνοσάλιαγκας για να γαμήσει!
Got a better definition? Add it!
Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο (κατά τον ομιλητή).
- Θυμάσαι ρε τον παπα-Τάσο της διπλανής ενορίας;
- Αυτόν που την έπεφτε στα δωδεκάχρονα δε λες;
- Α να μπράβο. Ε, τον είδα σήμερα στον δρόμο, πρώτη φορά από τότε που τον διώξανε. Έχει ξυριστεί ρε και έχει γίνει σαν μουνί κλαμένο!
Βλ. και κλαμμένο μουνί
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς με κοιλιακούς.
Κόψε ρε τον τυπά κοιλιακούς που έχει, ποιός είναι; Ο καραμολέγκος;
Βλ. και φέτες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο φλώρος.
- Τζάσε ρε χαρτογιακά μη γίνει του μουνιού!
Got a better definition? Add it!
Ο φευγάτος.
- Μόλις μύρισε φασαρία, τζασλέας ο δικός σου.
Βλ. και τζάζω.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.
Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!
Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.
Got a better definition? Add it!
Ο μαλαπέρδας.
- Κόψε φάτσα ο χλιμίτζουρας!
Got a better definition? Add it!