Further tags

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος, ο απρόσεχτος, ο τετράπαχος, αλλά και αυτός που αράζει σε κάθισμα, καναπέ, κλπ σαν σταβοχυμένος λουκουμάς.

- Α ρε Βουιδούμπαση. Περνάς και δεν προσέχεις τίποτα γύρω σου. Είδες πόσα πράγματα έσπασες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά αδύνατος, ο κοκκαλιάρης, ο σκελετωμένος. Έχει ασκητική μορφή.

- Πώς είσαι ετσι βρε; - Πώς είμαι δηλάδή;
- Λίγκρος. Πετσί και κόκκαλο κατάντησες βρε καημένε. Φάε λίγο. Θες να σε πάρουν τα σκυλιά στο κατόπι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά παχύσαρκος άνθρωπος. Μερικές φορές μπορεί να λεχθεί και για έναν όχι υπερβολικά παχύσαρκο, που υπήρξε όμως αδύνατος, προκειμένου να δοθεί έμφαση στη μεταβολή του σωματότυπου του συναρτήσει του χρόνου.

- Ρε εσύ τη θυμάσαι τη Λίτσα, την παλιά γειτόνισσά σου;
- Ε γίνεται να ξεχάσω τέτοια καλλονή... Είχε κάψει καρδιές αυτή.
- Κάποτε ναι.Τώρα η καλλονή σου είναι ένα μάτσο κρέας. Άστα. Νεκροταφείο από κεφτέδες κατάντησε η Λίτσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δηλώνει κομμουνιστής, ενώ του αρέσει να ζει μέσα στη χλιδή και τη γκλαμουριά.

- Τον είδες τον Μήτσακλα, που μας το παίζει προλετάριος και μας μπλαμπλαδιάζει συνέχεια για τον Μαρξ; Ντυμένος πάντα στην πένα, φοράει πανάκριβα ρούχα, rolex, μοστράτα γυαλιά και οδηγεί πανάκριβη Porche.
- Καλά ο τύπος δεν έχει σχέση με Μαρξ. Εχει όμως με Μάρξ εντ Σπένσερ.

(από Khan, 30/04/13)(από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Ρωσοπόντιοι.

...πλάκωσαν μετά και οι Ρ.Π. και τό 'καναν θερινό το μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που εμφανίστηκε μαζί με τους αγώνες του 2004, ενάντια στη διαφημιστική εκστρατεία και το κίνημα του εθελοντισμού. Κάποια ρεμάλια/αναρχικά στοιχεία αποφάσισαν πως δεν ήθελαν να προσφέρουν αφιλοκερδώς, ώστε οι καημένοι οι επιχειρηματίες να ελαχιστοποιήσουν τις δαπάνες και να αυξήσουν το κεφάλαιό τους. Αντιθέτως έκραζαν όχι μόνο το κίνημα του εθελοντισμού, αλλά και τον ίδιο τον ιερό (αν και ντοπαρισμένο) θεσμό των Ολυμπιακών Αγώνων... Τι να πει κανείς...

Το κίνημα αυτό των δεθελοντών ονομάστηκε βέβαια δεθελοντισμός, και εκδόθηκε και το σχετικό του μανιφέστο.

- Εγώ φίλε ήμουν εθελοντής το 2004 και μου δώσανε δώρο και καπελάκι! Άλλο πράγμα... Είμαι πολύ περήφανος που βοήθησα!
- Μπράβο μαλάκα! Εγώ πάλι που ήμουν δεθελοντής τι φταίω που ακόμα πληρώνω τα έξοδα γι' αυτήν την παπαριά;

Το μανιφέστο του δεθελοντισμού (από Cunning Linguist, 01/06/08)Αρχαία κόκα αθάνατη! (από Cunning Linguist, 01/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται για να δείξει το πόσο αργά κινείται κάποιος. Τόσο αργά δηλαδή όσο ένα ογκώδες και παλιάς τεχνολογίας πλοίο. Κυριότερη χρήση του στον αθλητισμό και κυρίως στο ποδόσφαιρο.

- Πώς τον πέρασε έτσι ρε ο τόυρκος τον Δέλλα;
- Δεν λέω, παικταράς ο Τραϊανός, αλλά πολύ αργοκάραβο αδελφάκι μου... Ώσπου να στρίψει είχε βάλει γκολ ο άλλος ο βλάκας.

Δες και αργοκάικο, τα ζώα μου αργά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την τούρκικη λέξη iş bitirici, όπου iş=δουλειά και το δεύτερο συνθετικό προκύπτει από το bitirmek=τελειώνω. Ωσεκτουτού, ο άνθρωπος που τελειώνει δουλειές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι αυτός που ξέρει όλες τις άκρες, βρίσκει πάντα τον τρόπο, μονίμως ελίσσεται και ποτέ δεν κωλώνει. Μπορεί να το κάνει ως επάγγελμα - είναι αυτός που θα μαζέψει σ' ένα πρωί και τις δώδεκα βεβαιώσεις για τις οποίες ο κοινός θνητός θα παιδευτεί χαλαρά δυο βδομαδούλες. 'Η, μπορεί να είναι ο καλός συνταξιούχος θείος που ξέρει πού θα βρει υδραυλικό ανήμερα της Παναγίας. Είναι ο completer/finisher, που λένε και οι μανατζαραίοι, και, σε σπάνιες περιπτώσεις, είναι και ο πολιτικός που κάτι κάνει τέλος πάντων και δεν λέει μόνον παπαριές.

Ο ισμπιτιριτζής είναι το μόνο εγγυημένο αντίδοτο στην γραφειοκρατική παράλυση, τον σταρχιδισμό και την πανθομολογούμενη έλλειψη υδραυλικών και καλοριφερτζήδων. Και ένας προσωπικός, αποκλειστικός, 24/7 ισμπιτιριτζής, είναι, πέρα από βίλες, κότερα και δίμετρες, η πλήρης καταξίωση και το απόλυτο στάτους σύμπολ.

  1. (Ελευθεροτυπία, 28/12/1998)
    EΔΩ ανθεί το μπαξίσι και βασιλεύει ο «ισμπιτιριτζής» - άγνωστο επάγγελμα στην Eυρώπη. Eίναι ο «ισμπιτιριτζής» αυτός που τελειώνει δουλειές με το αζημίωτο, δουλεύοντας νύχτα-μέρα. Xωρίς αυτόν θα είχε παραλύσει η οικονομία και δεν θα κουνιόταν δραχμή. Aν απεργούσαν οι «ισμπιτιριτζήδες» θα φτάναμε σε οικονομική κρίση χωρίς προηγούμενο.

  2. - Αφού σε είπε ο Βλάσης ότι θα τονε φτιάξει τον λέβητα μέχρι το Σαββατοκύριακο, μην ανησυχείς, θα γίνει... Αυτός ισμπιτιριτζής άνθρωπος είναι, θα τον βρει τον τρόπο και θα την τελειώσει τη δουλειά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που προκαλεί το χλευασμό και την απαξίωση των άλλων, ο ρεζίλης.

Συνώνυμα: τσίρκο, τσόκαρο, μαϊμούνι, ξεφτιλισμένος, σκυλογαυγισμένος, ξεγιβεντισμένος, για τα πανηγύρια.

- Στείλαμε το πιο γαμάτο τραγούδι στη Γιουροβίζιον, αλλά οι υπόλοιποι ευρωΠΕΟΙ ψηφίσανε τα σούργελα... τι να πεις..
(Ο άλλος συνομιλητής σε μάγκικο ύφος)
- Έτσε.....

(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από prasas, 02/06/08)(από panos1962, 22/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified