Further tags

Ο γλοιώδης.

- Κόψε τον Ανδρέα... Σκέτος γυμνοσάλιαγκας για να γαμήσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοίος, θλιβερός, που επισύρει την κοροϊδία ή τον οίκτο. Συχνά, για άτομα που μόλις έχουν αλλάξει την εμφάνισή τους προς το χειρότερο (κατά τον ομιλητή).

- Θυμάσαι ρε τον παπα-Τάσο της διπλανής ενορίας;
- Αυτόν που την έπεφτε στα δωδεκάχρονα δε λες;
- Α να μπράβο. Ε, τον είδα σήμερα στον δρόμο, πρώτη φορά από τότε που τον διώξανε. Έχει ξυριστεί ρε και έχει γίνει σαν μουνί κλαμένο!

Βλ. και κλαμμένο μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς με κοιλιακούς.

Κόψε ρε τον τυπά κοιλιακούς που έχει, ποιός είναι; Ο καραμολέγκος;

Βλ. και φέτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας.

Τσέκαρε ρε τον μπιριμπόγκο με τις άσπρες κάλτσες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος.

- Κόψε λάσπη ρε τζιτζιφιόγκε μη φας μπούφλα!

Από άζμα των Αγανακτισμένων (από Khan, 04/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος.

- Τζάσε ρε χαρτογιακά μη γίνει του μουνιού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φευγάτος.

- Μόλις μύρισε φασαρία, τζασλέας ο δικός σου.

Βλ. και τζάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν πληρώνει στα μαγαζιά.

Πρόσεξέ τον γιατί είναι ο Μπίλι δε Κιντ, θα μας αφήσει κουστουμάκι!

Βλ. και πιστολιάζω, πιστόλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλαπέρδας.

- Κόψε φάτσα ο χλιμίτζουρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων τάσεις αυτοκτονίας.

- Ο Ζαχόπουλος ήταν emo;
- Όχι ρε, απλώς σαλταπήδας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified